Life in Athens

Η ευτυχία να περπατάς καλοκαίρι στην πόλη: Ακρόπολη από την Αρδηττού

Εκεί είναι η περιοχή που η καρδιά μου μαλακώνει

loukas-velidakis.jpg
Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 876
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ακρόπολη από την Αρδηττού: Η προσωπική διαδρομή του Λουκά Βελιδάκη

Ακρόπολη από την Αρδηττού: Η προσωπική διαδρομή του Λουκά Βελιδάκη

Το να αποφύγεις τα κλισέ όταν η αγαπημένη για σένα περιοχή της πόλης είναι το πιο εμβληματικό της σημείο είναι απόπειρα δύσκολη, εγχείρημα απαιτητικό. Πάνω στον βράχο του Άρειου Πάγου, η Αθήνα απλώνεται σαν χαλί τριγύρω. Νιώθεις παρατηρητής στην κορυφή της – δίπλα σου πυργώνεται η Ακρόπολη, εκεί ακριβώς η θέα σού παίρνει την ανάσα. Κοιτάς τον Παρθενώνα, ειδικά τη νύχτα, και δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Περιγράφοντας την ιδιοσυγκρασία του Ζορμπά, ο Καζαντζάκης είχε αναφερθεί σε αυτήν την πρωτόγονη χαρά που ανέβλυζε από μέσα του στη θέα του ωραίου – μία παρθένα οπτική ακόμα κι αν είχε δει ξανά και ξανά το ίδιο σκηνικό. Κάπως έτσι βιώνω τη σχέση μου με τον Παρθενώνα, ως τη μεγάλη σταθερά της πόλης. Όλο τον χρόνο, σε κάθε εποχή. Αν έπρεπε τώρα, χωρίς δικαίωμα δεύτερης σκέψης, να επιλέξω μία εμπειρία που με έχει σημαδεύσει από την πόλη, θα επέλεγα τη στιγμή εκείνη, τότε στις σκοτεινές ημέρες της πρώτης καραντίνας, όταν βρέθηκα ολομόναχος επάνω στον Άρειο Πάγο. Ψιχάλιζε. Γκρίζος, δυστοπικός ο ουρανός, βαριά και εμβληματική η Ακρόπολη. Μόνος σε ένα σημείο κατάφορτο με Ιστορία. Πήρα κουράγιο, γέμισε η ψυχή και οι πνεύμονες μαζί.

Η σχέση μου με την Ακρόπολη και τις τριγύρω μαγικές της γωνιές είναι μυσταγωγική. Αργά τις νύχτες, επιστρέφοντας από τη δουλειά, ανεβαίνοντας την Αρδηττού, πάντα στρέφω το βλέμμα δυτικά, κοιτάω τον Παρθενώνα, είναι εκεί, για ένα δεύτερο, μια πλημμυρίδα ομορφιάς, και συνεχίζω.

 

Ακρόπολη από την Αρδηττού: Η προσωπική διαδρομή του Λουκά Βελιδάκη

Το καλοκαίρι, το ίδιο μα κι αλλιώς συνάμα: Τους χαίρομαι τους τουρίστες, τους κοιτώ και ευφραίνεται η ψυχή – είναι εδώ, απ’ όπου κι αν ήρθαν για να βιώσουν κι αυτοί το σύμβολο το αιώνιο, να κοινωνήσουν από τη μαυλιστική ομορφιά του. Κάποτε είχα διαβάσει ότι ο Φρόιντ, επισκεπτόμενος την περιοχή, είχε εντυπωσιαστεί διότι οι Έλληνες επέλεξαν να βαφτίσουν «οδό Θεωρίας» τον δρόμο στους πρόποδες της Ακρόπολης. Την άλλη μέρα πήγα κι εγώ, να ζήσω την εμπειρία, να δω τι σημαίνει να περπατάς στην οδό Θεωρίας. Ήταν οι πρώτες ημέρες της επιστροφής μου στην πόλη, 21 χρόνια πριν, και έκτοτε μπήκε σφραγίδα – εκεί είναι η περιοχή που η καρδιά μου μαλακώνει, που όλα παίρνουν διάσταση διαφορετική, βάζω τάξη στο χάος. Και πάντα επιστρέφω, με την παρθένα οπτική, τη ζορμπαδίστικη. Και τη χαρά της μοιρασιάς.

Ναι, είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγεις μία σειρά από κλισέ, έχοντας επιλέξει ως το «σημείο σου» ένα από τα θαύματα της ανθρωπότητας, μα δεν πειράζει. Πλάκα, Μοναστηράκι, Θησείο, Αναφιώτικα, Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου. Ίσως από τις πιο όμορφες βόλτες του κόσμου, πλάι μας. Ένας κύκλος στον οποίο είναι αδύνατον να μη βρεις κάτι που να σ’ αρέσει, να μη νιώσεις τη θεραπευτική του ενέργεια που μαλακώνει τα πιο βαριά πάθη. Επιστρέφω ξανά και ξανά, επιδιώκοντας συχνά να καταλάβω γιατί με τραβάει η περιοχή μαγνητικά, γιατί στις χαρές μα και στις λύπες μου εκεί με οδηγεί ο δρόμος. Είναι, ίσως, διότι εκεί «διαβάζω» μια σειρά από τις ιστορίες των Αθηναίων, εκεί εκβάλλει σαν ποταμός όλο το φορτίο, εκεί είναι ο πυρήνας, η καρδιά της πόλης. Εκεί όλα μοιάζουν πιο όμορφα, περιορίζεις τα ζόρια και καταλαβαίνεις την πόλη καλύτερα ίσως και τον εαυτό σου σε μία πολύπλευρη διανοητική άσκηση.

Νύχτες βαθιάς θλίψης, κοιτούσα από την Αρεοπαγίτου ψηλά τον βράχο. Ο Παρθενώνας είναι τόσο εμβληματικός που δύσκολα εγκλωβίζεις το νου σου σε κάτι άλλο – «έκλεβα» καθώς το βλέμμα παρέμενε ψηλά και έτσι τα υπόλοιπα, αυτοστιγμεί, έμοιαζαν μικρά. Αλλά κι από πάνω, στα βράχια του Άρειου Πάγου, μια πόλη κατάφωτη τη νύχτα, πάντα ενεός, αφήνοντας το βλέμμα να πλανάται πέραν του ορίζοντα, να χάνεται στα σκοτάδια του Λυκαβηττού και δίπλα το φως του Παρθενώνα, στον νότο το λιμάνι, η θάλασσα, δυτικά προάστια, βορράς, Φιλοπάππου, σκοτάδι, τόση μα τόση Ιστορία, εκατομμύρια άνθρωποι την ίδια ώρα και εσύ –ψηλά– να κοιτάς και οι σκέψεις βροχή, ιστορίες ολούθε, η Αθήνα βαριά και βαθιά αντιφατική, άσχημη πολύ μα πανέμορφη μαζί, όλα ταυτοχρόνως αλληλοκαλύπτονται, κι από εκεί πάνω οι ιστορίες της πόλης να ρέουν με έναν δικό τους ρυθμό και τα πάντα ν’ αποκτούν τη δική τους τάξη. Ένα σύμπαν αθηναϊκό, ερωτεύσιμο και ενοχλητικό, όλα μαζί και συνάμα χώρια, μα αυτή είναι η μοίρα της μητρόπολης και δη της πιο εμβληματικής, στο πιο εμβληματικό της σημείο: Να λέει και να φτιάχνει ιστορίες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ