Πολεις

Το ημερολόγιο της Δευτέρας | 07.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Κοιτάζω τον τοίχο, κοιτάζω τη μονίμως κλειστή τηλεόραση πάνω από τον διάδρομο γυμναστικής, κοιτάζω τα δύο μπαλκόνια τής απέναντι πολυκατοικίας στον ακάλυπτο —τα παντζούρια τους είναι κλειστά μέρες τώρα—, το λευκό μπλουζάκι που γράφει BLADE RUNNER και έχω αφήσει κάπως άτσαλα πάνω σε ένα ονυχοδρόμιο, την άδεια κούπα μου με τον καφέ πάνω στο γραφείο, την οθόνη του υπολογιστή, όπου με κοροϊδεύει με τη γλώσσα έξω το χθεσινό ημερολόγιο. «Αλλά και πάλι εγώ είμαι εγώ, δεν είμαι ήρωας μυθιστορήματος. Κι αν όμως είμαι; Κι αν όμως ήμουν; Τι μυθιστόρημα θα ήταν αυτό; Τι βιβλίο θα ήταν η ζωή μου; Δεν έχω ιδέα. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το βρω παρά μονάχα φτιάχνοντας έναν χάρτη». Κάπως έτσι.

Ωραία λοιπόν. Έναν χάρτη. Ή μάλλον: τα όρια του χάρτη που είναι ο κόσμος μου. Είναι κάτι. Είναι μια αρχή. Μπορώ να το κάνω.

Κάτω από το σπίτι —από πού αλλού να ξεκινήσω;— είναι, απ’ τη μια μεριά, ένα μαγαζί που φτιάχνει σάντουιτς με απωανατολίτικα ψωμάκια και, από την άλλη, όπως βγαίνουμε δεξιά, η αποθήκη της ταβέρνας που έχουμε απέναντι. Προχωρώντας δεξιόστροφα είναι η κάβα με το άδειο βαρέλι-τραπεζάκι έξω στο πεζοδρόμιο, δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών, όπου στέκονται και δοκιμάζουν κρασιά, ή έστω τα δοκιμάζουν σαν πρόσχημα, οι πελάτες, οι υπάλληλοι και οι φίλοι τους· πιο εκεί ήταν μέχρι προχθές το φαρμακείο, αλλά έκλεισε όμως τις προάλλες, μεταφέρεται σε άλλη γειτονιά· ακόμη πιο πέρα, ένα κάπως άχρωμο μαγαζί με γυναικεία ρούχα και αξεσουάρ. Ένα ή δύο παλιά σπίτια στη σειρά, παραπέρα, που χρειάζονται ανακαίνιση· το ένα τους κουβαλά μια ύποπτη ιστορία. Η πολυκατοικία που φιλοξενεί τα Airbnb διαμερίσματα. (Να θυμηθώ να μάθω τι έγιναν εκείνοι οι τουρίστες). Στη γωνία είναι το μαγαζί με τα δερμάτινα και τον ωραίο, ευσταλή ιδιοκτήτη που συχνά δίνει και συνεντεύξεις. Περνώντας τον δρόμο απέναντι είναι ένα υπόγειο ραφτάδικο, και δίπλα του ένα μαγαζάκι με γυναικεία ρούχα, επίσης υπόγειο, φτηνό πολύ, με εκπτωτικές επιγραφές καμωμένες στο χέρι κολλημένες στα τζάμια. Ένα κομμωτήριο λειτουργεί στον πρώτο όροφο, κι ένα άλλο είναι λίγο πιο δεξιά και προς τα πάνω, ισόγειο αυτό. Προχωρώντας στα αριστερά είναι άλλη μια κάβα, πιο εκλεκτική αυτή, πιο ήσυχη, που έχει πάρει το όνομά της από τον τίτλο ενός μεγάλου μυθιστορήματος. Στη γωνία, ο δρόμος ξεκινά αρχικά χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, και είναι γεμάτος παρκαρισμένα μηχανάκια, ενώ σε είκοσι βήματα περνάς μπροστά από ένα άσχημο κτίριο γραφείων για συνδικαλιστικές οργανώσεις, που σου σφίγγει την καρδιά. Πιο κει όμως είναι το μεγάλο κατάστημα ρούχων της γειτονιάς, που το δίδυμό του είναι απέναντι και αριστερά, στη γωνία. Είναι όμορφα, ίσως· με έναν περίεργο τρόπο. Αμέσως μετά είναι το μεγάλο πάρκινγκ των δύο επιπέδων, έπειτα ένα μικρό κομμωτήριο, μια μικρή μπουτίκ, και το ωραίο καφέ-μπαρ της γωνίας. Παντού έχει νεραντζιές. Διασχίζεις βιαστικά τον δρόμο, περνάς από τα οπτικά, φτάνεις στο καινούργιο μεγάλο, μοντέρνο κουρείο για νεαρά αγόρια —έχει άλλο ένα παρόμοιο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, λίγο πιο πριν—, και κάπου εκεί, κι ενώ έχεις ήδη απομακρυνθεί αρκετά από την εστία σου και τα μαγαζιά αρχίζουν και θολώνουν κάπως, βλέπεις μία μπουτίκ ακόμη, ένα στεγνοκαθαριστήριο, ένα κοσμηματοπωλείο — τέτοια. Στη γωνία είναι το πολυτελές εστιατόριο-καφέ-τραπεζαρία του καινούργιου ξενοδοχείου. Περνάς ακόμη έναν δρόμο, πιο φαρδύ από τον προηγούμενο, με μία μεγάλη μπουτίκ ακόμα στη γωνία, και άλλο ένα πάρκινγκ λίγο πιο εκεί, επίσης με υπόγειο (έχει άλλο ένα απέναντι), και ακόμη ένα ή δύο μικρά μαγαζιά με ρούχα. Στη γωνία, είναι το μαγαζάκι με τα γλυκά και τους καφέδες. Απέναντί του υπάρχει άλλη μία μπουτίκ —μάλλον—, λίγο πιο πέρα ένα μαγαζί με μαγιό και άλλα ελαφριά ρούχα, με μεγάλες οθόνες στη βιτρίνα του. Στη γωνία πουλάνε ρούχα πάλι, τι άλλο, και στρίβοντας δεξιά βρίσκεις ένα κατάστημα με δερμάτινα μπουφάν. Και ένα ακόμη καφέ με γλυκά και σφολιάτες. Και ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ. Και ένα-δυο μαγαζιά για φιλίππους που στοιχηματίζουν και μιλάνε δυνατά ρουφώντας καφέ, βρίζοντας τις ομάδες, τους πολιτικούς, και γελώντας άσχημα. Απέναντι, το σύμπλεγμα κτιρίων της Μητρόπολης, με τον ναό και τον αυλόγυρό του από την πέρα μεριά. Στη γωνία είναι μια τράπεζα, και πιο εκεί, στα δεξιά —επιτέλους γυρίζεις πίσω—, ένα κοσμηματοπωλείο ακόμα, ένα μαγαζί με προϊόντα για άτμισμα, κάποιοι που φτιάχνουν αρώματα ή κάτι τέτοιο, μαγαζιά που πουλάνε είδη προικός, λευκά είδη, στρώματα, κοσμήματα, και ένα φαρμακείο ακόμα. Το μαγαζί με το σούσι στη γωνία. Η στάση του λεωφορείου. Νυχάδικα. Ένα μαγαζί που πουλάει σοκολατάκια. Ένα κοσμηματοπωλείο με φο-μπιζού. Καναδυό κυλικεία μεταμφιεσμένα σε καφέ. Ένα περίπτερο. Η κλινική. Είναι μεγάλη. Απέναντι στον ίδιο δρόμο, διασχίζοντας το στενάκι, είναι ένα μαγαζί που πουλάει παγωτά. Πιο εκεί, ένα άλλο που πουλάει μοντέρνα κοσμήματα, και ένα άλλο που φτιάχνει περούκες. Λίγο πριν τη γωνία, είναι το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Και δίπλα του μια γκαλερί, και ένα εργαστήριο ηλεκτρονικών μηχανημάτων που κανείς δεν χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες· μέσα, ζούνε τρεις γάτες, 24/7. Στη γωνία πουλάνε χαλιά και μικροέπιπλα, και λίγο πιο πριν στρώματα και κρεβάτια. Δεξιά και προς τα κάτω, οι τουρίστες τρώνε σουτζουκάκια, και στη γωνία ακόμη πιο παρακάτω ψάρια. Απέναντι, στα αριστερά, είναι το σιντριβάνι· ίσια κάτω, στην άλλη άκρη του στενού, η ταβέρνα. Πηγαίνετε πού και πού εκεί, και είστε φίλοι με τον συνονόματό σου σερβιτόρο. Περνάς απέναντι, στο σιντριβάνι, το κυκλώνεις, κοιτάς το νερό του, κοιτάς τα σκουπίδια που αφήνουν οι περαστικοί εκεί, αναστενάζεις, στρίβεις πάλι δεξιά, ξαναπερνάς απέναντι, και φτάνεις στο μαγαζί που φτιάχνει σάντουιτς με απωανατολίτικα ψωμάκια. Δίπλα, είναι η πόρτα της πολυκατοικίας σου. Τέλος του κύκλου. Αυτός ήταν ο χάρτης του κόσμου σου, αυτά ήταν τα όριά του.

Υπάρχουν βέβαια και οι τέσσερις μικροί κάθετοι δρόμοι που δεν περιέγραψες: ο πρώτος, κοντά στο σπίτι σου, έχει πιο κάτω το μαγέρικο που τρώτε όταν δεν έχεις μαγειρέψει σπίτι· ο δεύτερος, δεξιά από το καφέ-μπαρ με το μεγάλο ξενοδοχείο απέναντί του, φιλοξενεί πέντ’-έξι μικρά συνοικιακά μαγαζάκια, ένα ραφτάδικο για γαμπρούς, μια γκαλερί, μια υπόγεια ακριβή μπουτίκ, και το κουρείο σου, ενώ στα αριστερά του, προς τα κάτω, είναι μια-δυο έθνικ ταβέρνες και κάτι άλλα που δεν τα θυμάσαι γιατί δεν πας ποτέ προς τα εκεί· ο τρίτος, δεξιά από το εστιατόριο του καινούργιου ξενοδοχείου, δεν έχει πολλά: το ξενοδοχείο βέβαια, ένα γραφείο ταξιδίων, ένα μαγαζί που πουλάει κράνη για μοτοσικλέτες, αυτά· και απέναντι ένα μαγαζί με γραβάτες, ένα με ακριβά έπιπλα, και ένα άλλο, λίγο πιο ψηλά, με επίσης ακριβές επώνυμες τσάντες αλλά δεύτερο χέρι· ο τρίτος, δεξιά από το καφέ με τα γλυκά, που είναι και ο πιο μικρός, έχει ένα-δυο ζαχαροπλαστεία, ένα φαρμακείο, ένα βιβλιοπωλείο, ένα μαγαζί που πουλάει παιχνίδια, ένα πάρκινγκ ακόμα. Αυτά. Αυτός είναι ο χάρτης σου. Δεν χρειάζεται καν να πεις τι υπάρχει στις απέναντι μεριές των δρόμων που τον ορίζουν.

Και λοιπόν; θα πεις. Και τι μ’ αυτό; Δεν βρήκες βέβαια το βιβλίο που θα ήταν η ζωή σου. Όλα αυτά είναι σκέτα πράγματα, σημεία, χώροι. Είναι ένας χάρτης. Δεν είναι συστατικά κάποιας αφήγησης.

Όχι, όχι, δεν νομίζω. Είναι ακριβώς αυτό, ναι: συστατικά. Αλλά είναι κάτι, ας μη χάνουμε τις ελπίδες μας. Είναι ένα πλαίσιο για να ξεκινήσουμε. Απλώς… ναι… λείπει ασφαλώς ακόμη και η ίδια η αφήγηση —πώς αλλιώς;—, λείπει ακόμη και η ιδέα, η πρώτη, η κυρίως, το κινούν αίτιον, λείπει οπωσδήποτε το κεντρικό θέμα, λείπουν και οι δυο-τρεις μικρότερες υποστηρικτικές ιδέες, που είναι άλλο τόσο απαραίτητες όσο και η βασική. Δεν υπάρχει κάποιου είδους σκελετός με αρχή, μέση και τέλος, ούτε εκείνα τα επιμέρους επεισόδια που ενώνουν αυτές τις «κρίσιμες» στιγμές. Έχουμε μόνο τις βασικές τοποθεσίες, ναι, και τις άλλες, τις «μικρότερες», που κι αυτές κάποια στιγμή ίσως παίξουν έναν κάποιο ρόλο. Αλλά, πέραν εμού —και άσε τώρα την κεντρική ιδέα του βιβλίου-που-είμαι-εγώ—, πέραν εμού δεν υπάρχει και άλλος ήρωας. Και τι να τον κάνεις τον ένα και μοναδικό όταν δεν έχεις άλλους: έναν σύμμαχο, έναν μέντορα, έναν δευτερεύοντα κακό, έναν βασικό κακό; Πώς μπορείς να χτίσεις μια ιστορία, μια οποιαδήποτε ιστορία, αν δεν τους έχεις όλους αυτούς, αυτό τον μικρό, ιδιωτικό θίασο; Πόσο εύκολα μπορείς να τα χάσεις αν είσαι μόνος. Στη ζωή, στα βιβλία, στις αφηγήσεις, παντού. Να τα χάσεις, να χαθείς, και να μην μπορέσεις ποτέ να ξαναβγείς από αυτό τον λαβύρινθο της μιας ολόισιας γραμμής όπου είσαι Θησέας και Μινώταυρος μαζί.

Και, ακόμα χειρότερα: είμαι το βιβλίο που θα οργανωθεί μέσα στα όρια του χάρτη μου, μόνο εφόσον επιλέξω να κάνω κάτι — να ζήσω μία περιπέτεια — να αναλάβω μία αποστολή — να σώσω έναν κόσμο — να αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Όλοι αυτό δεν κάνουν; Ναι, όλοι αυτό κάνουν.

Τι μπορώ λοιπόν να κάνω έξω από τους τοίχους του σπιτιού μου, πέρα από τη μονίμως κλειστή τηλεόραση πάνω από τον διάδρομο γυμναστικής, μακριά από τα δύο μπαλκόνια τής απέναντι πολυκατοικίας, στον ακάλυπτο, που τα παντζούρια τους είναι κλειστά μέρες τώρα, φορώντας το λευκό μπλουζάκι που γράφει BLADE RUNNER και που τώρα έχω αφήσει κάπως άτσαλα πάνω σε ένα ονυχοδρόμιο, αφήνοντας άδεια την κούπα μου με τον καφέ πάνω στο γραφείο γιατί τώρα πια δεν έχω χρόνο να φτιάξω άλλον, και αδιάβαστη την οθόνη του υπολογιστή, όπου με κοροϊδεύει με τη γλώσσα έξω το χθεσινό ημερολόγιο;

Μπορώ να βγω —πες— μια βόλτα με τα σκυλάκια μας, μέσα στη ζέστη και στο φως του ήλιου. Ναι; Ναι. Και μετά; Και μετά ίσως… ίσως δω κάποιον σε ένα από αυτά τα μαγαζιά ή τα παλιά σπίτια, κάποιον που ήξερα από παλιά, μα που είχα πάρα πολλά χρόνια να τον δω. Ίσως με δει κι εκείνος μέσα από ένα παράθυρο, και βγει έξω για να με παρατηρήσει καλά-καλά από κοντά και να διαπιστώσει αν πράγματι είμαι εγώ, κρατώντας με σφιχτά από τα μπράτσα, με έναν τρόπο που με πονάει. Ίσως με κοιτάξει με απορία και γουρλωμένα μάτια, γιατί για κάποιο λόγο —φαίνεται να λέει— πίστευε πως δεν γινόταν να με ξαναδεί. Ίσως μείνω με ανοιχτό το στόμα κι εγώ, και ελευθερωθώ από τις αρπάγες των χεριών του με ένα τίναγμα, και τραβήξω και τα σκυλάκια μου από κοντά του, που είχαν αρχίσει να τον μυρίζουν ανατριχιασμένα και επιφυλακτικά. Ίσως όλο το φως από πάνω μας να μαύρισε ξαφνικά, ο αέρας να έχασε την ορμή του, στάλες παράξενης βροχής να άρχισαν να πέφτουν επάνω μας, ίσως τα αυτοκίνητα να σώπασαν, και μόνο τα κοράκια να ακούγονταν από πάνω μας έτσι όπως άρχισαν να μαζεύονται στα μπαλκόνια μιλώντας το ένα με το άλλο στην ακαταλαβίστικη γλώσσα τους, με το φτέρωμά τους να στάζει. Ίσως να αρχίσαμε να προχωράμε βιαστικά και να στρίψαμε τη γωνία σχεδόν τρέχοντας, για να φύγουμε από κοντά του — γιατί ήταν τόσο παράξενος, γιατί ήταν τόσο ξένος, γιατί αυτό το παλιό σπίτι κουβαλούσε μια ύποπτη ιστορία, και γιατί μύριζε κάτι καθόλου αθώο, κάτι παλιό και χθόνιο. Ίσως να μας κυνήγησε, ή απλώς να ακούγαμε πίσω μας τα βήματά του, να πλατσουρίζουν μέσα στις λούμπες της βροχής. Αλλά τα έπνιγαν οι φωνές των κορακιών, και τα ρουφούσε το σκοτάδι γύρω από τη γειτονιά μας, αυτό το σκοτάδι που πλημμυρίζει τον χάρτη μου, από τα όριά του και προς τα μέσα.

Δεν ξέρω, είναι μια ιδέα. Αλλά δεν φαίνεται αρκετή για βιβλίο. Το πολύ-πολύ για ένα διήγημα. Αλλά τα διηγήματα είναι μόνο για τους πολύ νέους, που δεν έχουν ιδέα, και τους πολύ μεγάλους, που ξέρουν. Ας είναι. Πάω να κάνω καφέ. Έναν διπλό, δυνατό καφέ.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ