Θεατρο - Οπερα

Πήγα και είδα: «Οι Παίκτες» του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γ. Κουτλή

Όταν σε απογοητεύει η «παράσταση της σεζόν»

yannis-papadopoulos.jpeg
Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Νιαρρός

Είδαμε την παράσταση «Οι Παίκτες» του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή στο θέατρο Κιβωτός

Το ιδιότυπο θεατρικό κείμενο του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ «Οι Παίκτες» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή στο θέατρο Κιβωτός έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από μεγάλη μερίδα του Τύπου και φυσικά θερμή υποδοχή από το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας. Δυσκολευτήκαμε αρκετά να βρούμε εισιτήρια και γενικώς η παράσταση μιας και θεωρείται «μία από τις καλύτερες της φετινής σεζόν» ξεπουλάει τα εισιτήρια που ανακοινώνονται τακτικά. 

Πάμε όμως να δούμε την πλοκή. Σ’ ένα μικρό πανδοχείο της ρωσικής επαρχίας φτάνει ένας δεινός χαρτοπαίκτης και μεγάλος κομπιναδόρος, απατεώνας και παραχαράκτης τραπουλόχαρτων με στόχο να βρει τα επόμενα θύματά του και να τους πάρει όσα χρήματα έχουν. Στο ίδιο όμως πανδοχείο διαμένουν δύο εξίσου δεινοί κομπιναδόροι-χαρτοπαίκτες που αναζητούν το ίδιο πράγμα: ένα θύμα. Ο ένας και οι δύο θα σμίξουν για να καταφέρουν το «μεγάλο χτύπημα». Η παράσταση οδηγείται, καθώς η χαρτοπαιξία φουντώνει, σε ένα πανδαιμόνιο μπλόφας, ανατροπών και ρίσκου απεικονίζοντας με μοναδικό τρόπο την παράνοια του εθισμού στον τζόγο.

Το κείμενο του ουκρανικής καταγωγής, Ρώσου θεατρικού συγγραφέα Γκόγκολ είναι ιδιαίτερο και γενικά παραμελημένο από την κριτική και το κοινό διαχρονικά. Αυτό συνέβη διότι ο Γκόγκολ αποτραβήχτηκε εδώ από τον συνηθισμένο τρόπο δομής των λοιπών κειμένων του. Το κοινό στερείται την ευχαρίστηση του να γνωρίζει από πριν όσα θα συμβούν. Επίσης από το έργο λείπει η ευρεία κωμωδία, η μυθοπλασία και οι ευφάνταστοι χαρακτήρες. Γενικώς είναι ένα έργο στεγνό, απογυμνωμένο από την «γκογκολιανή» έξαρση και τους γκροτέσκους διαλόγους. Είναι ένα έργο περισσότερο ειρωνικό, παρά αστείο. Δείχνει δε ξεκάθαρα την κατεύθυνση του Γκόγκολ προς ένα θέατρο πιο ρεαλιστικό: μια ωμή απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης.

Η διασκευή είναι ενδιαφέρουσα και οι ερμηνείες του επταμελή θιάσου υποδειγματικές. Καλοκουρδισμένο και βαρύ, απαιτητικό σωματικό θέατρο, πολύ καλό δέσιμο μεταξύ των ηθοποιών και ζωντανή μουσική: αυτά είναι τα πολύ θετικά της παράστασης και αξίζει έπαινος και κύδος στους συντελεστές (Γιάννης Νιάρρος, Βασίλη Μαγουλιώτη, Ηλία Μουλά, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Γιώργο Τζαβάρα και Γιώργο Μπουκαούρη και Χρήστο Στέργιογλου). Το μεγάλο πρόβλημα όμως της παράστασης είναι η σκηνοθετική της προσέγγιση.

Απανωτά επιθεωρησιακού τύπου αστεία, αναφορές σε εκπομπές ριάλιτι και καλτ τηλεοπτικά σήριαλ των 90ς μετέτρεψαν το κείμενο του Γκόγκολ από ειρωνικό και στεγνό σε αμήχανο και σε στιγμές κακοποιητικό και όλα αυτά σε μια αδιανόητα επιτηδευμένη προσπάθεια να προκληθεί γέλιο. Το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν ένα σημείο της παράστασης όπου εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μια σκηνή bullying από τους βασικούς πρωταγωνιστικές, προς τον συμπρωταγωνιστή τους (έναν νεαρό, πρόσφατα ενηλικιωμένο και «άβγαλτο» παλικάρι, που οι ίδιοι αποκαλούν «χάπατο»). Βλέπουμε λοιπόν μια σκηνή λίγο-πολύ γνώριμη σε όλους: ένα παιδί να κλαίει γοερά, σπαρακτικά και με απόγνωση, γιατί αντιλαμβάνεται πως οι άλλοι σπάνε πλάκα μαζί του με εξευτελιστικό και απάνθρωπο τρόπο και μετά αυτοί να τον παρακαλάνε να τους ακούσει και πως λάθος κατάλαβε και ότι τους παρεξήγησε κι όλα αυτά για να το πείσουν να παίξει μαζί τους χαρτιά (ήταν το θύμα της χαρτοπαιξίας του Γκόγκολ). Και σ’ αυτό το σημείο οι ερμηνείες είναι υποδειγματικές, μιας και όλοι καταλαβαίνουμε σε τι παραπέμπει το σκετς που βλέπουμε.

Είναι σκληρή η διαπίστωση πως είμαστε όλοι έτοιμοι να δούμε τα πάντα ως αντικείμενο που προκαλεί γέλιο. 

Αυτό που ένιωσα πως βιώσαμε ήταν ένα «κοινωνικό πείραμα»: ένας σκηνοθέτης να οδηγεί τους ηθοποιούς του σε μια τέτοια κωμική αναπαράσταση σκηνής εκφοβισμού και bullying αποκλειστικά και μόνο για να κάνει το κοινό του να γελάσει (;). Τα γάργαρα χαχανητά μερίδας του κοινού με τη σκηνή bullying και τον συνακόλουθο ευτελισμό του δράματος ενός θύματος που εκτυλισσόταν μπροστά μας ενέτειναν την αμηχανία και μου προκάλεσαν δυσφορία. Είναι σκληρή η διαπίστωση πως είμαστε όλοι έτοιμοι να δούμε τα πάντα ως αντικείμενο που προκαλεί γέλιο. 

Από την άλλη η ανατροπή στο τέλος του έργου κάνει πολλούς από τους θεατές να νιώθουν ντροπή και ενοχή για το γέλιο που έριξαν με το περιστατικό κακοποιητικής συμπεριφοράς. Ίσως να ήταν και πρωταρχική επιθυμία του σκηνοθέτη: να κάνει το κοινό να νιώθει ενοχή που συμμετείχε σε κάτι κακοποιητικό. Αυτό όμως παραμένει αποκλειστικά στον καθένα από εμάς, το αν θα νιώθουμε άσχημα, το plot twist δε, σαν να καθαγίασε όσα είδαμε.

Σε άλλο σημείο της παράστασης ο ίδιος νεαρός-θύμα-αφελής γιός του πλούσιου γαιοκτήμονα, Αλεξάντρ -Σάσα- Γκλοβ (Ηλίας Μουλάς) δείχνοντας τα ρούχα του στους υπόλοιπους ηθοποιούς, τους ρωτάει αν τους αρέσουν, λέγοντάς τους «Εγώ προσπάθησα», παραπέμποντας σε ατάκα διαγωνιζόμενης σε ριάλιτι μόδας για να ακολουθήσει η επίδειξη της πολύχρωμης φόδρας του πουκαμίσου του, λέγοντας όλο υπερηφάνεια «Πουτανιά;» παραπέμποντας σε ατάκα από το σήριαλ “Κωνσταντίνου και Ελένης”. 

Δυστυχώς τα συνεχιζόμενα και ανεξέλεγκτα επιθεωρησιακού τύπου αστεία καθώς και η σκηνοθετική προσπάθεια να εκμαιεύσει επιτηδευμένα το γέλιο του κοινού με λάθος πράγματα σε ένα κείμενο πιο πολύ ειρωνικό, παρά αστείο, μας προσέφεραν ένα αμήχανο βράδυ και ενέτειναν τη στεγνότητα του κειμένου μην επιτρέποντάς μας να προβληματιστούμε με τίποτα. Ίσως πάλι να είναι μόδα το να φέρνεις το έργο στα μέτρα (όποια κι αν είναι αυτά), αντί να εμβαθύνεις πραγματικά κατανοώντας το.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ