Πολεις

«Στη Σιβηρία» της Θεσσαλονίκης

Πάντα ήθελα να κάνω τον Υπερσιβηρικό

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
56691441_10157788240793974_7082717507114500096_o.jpg

Στη «Σιβηρία» της Θεσσαλονίκης: Η Ελένη Σταματούκου μοιράζεται ιστορίες και αναμνήσεις από την πόλη

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: 

Adios Nonino - Astor Piazzolla

Την προηγούμενη Κυριακή πήγαμε σε ένα εστιατόριο κοντά στην οδό Τοσίτσα, στη «Σιβηρία». Δεν ήξερα ότι και η Θεσσαλονίκη έχει Τοσίτσα. Ένας φίλος που δεν βλεπόμαστε πια, αλλά μεγαλώσαμε σχεδόν μαζί, είχε γράψει κάτι για την Στάση Τοσίτσα στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα για εκείνους που συναντάς στις στάσεις των λεωφορείων και μετά τους χάνεις εξαιτίας της πόλης.

Πάντα ήθελα να κάνω τον Υπερσιβηρικό, κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Προς το παρόν μαζί με τους φίλους φάγαμε ρωσικό φαγητό και ήπιαμε ρωσική καυτερή βότκα με μέλι και κόκκινη πιπεριά. Σε όλη τη διάρκεια του γεύματος προσπαθούσα να σκεφτώ σε ποια ταινία υπάρχει μαγαζί με το όνομα «Σιβηρία». Στο «Όλα είναι Δρόμος» του Βούλγαρη υπήρχε το «Βιετνάμ», η «Σιβηρία» όμως; Αν υπήρχε πράγματι ταινία η «Σιβηρία» θα ήταν σίγουρα μια καντίνα ακουμπισμένη, σχεδόν ξεχασμένη στο δρόμο προς Καβάλα. Και η ταινία θα αφορούσε ένα ταξίδι όχι προς την ανατολή ή τη δύση, αλλά προς κάπου στο ενδιάμεσο, στα Βαλκάνια.

Και όσο τρώγαμε συζητάγαμε για τον ΠΑΟΚ, που αν νικούσε, θα έπαιρνε το πρωτάθλημα, για το δυστύχημα στα Τέμπη 15 χρόνια πριν, που κόστισε τη ζωή σε 21 μαθητές. Για τον Κυριακίδη έναν Θεσσαλονικιό φωτορεπόρτερ, που είχε έναν βοηθό που του κουβάλαγε μια σκάλα κάθε φορά που έτρεχε να κάνει θέμα. Για το In-Edit festival, το φεστιβάλ με τα μουσικά ντοκιμαντέρ και τον Άστορ Πιατσόλα. Για τις εκλογές που πλησιάζουν, για τα πάρτι και τα ποτά, για τα ταξίδια τα μακρινά. Τη συζήτησή μας διέκοψε η ευγενική φιγούρα ενός κύριου, ο οποίος μπήκε στο μαγαζί και κάθισε στο απέναντι τραπέζι. Και όσο οι φίλοι μου έλεγαν ιστορίες για την πόλη, εγώ τον παρατηρούσα κρυφά. Αυτός είχε βγάλει από την τσάντα του ένα χοντρό βιβλίο και σημείωνε κάτι πάνω σε αυτό, ενώ παράλληλα ανασήκωνε το κεφάλι του και μας περιεργαζόταν για μερικά δευτερόλεπτα. «Δεν μπορεί μάλλον μας ζωγραφίζει», σκέφτηκα. Φεύγοντας πήγα να τον ρωτήσω τι ζωγράφιζε τόση ώρα. «Έτσι σας είδα», μου είπε. Δεν ήξερα τι να του πω. Πρώτη φορά με σκίτσαρε κάποιος. Μονάχα προσπάθησα να με δω και εγώ σε αυτό που είδε εκείνος. Τον ευχαρίστησα αμήχανα και τον ρώτησα αν ήταν ζωγράφος και μου απάντησε ότι αυτό είναι το πάθος του.

Σάββατο απόγευμα. Καθόμαστε στο Ολύμπιον, ο φίλος μου ο Άγγελος μας έχει κλείσει εισιτήρια για να δούμε το «The years of the shark», ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον Αργεντίνο μουσικό Άστορ Πιατσόλα. Θάλασσα, κύματα, καρχαρίες και μια μουσική ιδιοφυία που πάλεψε για τα όνειρά του. Ο Πιατσόλα ήταν τόσο δυνατός απέναντι στη ζωή λόγω του ότι όταν ήταν μικρός γεννήθηκε με ένα πρόβλημα στο ένα του πόδι, έτσι είπε ο γιός του ο Ντάνιελ. Ο Μέγας Άστορ, όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, άλλαξε τον τρόπο που ακούμε τανγκό, θύμωσε με την Αργεντινή που δεν τον αναγνώριζε όσο του έπρεπε, και δε μιλούσε με τον γιό του για 10 ολόκληρα χρόνια, ενώ εκείνος είχε πάρει μόνο αγάπη από τον δικό του πατέρα. Η Νέα Υόρκη τον σημάδεψε, είναι η πόλη που έζησε παιδί και μετά ενήλικας. Αυτή η μακρινή Αμερική. Και όσο ο Άστορ έπαιζε το παντονεόν του, δυο κύριοι στις πίσω θέσεις έχουν λουφάξει στις βελούδινες μπορντό θέσεις του Ολύμπιον και ροχαλίζουν. Μας πιάνουν τα γέλια.

Κυριακή νωρίς το πρωί. Ξεχασμένοι από χθες το βράδυ φίλαθλοι του ΠΑΟΚ φωνάζουν συνθήματα περνώντας από τη Ναυαρίνου. Η γειτονιά μου ακόμα κοιμάται και εγώ ακούω το «Adios Nonino», το κομμάτι που έγραψε ο Πιατσόλα για τον πατέρα του, και που εξαιτίας αυτού μπόρεσε και βρήκε τα χρήματα για να επιστρέψει με την οικογένειά του από την Αμερική στην Αργεντινή.

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ