Πολεις

Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 05.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Διάβαζα πως η Ελλάδα γίνεται μια από τις μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες που εγκαθιστά έναν δημόσιο Υπερυπολογιστή. Οι υπερυπολογιστές, που υποθέτω πως είναι για τα κομπιούτερ ό,τι ο Σούπερμαν για τους ανθρώπους (οπότε οι κβαντικοί υπολογιστές τι είναι;…), είναι γενικά σε θέση να εκτελούν 30 τετράκις εκατομμύρια υπολογισμούς το δευτερόλεπτο, κάτι που μάλλον ισούται με 30 χιλιάδες δισεκατομμύρια υπολογισμούς. Το δευτερόλεπτο. Δεν ξέρω ποιον έβαλαν να τα μετρήσει όλα αυτά. Με τη βοήθειά τους πάντως μπορούμε, λέει, «να αναπτύξουμε μοντέλα υψηλής ακρίβειας, ώστε να αντιμετωπίσουμε κοινωνικές προκλήσεις και να δώσουμε ώθηση στην έρευνα της κλιματικής αλλαγής, της κοσμολογίας, της μηχανικής, της επιστήμης των υλικών και άλλων γνωστικών αντικειμένων». Ωραία.

Δεν καταλαβαίνω τίποτε.

Δεν καταλαβαίνω τίποτε, αλλά τα πιστεύω όλα αυτά, και προφανώς χαίρομαι πολύ που συμβαίνουν, αλλά διατηρώ και κάποιες σοβαρές, κάποιες «πυρηνικές» επιφυλάξεις. Θέλω να εκμυστηρευτώ εδώ κάτι: πιστεύω ότι ζούμε στο Μάτριξ. Και το πιστεύω από τον καιρό που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι κανένας από όλους μου τους γνωστούς —πολύ γνωστούς, λίγο γνωστούς, λιγάκι γνωστούς, απλούς γνώριμους, περαστικούς— δεν είχε πραγματικά ιδέα για το πώς λειτουργούν οι υπολογιστές. Ναι, ξέρω: αν όλοι μου οι γνωστοί διδάχτηκαν για τους υπολογιστές όσα και εγώ, τουτέστιν τίποτε, μηδέν, nada, zero, είναι λογικό να μην ξέρουν πώς λειτουργούν. Το αντίθετο θα ήταν απίθανο. Υπάρχουν όμως και αυτοί που ξέρουν, ε; Δεν υπάρχουν; Υπάρχουν. Υπάρχουν αυτοί που το σπούδασαν. Υπάρχουν αυτοί που εργάζονται στο πεδίο. Που είναι τεχνικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών, πληροφορικάριοι, προγραμματιστές κ.ο.κ. Που είναι geeks. Αν εγώ έχω χίλιους γνωστούς, ή ένα εκατομμύριο γνωστούς, που όλοι τους έχουν πλήρη άγνοια από υπολογιστές, δεν πάει να πει ότι ζούμε στο Μάτριξ. Για όνομα του καλού Θεού. Σωστά. Λογικό. Το καταλαβαίνω. Αλλά και πάλι.

Και πάλι.

Δεν έχω γνωρίσει μισό άνθρωπο από τη στρατιά των υπολοίπων που να μπορεί να μου πει με σιγουριά ότι, «Ξέρεις, έτσι λειτουργεί το πράγμα, κάτσε να σου εξηγήσω, ρε συ, είναι απλό — εγώ είμαι ειδικός». Κανέναν, ποτέ. Κι αυτό με ενοχλεί, και με πονάει. Και επιτείνει την, πλέον καλά εγκαταστημένη, πεποίθησή μου ότι ζούμε στο Μάτριξ. Όλοι τους, μέσα σε ένα σύννεφο αφέλειας, μεταφέρουν μόνο κάτι αόριστα στοιχεία, πέρα για πέρα απλοϊκά, πραγματάκια πρώτου επιπέδου: (i) «Οι υπολογιστές, όπως και μια τοστιέρα, μπορούν να αντιληφθούν ακριβώς το ίδιο πράγμα: αν περνάει ρεύμα από ένα κύκλωμα, ή αν δεν περνάει. Το κλειδί όσον αφορά τον υπολογιστή είναι πως μπορεί να ελέγξει δισεκατομμύρια κυκλώματα με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα, ενώ η τοστιέρα μόνο ένα». Wow, is that true? (ii) «Αν περνάει ρεύμα από αυτό το κύκλωμα, ορίζουμε πως έχει την τιμή 1. Αν δεν περνάει, ορίζουμε πως το κύκλωμά μας έχει την τιμή 0. Αυτό το κύκλωμα, που μπορεί να πάρει τιμή 0 ή 1, ονομάζεται bit (από το binary digit), ενώ τα δεδομένα που εξάγονται ονομάζονται, και είναι, digital, ψηφιακά. Τώρα, αν βάλουμε 8 bit στη σειρά, παίρνουμε 1 byte: το ελάχιστο μέγεθος που χρειάζεται για να αποθηκευτεί μια πληροφορία». Hooray! Τι μου λέτε. (iii) «Ό,τι έχουμε αποθηκευμένο στον υπολογιστή μας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ατέλειωτες αλληλουχίες από 0 και 1, από ανενεργά και ενεργά bit». Κάτσε μισό, όπα: «Ατέλειωτες αλληλουχίες»; Χαχά, σοβαρά τώρα; Πόσο ατέλειωτες δηλαδή; (iv) «Ο επεξεργαστής είναι ένα κύκλωμα ασύλληπτα μεγάλης πολυπλοκότητας που του έχει ενσωματωθεί ένα σετ εντολών ώστε να είναι σε θέση να κάνει τις κάθε φορά απαραίτητες μαθηματικές πράξεις, τις απαιτούμενες πράξεις λογικού ελέγχου (αληθές/ψευδές), καθώς και όλες τις εργασίες για την είσοδο δεδομένων και την έξοδο αποτελεσμάτων». Αλήθεια τώρα; Is that all you got? (v) «Κάθε πρόγραμμα στον υπολογιστή είναι μία σειρά εντολών προς τον επεξεργαστή, που του λέει τι πρέπει να κάνει, σε κάθε δεδομένη περίπτωση». Lol όμως. Όταν φτάσουν εδώ, οι «ειδικοί» σού κλείνουνε το μάτι και σου λένε: «Υπάρχουν 10 τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κατανοούν το δυαδικό σύστημα, κι αυτοί που δεν το κατανοούν», και φεύγουν ικανοποιημένοι, φορώντας και το αντίστοιχο μπλουζάκι των 9,99 € με τη γνωστή στάμπα, βισκόζη.

Αλλά συγγνώμη κιόλας, αυτά τα ξέρει και η γάτα μου. Ακόμη κι ΕΓΩ ξέρω το δυαδικό σύστημα. Ακόμα και Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ ξέρει το δυαδικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, ούτε εκείνη έχει πειστεί πως ΔΕΝ ζούμε σε Μάτριξ, σε μια προσομοίωση. Μάλιστα, αυτό —το ότι ΔΕΝ ζούμε σε προσομοίωση— δεν μπορεί να αποδειχτεί, όπως μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε το επιχειρήσει στα σοβαρά για λίγη ώρα, εξαντλώντας όλη την επιχειρηματολογία του. Όμως δεν έχει σημασία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε θα αλλάξει ποτέ.

Όχι, ούτε η γάτα μου δεν έχει πειστεί, αλλά απλώς αδιαφορεί. Απλώς δεν τη νοιάζει. Όχι ότι νοιάζει εμένα, φυσικά. Δεν έχει καμιά σημασία. Εδώ δεν νοιάζει ούτε καν εκείνους τους τύπους που φοράνε αυτά τα τισέρτ με την ανόητη στάμπα και διατείνονται ότι ξέρουν «πώς δουλεύουν οι υπολογιστές». Δεν ξέρουν. Είναι πιόνια του συστήματος, έστω εν αγνοία τους. Ρόλοι. Κανείς δεν ξέρει πώς δουλεύουν οι υπολογιστές ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ, στο χαοτικό εσωτερικό τους, γιατί όλοι (ενδεχομένως) ζούμε σε περιβάλλον Μάτριξ. Ο HAL κάνει όλη τη δουλειά, και ο HAL δεν έχει τίποτε να μας πει, πουθενά να μας βοηθήσει, και καμιά έγνοια να το κάνει. Εμείς βοηθάμε τον HAL. Είμαστε (ενδεχομένως) η τροφή του.

Έχω την εντύπωση —οι νευρώνες μου την έχουν, αυτό το κομμάτι νευρικού συστήματος που μου αναλογεί, κάτι ίσως παλιό και ξεφτισμένο, κουρασμένο από τους διαρκείς υπολογισμούς— πως γράφω στον υπολογιστή μου για το γεγονός ότι δεν εμπιστεύομαι την πραγματικότητα όπως μάς παρουσιάζεται —αν και δεν μου καίγεται καρφί γι’ αυτό— επειδή δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να ξέρει πώς ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ δουλεύει το όλο σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα είμαι (ενδεχομένως) συνδεδεμένος σε μια πελώρια μηχανή, μια υπερμηχανή, βυθισμένη χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει ΠΑΝΩ στην επιφάνεια, και τι πράγματα βοούν εκεί, συστρέφουν τους πλοκάμους τους και καταριούνται τους ουρανούς. Και έχω την εντύπωση —πολύ ζωντανή, εδώ που τα λέμε— πως το μυαλό μου, μιας και μιλάμε για υπολογιστές, πηγαίνει αρκετά πίσω, στα τέλη της δεκαετίας τού ’70 και στις αρχές των 80s, όταν τελείωνα το σχολείο. Μπορεί μεν ποτέ μου να μην ήθελα να σπουδάσω κάτι σχετικό, όχι με υπολογιστές —δεν τους ξέραμε καν τότε, κι ας αγαπούσαμε το διάστημα και την εξερεύνηση των εσχατιών του σύμπαντος, έτσι αόριστα και χαλαρά—, αλλά γενικά κατιτί των θετικών επιστημών, μολαταύτα στο Α΄ Γυμνάσιο και Λύκειο Αρρένων Χαριλάου που έβγαλα το ’81 δεν υπήρχε καν η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να πας στις θεωρητικές επιστήμες, στις επιστήμες του ανθρώπου κλπ.: ήσουν αποσυνάγωγος έτσι και δήλωνες «Κλασικό». Παίζει να σε πετάγανε και στη θάλασσα — εννοώ, για πλάκα, μην πάει ο νους σας πουθενά αλλού. Το Κλασικό ήταν κάτι που δεν έπαιζε: «Gayyy!» Ήμασταν Αρρένων, είπαμε, και ξέραμε μόνο το Πρακτικό, τη μόνη επιλογή για άντρες. Oh well.

Καλά πήγε αυτό.

Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι πως κάνει ζέστη, πως είναι ανυπόφορο να βρίσκεσαι έξω, πόσο δε μάλλον ντυμένος-στολισμένος σαν τον Μπάροουζ ή βαμμένη σαν να παίζεις σε τελικό συγχρονισμένης κολύμβησης, πως το βράδυ δεν άναψα το κλιματιστικό γιατί εκεί κατά τις 11 έκανε ένα κάποιο ρεύμα και τάχα αρκούσε αυτό, αλλά τα πράγματα κάποια στιγμή άλλαξαν μέσα στη νύχτα, και η υγρασία ήρθε και στρογγυλοκάθισε επάνω μας και μετέτρεψε τον ύπνο μας σε έναν λήθαργο από τον οποίο σηκώθηκα με πόνο και παράπονο, σαν να γεννιόμουν ή σαν να ξεκολλούσα από κάτι γλιστερό και κολλώδες, μια παράξενη βλέννα ή λάδια μηχανής, ή και τα δύο. Η πρωινή μας βόλτα, αυτή των 5, ήταν ένα βάσανο, οι καλημέρες μας με τη νεραντζιά που εσχάτως υιοθετήσαμε και ποτίζουμε κάθε χάραμα ειπώθηκαν με κλειστά δόντια και χωρίς όρεξη, και ώσπου να γυρίσουμε στο σπίτι, να κλείσουμε τα παράθυρα, να ανοίξουμε το αιρκοντίσιον και να πετάξω τα ρούχα μου —και για κάνα δεκάλεπτο μετά— πίστευα πως θα πάθω κάτι, όπως άλλωστε και τα έρμα τα σκυλάκια μας που ανέπνεαν με ταχύτητα και με τη γλώσσα κρεμασμένη και με θόρυβο, κοιτώντας με λοξά, όλο απορία και θάμβος, παρακαλώντας δειλά να τα βοηθήσω.

Θα περάσει κι αυτό, τους είπα από μέσα μου και λίγο τα χάιδεψα —η γούνα τους έκαιγε—, όπου να ’ναι έρχονται βροχές, και κρύα, και μετά όλο αυτό ξανά από την αρχή, και ξανά πάλι, και πάλι, και όλα (ενδεχομένως) θα πάνε καλά. Όπου κι αν είμαστε, όπως κι αν είμαστε. Όποια και να ’ναι η πραγματική πραγματικότητα. Το ίδιο που λέω και σε όλους μου τους φίλους, και βέβαια και σε μένα τον ίδιο όποτε τυχαίνει να με πάρει από κάτω. Άλλωστε, το πιο καλό, το πιο ατράνταχτο αντεπιχείρημα για τους χαζούς που διατείνονται ότι ζούμε σε προσομοίωση —για όνομα του καλού Θεού δηλαδή— είναι αυτό: σε ένα Μάτριξ, φίλε, κανείς δεν θα ίδρωνε, κανείς δεν θα κρύωνε, κανείς δεν θα πείναγε, κανείς δεν θα χρώσταγε ΦΠΑ και δόσεις, και κανείς δεν θα χρειαζόταν να τρώει αβοκάντο· σε ένα Μάτριξ, τα καλοκαίρια όλοι θα καθόμασταν στην αμμουδιά γύρω από τη φωτιά, θα φιλιόμασταν στο στόμα και θ’ ακούγαμε Λοΐζο από το κασετόφωνο, και ένας με σγουρό μακρύ μαλλί θα έπαιζε κιθάρα και θα μάζευε γύρω του όλα τα κορίτσια.

Δεν θα είχαμε καν πετσέτες, γιατί σε εκείνες τις ηλικίες —μάλλον θα ήμασταν όλοι του λυκείου— δεν τις χρειάζεσαι, και τα κουνούπια δεν θα μας πλησίαζαν και δεν θα μας τσιμπούσαν στα μπράτσα, χορτάτα από 0 και από 1.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ