Πολιτικη & Οικονομια

Η απολογία ενός «λαϊκιστή»

Αν δεν έχουν κληρονομήσει, αν δεν έχουν κύκλους, αν δεν έχουν τύχη, τότε χρειάζονται κάτι παραπάνω από τιμιότητα. Χρειάζονται ένα θαύμα.

Επιστήμη Μπινάζη
Επιστήμη Μπινάζη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η απολογία ενός «λαϊκιστή»
© Freepik

Η οικονομική εξόντωση της μεσαίας τάξης, οι μεγάλες ανισότητες, η αποχή από τη δημόσια ζωή και τα «πολιτικά θαύματα»

71% των καταθετών στην Ελλάδα έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς με υπόλοιπα μικρότερα των 1.000 ευρώ, όπως επισημάνθηκε σε χθεσινά δημοσιεύματα. Αν εξαιρεθούν όσοι διακινούν μαύρο χρήμα –πληρώνονται και ξοδεύουν εκτός τραπεζικού συστήματος–, απομένει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό που ζει στα όρια της επιβίωσης. Δεν έχει αρκετούς πόρους, δεν έχει ψυχικό απόθεμα, δεν έχει καν χώρο να παραδεχτεί ότι δεν αντέχει. 

Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν δυο και τρεις δουλειές. Όχι για να ξοδέψουν σε διακοπές ή να αποκτήσουν Tesla με leasing. Αλλά για να πληρώσουν τον ΕΦΚΑ, το ρεύμα, τα ενοίκια που φτάνουν σε επίπεδα φαντασίας. Εκτός από την οικονομική πίεση, κουβαλούν κι ένα άλλο βάρος. Τους άλλους. Αυτούς που ο Σαρτρ εντόπισε ως «την κόλαση». Όχι γιατί τους μισούν. Αλλά γιατί δεν τους καταλαβαίνουν.

Όταν κάποιος σε μια παρέα παραδέχεται ότι δεν έχει χρήματα για να πάει διακοπές ή για να βγαίνει συχνά έξω για φαγητό, αντιμετωπίζεται ως Βασιλάκης Καΐλας που υπερβάλλει για να προκαλέσει. Αλλά και να πείθει, μοιάζει σαν να προδίδει το συλλογικό αφήγημα πως «όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει». Αν πει «δεν βγαίνω οικονομικά», τον κοιτούν σαν να είναι μίζερος. Σαν να απογοήτευσε όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κι εκείνους που πίστεψαν ότι είχε όλα τα φόντα να γίνει «πετυχημένος».

Δεν είμαστε στη χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ, της πρώτης τετραετίας που η χώρα έσπαγε όλα τα ρεκόρ αυτοδημιούργητων πετυχημένων

Η μεσαία τάξη έχει κατακερματιστεί και μέσα στις ίδιες τις παρέες της. Μικροί κύκλοι με μεγάλες ανισότητες. Εκείνος που κληρονόμησε διαμέρισμα από τη θεία του, εκείνη που έχει πατρικό χωρίς δάνειο, εκείνοι που είχαν ένα κεφάλαιο από το σπίτι των γονιών, όλοι αυτοί βρίσκονται στην ίδια παρέα με αυτούς που ξεκινούν από το μηδέν. Όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά δεν ζουν την ίδια ζωή. Ο λόγος; Δεν είμαστε στη χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ, της πρώτης τετραετίας που η χώρα έσπαγε όλα τα ρεκόρ αυτοδημιούργητων πετυχημένων.

Είναι σκληρό αλλά είναι πραγματικότητα: ο φίλος που τα κατάφερε λίγο καλύτερα αρχίζει να αισθάνεται μια απόσταση. Όχι από κακία. Από αμηχανία. Από άρνηση να δει τη διαφορά. Έτσι, εκείνος που δεν τα κατάφερε, μένει μόνος. Και νιώθει και ένοχος. Που δεν μπόρεσε. Που δεν έχει. Που πρέπει να εξηγεί τα αυτονόητα: ότι είναι άλλο να έχει στήριξη και άλλο να προσπαθεί να χτίσει κάτι μόνος του, μέσα σε μία δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων.

Είναι τρομερά δύσκολο να εξηγηθεί ότι δεν είναι το ίδιο να πατά κανείς σε κάτι που κληρονόμησε, με το να χτίζει από το μηδέν μέσα σε μια δεκαετία κρίσεων. Και όλα αυτά που αποδίδονται συχνά στη Generation Z –η κόπωση, η αβεβαιότητα, η απελπισία, η δυσκολία να μπει κάποιος στο παιχνίδι– δεν είναι μόνο χαρακτηριστικά δικά της. Αφορούν εξίσου τους Μillennials. Αφορούν και τη Generation X. Όλους όσοι ξεκίνησαν από το τίποτα.

Κι ενώ πολλοί ζητούν κάτι παραπάνω, δεν είναι βέβαιο αν το αξιώνουν. Συνεχίζουν να επιβιώνουν. Ο καθένας όπως μπορεί, με τον τρόπο που μπορεί. Άλλοι με μεγαλύτερες δυνάμεις προσπαθούν να μπουν σε κύκλους που δεν ανήκουν, να ωφεληθούν, έστω κι αν είναι «ξένα σώματα». Άλλοι έχουν παραδώσει τα όπλα. Άλλοι φεύγουν στο εξωτερικό – παρά το αφήγημα περί brain gain. Άλλοι περιμένουν από την παρούσα κυβέρνηση μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις. Κι άλλοι έχουν πειστεί πως τίποτα πια δεν αλλάζει σ’ αυτή τη χώρα.

Όσο όλα αυτά δεν λέγονται, τόσο μαζεύονται. Γίνονται αποχή. Όχι μόνο από τις εκλογές. Από τη δημόσια ζωή. Από τις ειδήσεις. Από τη συλλογική ελπίδα. Όχι επειδή δεν ενδιαφέρονται. Αλλά επειδή κάνουν οικονομία δυνάμεων.

Οι Έλληνες πολίτες έχουν ωριμάσει. Τους ωρίμασε η κρίση. Τους ωρίμασαν οι αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, οι πολιτικές διαψεύσεις, η διάψευση της ίδιας τους της προσδοκίας. Γι’ αυτό και δεν πείθονται πια. Ούτε από τον «επαναστάτη της δραχμής» που καίει το αυτοκίνητο του νοικοκυραίου, ούτε από εκείνους που υποστηρίζουν τέτοιες πράξεις με άλλοθι μια δήθεν λαϊκή εξέγερση. Δεν πείθονται ούτε από όσους, από κυβερνητικές θέσεις, υπόσχονται ότι «μια εξεταστική επιτροπή» θα φέρει την κάθαρση σε σκάνδαλα που ξεπηδούν κάθε τόσο.

Έχουν γίνει απιστοί Θωμάδες. Κοιτούν και δεν πιστεύουν. Ακούν και περιμένουν να δουν. Κι αν δεν δουν, δεν ακολουθούν.

Στο μεταξύ, στη δημόσια σφαίρα επανεμφανίζονται πρώην λαοφιλείς πολιτικοί, πρώην κινήματα καλών προθέσεων, δυναμώνουν φωνές ακροδεξιών που πιστεύουν σε απομονωτισμούς και σκληρές λύσεις, και ακροαριστερών που αναπολούν τα έργα και τις ημέρες της 17 Νοέμβρη. Οι ώριμοι δημοκράτες δεν φωνάζουν. Δεν κυριαρχούν. Στριμώχνονται ανάμεσα σε κραυγές και περιμένουν – με αγωνία, αλλά και με επίγνωση.

Στην πολιτική δύσκολα γίνονται θαύματα. Πόσο μάλλον στον τραπεζικό τους λογαριασμό.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY