Πολεις

Το ημερολόγιο της Τρίτης | 08.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Παρακολουθώ συχνά —ιδίως τα πρωινά, κάπου ένα τεταρτάκι τη φορά, πίνοντας τον πρώτο καφέ, τον διπλό— ονλάιν μαθήματα δημιουργικής γραφής, βιντεάκια και διαλέξεις. Όλα λένε πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα (επανάληψις μήτηρ μαθήσεως), αλλά εκείνο που μου κάνει πάντα τη μεγαλύτερη εντύπωση και το διαπιστώνω κάθε φορά με ενδιαφέρον και χαρά είναι ότι οι δάσκαλοι χρησιμοποιούν μολύβι όποτε κρίνεται απαραίτητο στο μάθημα: πενάκι, στιλό, χρωματιστά μολύβια και χαρτιά, πίνακες μαρκαδόρου, τέτοια πράγματα: όχι υπολογιστή, όχι το ανυπέρβλητα κιτς PowerPoint, όχι ψηφιακά μέσα. Κι αυτό το λατρεύω, ναι.

Είναι κακά τα ψηφιακά μέσα; Όχι, όχι, προς Θεού, είναι καλά! Είναι πιο αποδοτικό το μάθημα με παλαιικά, «κλασικά» μέσα; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς μόνο τέτοια χρησιμοποιούνται όταν θέλουν να σου δείξουν κάτι, όταν θέλουν να γράψουν μπροστά σου κάτι, όταν θέλουν να σου μείνει στο μυαλό κάτι: δεν μπορείς να υπογραμμίσεις δυο φορές μια λέξη, ή να την κυκλώσεις, χωρίς να κρατάς ένα μολύβι στο χέρι, έτσι δεν είναι; Είμαι εγώ εχθρός των όχι δα ακόμη «νέων» μέσων; Όχι βέβαια, είμαι σκληρός χρήστης τους εδώ και πολλά χρόνια. Τότε; Γιατί «το λατρεύω»; Είμαι τρελός;

Μπορεί και να είμαι. Αλλά νομίζω πως είναι και κάτι ακόμη. Κάτι πολύ απλό: συμβαίνει αφενός γιατί μού αρέσουν (σε όλους μας αρέσουν) τα πράγματα με «αξία» (στην καρδιά μας, το χαρτί και το «μολύβι» διαθέτουν αυταξία για κάποιον λόγο, π.χ. ίσως γιατί απλώς είναι παλιά) και αφετέρου επειδή —ας μου επιτραπεί να μιλήσω εξ ονόματος πολλών— όλοι μας έχουμε την ανάγκη να φανταζόμαστε την πολιτισμική παράδοση σαν κάτι πλήρες/ολοκληρωμένο/άρτιο, σαν κάτι καλά οργανωμένο, μαστορικό, σίγουρο: γιατί εκεί επάνω πατάμε κι εμείς, και θέλουμε να πιστεύουμε πως πατάμε σε κάτι που θα μας βαστήξει. Και έτσι, εν πολλοίς, είναι. (Ακόμη περισσότερο: πιστεύουμε επίσης ότι τρόπον τινά είμαστε οι ταπεινοί, ανώνυμοι συνεχιστές μιας παλαιάς παράδοσης, όχι απλώς κληρονόμοι ενός γραπτού πολιτισμού — τρομάρα μας, ισχύει για πολύ λίγους από εμάς αυτό). Και πάλι: ένα μολύβι και μια κόλλα χαρτί, για να μην πούμε μια πένα και μια κόλλα χαρτί, είναι σύμβολα ενός ισχυρού διανοητικού κράτους, του οποίου βαυκαλιζόμαστε ότι είμαστε πολίτες, ελπίζοντας ότι θα παραμείνουμε τέτοιοι ό,τι και να γίνει. Είμαστε κομμάτια μιας ρωμαλέας παράδοσης, μέλη της, στοιχεία της, κύτταρά της. Και αυτή η παράδοση δεν είναι άλλη βέβαια από την παράδοση της γραφής με το χέρι.

(Είναι βέβαια και κάτι άλλο: ο μεταμφιεσμένος σε απαξίωση φόβος για την εκάστοτε τεχνολογία τού σήμερα. Ο οποίος φόβος απαλύνεται με έναν πολύ πονηρό τρόπο: με μία προηγούμενη. Αν σε τρομάζει ένας υπολογιστής, νιώθεις ανακούφιση μπροστά σε μια γραφομηχανή. Που όμως τρόμαζε αυτούς που την πρωτοαντίκριζαν. Έτσι πάει από πάντα. Κάποιοι άνθρωποι απλώς είναι πάντα πιο αδύναμοι από τους άλλους).

Πολύ παλιά, θυμάμαι, είχε υποστηριχτεί πως αλλιώς γράφει κανείς όταν γράφει με το χέρι, και αλλιώς όταν πληκτρολογεί. Ότι τάχα διεγείρονται άλλα μέρη του εγκεφάλου, αίφνης, και ότι το «σωστό» γράψιμο γίνεται μόνο όταν οι σκέψεις γλιστρήσουν από το μυαλό, κυλήσουν από τον ώμο, κατέβουν από το μπράτσο, περάσουν στον πήχη και καταλήξουν στα δάχτυλά μας που κρατούν το μολύβι, που με τη σειρά του εφάπτεται στο χαρτί μεταφέροντας με μικρές κυκλικές κινήσεις όλη την εγκεφαλική-ψυχική μας μαγεία στις ίνες του — και εντελώς άλλα όταν «απλώς» χτυπάς πλήκτρα με δύο ή περισσότερα δάχτυλα, που με κάποιον μυστηριώδη τρόπο γίνονται ψηφιακά αποτυπώματα μηδενικού βάρους. Δεν έχω παρακολουθήσει τη συζήτηση, αλλά αυτή η συλλογιστική μού φαίνεται αφελής, ανόητη και οπισθοδρομική — για να μην πω εντελώς λουδίτικη και αντιδραστική. Δεν την πιστεύω ούτε στο τόσο. Αυτό που πιστεύω και δέχομαι είναι πως, «ψυχολογικά», είμαστε αυτόβουλα, και με χαρά, δέσμιοι ενός ιδεατού, όμορφου, στιβαρού παρελθόντος. Του παρελθόντος της γραφής, και της χθόνιας γραφικής ύλης. Γιατί, απλούστατα, αυτού του τύπου η γραφή κρατά από τζάκι, είναι παλιά, και κάποτε την κατείχαν μόνο οι παπάδες και οι γραμματικοί.

Γι’ αυτό άλλωστε αγαπάμε και τα σημειωματάρια, και όχι μόνο τα μολύβια, τους στιλούς και τις πένες. Γι’ αυτό και έχουμε μπόλικα στο σπίτι μας —σπιράλ, με μαλακά καπάκια, με σκληρά καπάκια, με ζωγραφιές, με δερματίνη, ντυμένα με δέρμα ή με ύφασμα, ριγέ, καντριγέ και λευκά—, άσχετα αν δεν τα χρησιμοποιούμε. Ξέρουμε πως, όποτε κριθεί απαραίτητο από τις συνθήκες και την ιστορία, μπορούμε να τα βγάλουμε έξω από το συρτάρι ή το ντουλάπι της βιβλιοθήκης, να τα ανοίξουμε πάνω στο γραφείο μας και να γράψουμε σ’ αυτά με τον παραδοσιακό, καθιερωμένο, προβλεπόμενο τρόπο. (Εννοώ, να γράψουμε κανονικά, όχι να σημειώσουμε μια ιδέα). Γι’ αυτό και συνεχίζουμε να αγοράζουμε κι άλλα τέτοια, και γι’ αυτό χαιρόμαστε σαν μικρά παιδιά όταν μάς χαρίζουν ένα καινούργιο. Μάλιστα —κι αυτό έχει σημασία—, η χαρά μας είναι πολλαπλάσια αν πρόκειται για ένα ακριβό σημειωματάριο. Ένα σημειωματάριο πολυτελείας. Ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να γράψουμε ποτέ στα ωραία, ίσως χειροποίητα χαρτιά του, πως θα μείνει πάντα στο κουτί του μέχρι να κιτρινίσουν τα ήδη υποκίτρινα φύλλα του —κάπως σαν στέφανα γάμου που κατέληξε σε διαζύγιο—, πως πρώτα θα πεθάνουμε και θα αναλωθούμε εμείς, και μετά αυτό. Αλλά είναι εκεί, έτσι κι αλλιώς, τουλάχιστον είναι εκεί: στις διαταγές μας.

Υποστηρίζω όμως εδώ, ταυτόχρονα, πως, όσο κι αν εμείς αποφεύγουμε να τα χρησιμοποιήσουμε, τα καλύτερα βιβλία γράφτηκαν (ακόμα περισσότερο: γράφονται) σε τέτοια ακριβώς σημειωματάρια. Σε μεγάλου μεγέθους, ακριβά σημειωματάρια πολυτελείας. Και ο λόγος είναι απλός.

Όταν γράφεις σε ένα τέτοιο τετράδιο, ένα τετράδιο που φτιάχτηκε για να ξεχωρίζει, για να γεμίσει ωραίες, σωστές προτάσεις, σωστά βαλμένες, που όλο του το είναι λαχταράει να αναδείξει κάτι πραγματικά σπουδαίο, ξέρεις πως κάθε λέξη σου μετράει. Ψέματα: ΠΡΕΠΕΙ να μετράει. Δεν μπορείς να διαγράφεις, να μουτζουρώνεις, να σκίζεις τις σελίδες, να ζωγραφίζεις μπαρμπαδάκια στα περιθώρια, να είσαι αφελής και προχειρολόγος — δεν μπορείς να πατάς το ← πλήκτρο, το Backspace. Είναι ένα καλό, φτιαγμένο στο χέρι, ακριβό μπλοκ τούτο εδώ, ένα αντικείμενο πολυτελείας, γι’ αυτό και οφείλεις να είσαι προσεκτικός. Να αναδειχθείς στο ύψος των περιστάσεων. Να είσαι όλος παρών. Να βάλεις τα δυνατά σου. Να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Έχεις ιερή υποχρέωση να είσαι συγκεντρωμένος, και απαιτητικός από τον εαυτό σου. Άριστα προετοιμασμένος. Καλά διαβασμένος. Πρέπει να ξέρεις απέξω κι ανακατωτά τους χαρακτήρες και τα φυσικά των ηρώων σου, να έχεις καθαρογράψει το σχεδιάγραμμα του βιβλίου που πρόκειται να γράψεις και να το θυμάσαι καλά, να έχεις σαφέστατη άποψη για το περιεχόμενο ενός εκάστου κεφαλαίου, να ξέρεις πότε και πώς θα διακόψεις κάθε σεκάνς, πότε θα δώσεις τον λόγο σε εσένα —τον παντογνώστη αφηγητή— και πότε θα παραμερίζεις διακριτικά, ή πότε θα αφήσεις μια σκηνή να σβήσει απότομα, λίγο πριν από μια αποκάλυψη ή μια πιθανή καταστροφή, σε ένα αναπόφευκτο cliffhanger. Και να το πούμε κι αυτό: σε ένα τέτοιο τετράδιο, πρέπει να κάνεις καλά γράμματα. Ας ξεκινήσουμε από εδώ: καλά γράμματα, όχι τσαπατσουλιές.

Οπότε, ναι, τα καλύτερα βιβλία γράφτηκαν, και εξακολουθούν να γράφονται, σε τέτοια ακριβώς σημειωματάρια.

Έχω μερικά τέτοια. Έχω πολλά μπλοκ κατάλληλα για γράψιμο, ολόκληρα πάκα, αλλά τόσο καλά, τόσο ακριβά, έχω μόνο λίγα. Όμως τα έχω, και πού και πού ψιθυρίζουν το όνομά μου. Κάνω βέβαια —και πώς αλλιώς— πως δεν ακούω. Κάνω πως είμαι απασχολημένος με κάτι άλλο, που απαιτεί δήθεν όλη μου την προσοχή. Κάνω δηλαδή ό,τι και οι περισσότεροι. Το ιδανικότερο τετράδιο γραψίματος, σαν τον άριστο επαγγελματία που δεν προσλαμβάνεται γιατί έχει πολλά προσόντα για τη θέση, κουβαλά σαν κατάρα και τον κίνδυνο να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ.

Για να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν είμαι δειλός, σηκώνομαι αποφασιστικά από την καρέκλα και πηγαίνω στην ντουλάπα με τα πέντε εξωτερικά συρτάρια. Τα τρία είναι γεμάτα με γραφική ύλη. Εκεί είναι και τα ακριβά μπλοκ, αυτά που προορίζονται για τα μεγάλα βιβλία. Ανοίγω το μεσαίο συρτάρι τρίζοντας λίγο τα δόντια και βγάζω το ένα τους έξω· το πάνω-πάνω. Ξέρω καλά τι πρέπει να γράψω, το ξέρω άλλωστε από χτες: έχω ήδη σχηματίσει τον χάρτη αυτού του βιβλίου, τους δρόμους που τον ορίζουν, τα καταστήματά του, τα σπίτια του, και κάποιους από τους ανθρώπους του. Μου λείπουν ακόμη πολλά, αλλά ξέρω πού μπορώ να τα βρω. Το βιβλίο είναι δικό μου (μα φυσικά εγώ είμαι το βιβλίο), και είναι ο τόπος μου, αυτό το μικρό κομμάτι της πόλης, που θα πρωταγωνιστήσει μαζί μου, και τα πρόσωπα των τουριστών που είχα δει την αυγή της πρώτης του μηνός εδώ πιο δίπλα: μια σκοτεινή ιστορία που με κάποιον τρόπο θα ενώσει για μια τρομερή στιγμή τους δρόμους και τις μοίρες μας. Το λέω και κολλάει το στόμα μου. Κολλάει πολύ. Και ο καφές μου έχει τελειώσει από ώρα. Λοιπόν, κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνους τους ανθρώπους, ναι; Με αυτό που έκαναν. Με αυτό που ήταν. Κάτι δεν πρέπει να πήγαινε καθόλου καλά με δαύτους.

Πιάνω ένα μολύβι· το αφήνω. Δεξιά και πίσω μου, σε μια ραφιέρα, έχω δύο κούπες γεμάτες με στιλό, πενάκια και κοινά μολύβια. Και μια κάπως παλιά πένα. Καλή πένα. Μάρκα. Την παίρνω και την ξεβιδώνω. Την τινάζω. Ανοίγω το καθημερινό σημειωματάριό μου και γράφω βιαστικά ΟΙ ΞΕΝΟΙ σε μια κενή σελίδα, για να τη δοκιμάσω. Το μελάνι της φτάνει μόνο για τα πρώτα τρία γράμματα, στα υπόλοιπα απλώς γρατζουνάω το χαρτί με έναν άσχημο ήχο, που θυμίζει νύχιασμα σε μαυροπίνακα — το Ι σκίζει το φύλλο. Το μέτωπό μου ιδρώνει. Μέσα σε ένα από τα άλλα δύο συρτάρια έχω πολλές αμπούλες με μελάνι, μπλε και μαύρο, από πολύ παλιά. Δεν πρέπει να έχουν στεγνώσει. Μπορώ να πάρω μία και να αντικαταστήσω την παλιά. Είναι παιχνιδάκι. Θα το κάνω. Ή όχι; Ιδρώνω κι άλλο. Ας το αφήσω για την ώρα, λέω. Θα το δω μετά. Πιο μετά. Θα φτιάξω την πένα μια άλλη στιγμή. Άλλωστε, μπορεί πράγματι το μελάνι να έχει στεγνώσει, και θα πρέπει να πάω στο βιβλιοπωλείο για να πάρω καινούργιες αμπούλες. Ξεφυσάω ανακουφισμένος. Σχεδόν χαμογελάω. Γιατί; Γιατί δεν ξέρω αν θέλω αυτή τη στιγμή να ασχοληθώ με εκείνους τους ξένους ανθρώπους, νά γιατί. Ή με εμένα. Όχι πάντως σ’ αυτό το καλό μπλοκ. Δεν μπορώ να το κάνω. Όχι τώρα, τουλάχιστον. Μια άλλη στιγμή. Μιαν άλλη φορά. Ελπίζω.

Έχω όλες τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές, αλλά ξαφνικά κάνει πολλή ζέστη στο γραφείο μου· μόλις πριν από λίγα λεπτά είχε ένα ελαφρύ αεράκι, και έκανε ρεύμα μέσα στο σπίτι. Όμως πάει κι αυτό. Πάνε όλα. Και στο μεταξύ έχει πάει κιόλας αργά, αν και εξακολουθεί να είναι ακόμη πρωί. Είναι πρωί για όλο τον κόσμο βασικά, αλλά είναι αργά για εμένα. Και έχω μπροστά μου τόσα να κάνω. Να βγάλω άλλες δύο φορές τα σκυλάκια μας μέσα στην ημέρα, να μαγειρέψω βέβαια, να τακτοποιήσω, να δουλέψω… Ξαφνικά, δεν ξέρω με τι να ξεκινήσω. Το βρίσκω όμως αμέσως: κρύβοντας πάλι το καλό μου σημειωματάριο στο συρτάρι — τι άλλο; «Σε μια καλύβα στο βουνό, έχουμε ένα κερί, μία λάμπα πετρελαίου, μία σόμπα, μία πετρογκάζ, και μόνο ένα σπίρτο. Τι ανάβουμε πρώτο;» «Το σπίρτο».

Μόλις ξανακάθομαι στην καρέκλα μου ξεφυσώντας, με σκεπάζει μια ανακουφιστική ησυχία, σαν να σταμάτησε απότομα ο ήχος από το χαλασμένο μοτέρ ενός ψυγείου που με ενοχλούσε τρομερά αλλά χωρίς να το έχω καταλάβει ότι με ενοχλούσε. Αυτή η υποσυνείδητη, κρυφή ενόχληση. Ένα βάρος που σου παίρνουν από την πλάτη. Ωραία. Ωραία. Όλα καλά. Τουλάχιστον μπορώ να αρχίσω το υπόλοιπο της ημέρας μου τώρα. Έτσι νομίζω. Θα το επιχειρήσω. Αλλά πρώτα θα φτιάξω έναν καφέ ακόμα. Μονό.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ