Κοσμος

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα και οι «finders keepers» σε ένα digital μέλλον

Θα δώσει τη λύση η νέα εποχή;

Ηλένα Κρητικού
Ηλένα Κρητικού
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο © GettyImages

Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, η αντίδραση του Βρετανικού Μουσείου και μια ματιά στο… ψηφιακό μέλλον

Finders keepers, λένε στη Βρετανία. Είναι ένας ιδιωματισμός, που σύμφωνα με το έγκριτο λεξικό Merriam-Webster, χρησιμοποιείται συνήθως από παιδιά για να ξεκαθαρίσουν ότι αυτό που βρήκαν θα το κρατήσουν και πως δεν έχουν καμία πρόθεση να το επιστρέψουν, γιατί αυτό προστάζει η «λαϊκή σοφία» και η παιδιάστικη πονηριά. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ότι τα παιδιά επικαλούνται τέτοιου είδους επιχειρήματα για να κερδίσουν, αλλά ότι παρόμοια τερτίπια υιοθετούν ενήλικες, δημόσιοι οργανισμοί, ή ακόμη και σοβαρά κράτη.

Το «finders keepers» θα μπορούσε να αποτελεί την κωδική ονομασία της στάσης της Βρετανίας έναντι του πάγιου αιτήματος της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Κατά καιρούς έχει διατυπωθεί με διαφορετικούς τρόπους, όπως: «Δεν τα έκλεψε ο Έλγιν, τα πήρε με φιρμάνι [και δεν τα δίνουμε πίσω]», «Δεν τα πριόνισε, τα βρήκε καταγής [και δεν τα δίνουμε πίσω]», αλλά και με πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες διατυπώσεις, όπως: «Το Βρετανικό Μουσείο ενώνει την παγκόσμια κληρονομιά [γι’ αυτό δεν τα δίνουμε πίσω]», «Η βρετανική κυβέρνηση δεν αλλάζει το νόμο του 1963 [γι’ αυτό το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να τα δώσει πίσω]».

Οι μυστικές συζητήσεις Αθήνας - Βρετανικού Μουσείου

Αυτό το τελευταίο, δε, είναι η νέα σελίδα στη διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Παρά ταύτα, ομολογουμένως τα πράγματα δείχνουν πιο αισιόδοξα για αυτήν την «εθνική υπόθεση» -πολύ περισσότερο από ποτέ μέχρι τώρα. Έτσι, τουλάχιστον, αφήνει να εννοηθεί η κυβέρνηση. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μετά τη συνάντηση με τον Βασιλιά Κάρολο στο Λονδίνο, μίλησε για momentum και δήλωσε αισιόδοξος για «win-win» λύση, η οποία θα «θα οδηγήσει στην επανένωση των Γλυπτών και θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες του Βρετανικού Μουσείου. Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης που κλήθηκε να σχολιάσει το ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα, περί προχωρημένων μυστικών συνομιλιών μεταξύ των δύο πλευρών, επιβεβαίωσε στον βρετανικό Guardian ότι βρίσκονται σε εξέλιξη «προκαταρκτικές συνομιλίες» και συναντήσεις με την ηγεσία του Βρετανικού Μουσείου, αλλά όπως και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου προτίμησαν να κρατήσουν κλειστά τα χαρτιά τους, λέγοντας ότι «απέχουμε από συμφωνία ή ανακοινώσεις». Άλλα μέσα ενημέρωσης εμφανίζονται υπεραισιόδοξα ότι θα έχουμε συμφωνία και επιστροφή (κάποιου τμήματος έστω) των Γλυπτών πριν από τις εκλογές -αλλά ίσως πρόκειται για αυτό ακριβώς: προεκλογική ευθυμία.

Πέραν του τι λέει η ελληνική κυβέρνηση όμως, υπάρχουν κάποιες πραγματικά ενδιαφέρουσες δηλώσεις και από την άλλη πλευρά: Ο εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο αλλαγής του νόμου του 1963, βάσει του οποίου το Βρετανικό Μουσείο δεν επιτρέπεται να μεταβιβάζει αντικείμενα, παρά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ενώ διακήρυξε ότι νομίμως κατέχει τα Γλυπτά το Μουσείο. Την ίδια ώρα το Βρετανικό Μουσείο, αν και επιβεβαιώνει ότι επιθυμεί μια νέα σχέση με την Ελλάδα για τον Παρθενώνα, παραμένει αμετακίνητο ως προς το ότι «δεν θα διαλύσει τη μεγάλη συλλογή που αφηγείται μια μοναδική ιστορία για την ανθρωπότητα» και την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Η ανάγνωση πίσω από τις γραμμές επιτρέπει να πιθανολογήσει κανείς με αρκετή ασφάλεια ότι η επανένωση των Γλυπτών θα υλοποιηθεί (αργά ή γρήγορα) και πως το κυρίαρχο ζήτημα αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Κάποια σενάρια θέλουν την ίδρυση παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου στην Αθήνα, προκειμένου να επιστρέψουν τα Γλυπτά, αλλά χωρίς να αμφισβητηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Win-win, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανησυχίες του Μουσείου, που λέει και ο πρωθυπουργός.

Το αίτημα επιστροφής των Χάλκινων της Μπενίν

Γιατί το Βρετανικό Μουσείο έχει κι άλλους μπελάδες στο κεφάλι του. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που ζητά την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, είναι και άλλες χώρες που θέλουν πίσω την πολιτιστική κληρονομιά τους που έχει κλαπεί και «φυλάσσεται» στο Λονδίνο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Χάλκινα της Μπενίν που «αφαιρέθηκαν» το 1897 από το ομώνυμο βασίλειο που τώρα αποτελεί τμήμα της Νιγηρίας. Η κλοπή διαπράχθηκε από στρατιωτική δύναμη της βρετανικής αυτοκρατορίας που άφησε πίσω της στάχτες. Στην περίπτωση των Χάλκινων της Μπενίν υπάρχουν περισσότερα και αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα για τη λεηλασία του παλατιού όπου στεγάζονταν οι πολιτιστικοί θησαυροί. Παρά ταύτα, τα λάφυρα (πάνω από 3.000 αντικείμενα) παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς και σε μουσεία άλλων δυτικών χωρών. Αποικιοκρατικό κατάλοιπο, είπατε; Μπίνγκο!

Το νόμιμο, το ηθικό και ο πολιτισμός των μουσείων

Η ρίζα του προβλήματος με (πολλά από) τα μεγάλα μουσεία δυτικών χωρών είναι ότι γέμισαν προθήκες και αποθήκες με τους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς χωρών που βρίσκονταν υπό κατοχή. Κι αν κάποτε αυτό ήταν αποδεκτό, το να παραμένουν τα λάφυρα στην ιδιοκτησία εκείνων που τα άρπαξαν, στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα οργανισμών και χωρών που θέλουν να αποκαλούνται πολιτισμένες. Το ίδιο το επιχείρημα περί προστασίας του πολιτισμού της ανθρωπότητας επιστρέφει σαν μπούμερανγκ σε εκείνους που το χρησιμοποιούν. Εντάσσεται η έννοια της λαφυραγώγησης στις κοινές αρχές και αξίες της Δύσης; Είναι αυτό πολιτισμός; Ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Νίκος Σταμπολίδης απαντά: «Θα πρέπει, όσοι υποστηρίζουν ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν 200 χρόνια αναπόσπαστης ιστορίας του Βρετανικού Μουσείου, να ξανασκεφτούν τι είναι τελικά ηθικό και δίκαιο». Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ethnos.gr επισημαίνει: «Υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι παγκόσμιο γιατί περιέχει έργα από πολλούς πολιτισμούς. Όμως, ένα μεγάλο μουσείο όπως το Βρετανικό, θα πρέπει να γνωρίζει και να διδάσκει το κοινό ότι η αρπαγή πολιτιστικών αγαθών από τις χώρες όπου αυτά δημιουργήθηκαν δεν είναι επιτρεπτή και δεν περιποιεί τιμή για ένα τέτοιο ίδρυμα. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα Παρθενώνεια έργα που δεν είναι μεμονωμένα αντικείμενα, αλλά αρχιτεκτονικά γλυπτά που ανήκουν στο σώμα του ύψιστου μνημείου, του Παρθενώνα, που αποτελεί την κορύφωση της κλασικής αισθητικής και παιδείας και, φυσικά, της Αθηναϊκής Δημοκρατίας -πρότυπο Δημοκρατίας από τότε έως σήμερα- καθώς και της υλικής αποτύπωσης και ανύψωσής της στο ιδεατό και το αιώνιο».

Και δηλαδή, να αδειάσει το Βρετανικό Μουσείο; Να αδειάσουν όλα τα μουσεία; Και πώς θα απολαμβάνουμε την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά; Θα πρέπει να πηγαίνουμε στη Νιγηρία για να δούμε τα Χάλκινα της Μπενίν; Τέτοιου είδους ερωτήματα βρίσκονται στην «καρδιά» της διαμάχης για την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Δεν είναι μια εύκολη συζήτηση και οι απαντήσεις δεν είναι προφανείς. Τα παιδιά της Νιγηρίας, πάντως, θα ήθελαν να μάθουν για την πολιτιστική κληρονομιά τους, αλλά οι εκδρομές στο Λονδίνο είναι μάλλον εκτός προϋπολογισμού τους.

Τα μουσεία στην ψηφιακή εποχή

Ίσως, τελικά, η τεχνολογία και η εξυπηρέτηση των αναγκών της ψηφιακής εποχής στην οποία ζούμε να δώσουν μια διαφορετική απάντηση. Είναι το παράδειγμα της λειτουργίας πολλών οργανισμών μέσω της παροχής ψηφιακών υπηρεσιών, που άφησε ως κληρονομιά η σκληρή καραντίνα της πανδημίας και φωτίζει τον δρόμο του μέλλοντος (και) για τα μουσεία.

Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις και διεργασίες για την εικόνα που θα έχουν τα μουσεία του μέλλοντος. Κάποιοι οραματίζονται μουσεία τριών «διαστάσεων»: με φυσική παρουσία, ψηφιακά και metaverse. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εκτός από την «κλασική» επίσκεψη, θα παρέχονται υπηρεσίες ψηφιακής ξενάγησης, ενώ σε επόμενο στάδιο η εμπειρία σε ένα μουσείο -ή ακόμη και σε αρχαιολογικό χώρο- θα μπορεί να έχει τη μορφή virtual reality με τη χρήση ενός headset.

Αναπτύσσοντας τέτοιου είδους προγράμματα, τα μουσεία θα είναι σε θέση να λύσουν βασικά προβλήματά τους, όπως για παράδειγμα το ζήτημα ότι η συντριπτική πλειονότητα των συλλογών και αντικειμένων που κατέχουν βρίσκονται στις αποθήκες λόγω έλλειψης χώρου ή κατάλληλων συνθηκών για να εκτεθούν. Εάν όμως βρεθεί τρόπος να εκτεθούν (πχ ψηφιακά), τότε θα αυξηθούν τα έσοδα, κάτι που από μόνο του αποτελεί κινητήριο δύναμη για την προώθηση τέτοιων προγραμμάτων. Παρομοίως, μέσω ψηφιακών ή metaverse εκθέσεων, τα μουσεία θα μπορούν να παρέχουν μεγαλύτερη γκάμα επιλογών στους επισκέπτες τους, όπως εξειδικευμένες εκθέσεις κλπ, αλλά και να προσελκύσουν νέους ή άτομα που δεν είναι σε θέση να βρεθούν με φυσική παρουσία στον χώρο.

Υπό αυτήν την έννοια, ίσως στο μέλλον να μην έχει τόση σημασία για το Βρετανικό Μουσείο αν τα Γλυπτά βρίσκονται όντως στη σκιά της Ακρόπολης, εφόσον στο Λονδίνο υπάρχει «χώρος» για έναν virtual Παρθενώνα…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ