Πολιτικη & Οικονομια

Ο πολιτικός φονταμενταλισμός, το κυνήγι του Σαββόπουλου και το συλλογικό τραύμα με τους «Κωλοέλληνες»

«Παρατράβηξε αυτός ο ιδιότυπος φασιστικός φονταμανταλισμός»

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Διονύσης Σαββόπουλος
© ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΕΛΤΕΣ

Διονύσης Σαββόπουλος: Οι αντιδράσεις για τη δήλωσή του ότι ελπίζει σε αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και ο φασιστικός φονταμανταλισμός.

Οι καλλιτέχνες δεν υπάρχουν για να «βολεύουν» τις μικροαστικές συνειδήσεις. Οι καλλιτέχνες υπάρχουν για ξεβολεύουν τα μικροαστικά μας ανακλαστικά. Χρόνια στο σπίτι, στο σχολείο, μετά στην εργασία, μάθαμε να βολευόμαστε με το κοινώς αποδεκτό. Με εκείνο το «μαλάκιο» που μας πρόσφεραν στο πιάτο με κάθε ευκαιρία. Συνοδευόταν από τα φοντανάκια ημιμάθειας, τα σοκολατάκια αυτοϊκανοποίησης και τα μαρόν γκλασέ της αυτογελοιοποίησης. Κάπου - κάπου έτσι απροειδοποίητα εισέβαλε στην ζωή μας και ένας άστατος αρκουδιάρης, ένα ανεμοδούρι που έπαιρνε τον μικροαστισμό μας και τον ξαπόστελνε στους πέντε ανέμους.

Υπήρξαν στιγμές που ο Διονύσης ο Σαββόπουλος έπαιξε αυτόν τον ρόλο. Του ενοχλητικού τελάλη. Που με το τύμπανό του και το γαϊτανάκι του ξεσκόνιζε τη σκόνη από τα πέτα μας. Το «Φορτηγό». Το «Περιβόλι», «Τα τραπεζάκια έξω»  ,το «Κούρεμα» ήταν από εκείνες τις στιγμές που ένιωθες να φεύγει η πιτυρίδα από το σακάκι σου και οι τσίμπλες από τα μάτια σου. Ήμουν νεαρό, άγουρο γυμνασιόπαιδο στο «Φορτηγό» και κοτζάμ άντρας στο «Κούρεμα». Ποτέ δεν βαρυγκώμησα  γιατί κάτι δεν μου άρεσε στους στίχους του καλλιτέχνη. Αντιθέτως. Προσπαθούσα να καταλάβω και εάν δεν τα κατάφερνα ή αν δεν συμφωνούσα, το άφηνα στην άκρη και ασχολιόμουνα με το επόμενο.

Με το ζεϊμπέκικο για τον Νίκο Κοεμτζή έμεινα άφωνος. Όπως είχα μείνει νωρίτερα με κάποιους στίχους από το «Φορτηγό».

Τον παρακολουθούσα στο υπόγειο, στο «Ροντέο» με τα Μπουρμπούλια του και έστηνα σενάρια για τα πώς θα ήταν αργότερα η φοιτητική μου ζωή στο Στρασβούργο. Ονειρευόμουνα.

Γρατζούναγα στην κιθάρα μου και αργότερα ακουμπούσα τα πλήκτρα στο πιάνο ακολουθώντας μερικές επιλεγμένες μελωδίες του που τόσο αγαπούσε η παρέα και τόσο άρεσαν στα κορίτσια. Όπως η «Συννεφούλα» μου γιατί ήταν και δικιά μου η «Συννεφούλα» του. Την είχα πια οικειοποιηθεί.

Δεν υποχρεώθηκε κανένας να ταυτιστεί με τα «ζιγκ-ζαγκ» του όπως αναφέρει στο «Μητσοτάκ». Ούτε ζητήθηκε από κανέναν να τον ακολουθήσει πιστά στις νέο-ορθόδοξες περιπλανήσεις του. Δικές του οι επιλογές δικές του και οι περιπλανήσεις.

Ήρθε και το «Κωλοέλληνες». Ναι είχε μεγαλώσει πια ο Σαββόπουλος. Δεν θα μπορούσε να προτείνει και άλλα «Τραπεζάκια έξω». Ξυρίστηκε, κουρεύτηκε και έβαλε γραβάτα. Το τραγούδησε με πάθος. Αλλά το τραγούδησε και με ήθος. Και έχει απόλυτο δίκιο ο Μάνος Χατζιδάκις που επισήμανε σε εκείνη την αξιομνημόνευτη παρέμβασή του πώς οι «Κωλοέλληνες» ενδεχομένως να είναι και το καλύτερο τραγούδι του τραγουδοποιού.

Μπορεί να ξεκινάμε από διαφορετικές αφετηρίες και ο ένας, ο Σαββόπουλος να «κολλάει» περισσότερο στον ελληνισμό του από άλλους. Εν τούτοις καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Το «Κωλοέλληνες» είναι συμπέρασμα για τούτη δω τη ράτσα που ξεκινώντας με τον Αλκιβιάδη και προηγουμένως με τον Αχιλλέα, τον δεύτερο ως ενσάρκωση ενός εκ των χειροτέρων χαρακτηριστικών της φυλής, της αλαζονείας έναντι θεών και ανθρώπων, καταλήγει στο σήμερα με το «όλοι μαζί τα φάγαμε» που ιστορικά θα αποδειχθεί ως το μέγιστο και το σωστότερο των αποφθεγμάτων περί Ελλήνων.

Μας πειράζει το συμπέρασμα του Σαββόπουλου, τον καθένα για διαφορετικούς λόγους. Μας πονάει το συμπέρασμα του Σαββόπουλου. Με συγκινεί όμως το συμπέρασμα του Σαββόπουλου. Όχι το «πέντε αιώνες Δύσης» που ενδεχομένως θα ικανοποιούσε απόκρυφες σκέψεις περί νεοελληνικού ψευδοπατριωτισμού και της εθνικιστικής λαγνείας, αλλά το άλλο: 

Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Δεν υπάρχει ελπίς
στην Ελλάδα ζεις.

Σκαλιστές σκιές
μακρυχέρηδες
με το φως σπασμένο
κρατικοποιημένο,
αχ, οι Έλληνες

Σειλινοί του κράτους
που ξερνάει και να ‘τους,
τσιφτετέλληνες.

Ο Σαββόπουλος λειτούργησε για κάμποσο σαν σφήκα που μέσα στην μικροαστική αμεριμνησία ξαφνικά τσιμπούσε με το φαρμάκι της και διατάρασσε τον νωχελικό ωχαδερφισμό που σε διακατείχε.

Όπως ισχύει για όλους  ο Σαββόπουλος έχει κάθε δικαίωμα να δημοσιοποιήσει τις πολιτικές προτιμήσεις του. Δεν είναι ούτε το Άγιο Δισκοπότηρο ούτε το Εξκάλιμπερ. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του το στερήσει. Και κανείς δεν υποχρεώνεται να τον ακολουθήσει. Μέχρις εκεί. Γιατί παρατράβηξε αυτός ο ιδιότυπος φασιστικός φονταμανταλισμός.

Δεν υπάρχουν «Καθαροί» ούτε και υπήρξαν ποτέ παρά μόνον στη αρρωστημένη  φαντασία των μυστών σε κάτι περίεργα και μυστικοπαθή Μοναστήρια του Μεσαίωνα κάτω εκεί στην Προβηγκία και τη Δαλματία. Είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ «βρώμικοι» διότι έχουμε κάνει «βρώμικες σκέψεις»  και έχουμε σκεφτεί «βρώμικα πράγματα». Έχουμε διαβάσει «βρώμικα βιβλία». 

Ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Καββαδίας, ακόμη και ο κρυψίνους ο Σεφέρης όλοι αυτοί που μας έπλασαν, μας καλοκούρδισαν και μας αμόλησαν στις αλάνες αυτής της περιπέτειας, το ήξεραν. Όπως το ήξεραν και εκείνοι που τραγούδησαν τα πάθη μας. Αυτοί που ξέρουν από πάθη ξέρουν και να συγχωρούν και να σκέπτονται. Άρα ξέρουν από…. Πολιτική. Προφανώς ο καθένας μας στο παραβάν, μέσα στην απρόσωπη αίθουσα κάποιου σχολείου, είναι μόνος του με την προσωπική  ιστορία του και την συνείδηση του. Δεν έχει ανάγκη κανέναν Σαββόπουλο για να τον καθοδηγήσει. Περιττά τα πολλά λόγια, τα μίση και οι ύβρεις. Άλλωστε εδώ και πάρα πολλά χρόνια μέσα στο παραβάν μία λέξη κλωθογυρίζει με πείσμα στο μυαλό μου. Κωλοέλληνες!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ