Θεατρο - Οπερα

Σέλφι με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη

Μια κουβέντα πριν χτυπήσει το τρίτο κουδούνι της παράστασης «Ποιος φοβάται τη Βιρτζινια Γουλφ» στο θέατρο Αθηνών, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί

Κατερίνα Αγγελιδάκη
Κατερίνα Αγγελιδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 722
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης © Elina Giounanli
© Elina Giounanli

Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο έργο του Έντουαρντ Άλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζινια Γουλφ» στο θέατρο Αθηνών

Στο καμαρίνι του έχει παιχνίδια. Ένα ποδήλατο μινιατούρα, ένα αεροπλανάκι, ένα μεγάλο κεφαλαίο Κάππα, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία δίπλα στο σπρέι Hexalen, όλα παράταιρα αλλά τακτοποιημένα. Η παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζινια Γουλφ» σε λίγο θα ξεκινήσει. «Να φύγω για να συγκεντρωθείς;» λέω και σηκώνομαι. «Συγκεντρωμένος είμαι, μείνε λίγο ακόμα» έρχεται η φωνή του πίσω από την πόρτα. «Μια στιγμή μόνο να βάλω το κουστούμι μου». Η κουβέντα μας, που έχει ξεκινήσει νωρίτερα σε καφέ της Βουκουρεστίου δίπλα στο θέατρο Αθηνών, κρατάει ως το πρώτο κουδούνι.

Πριν κατέβω τα σκαλιά για την πλατεία στέκομαι άλλο ένα λεπτό: «Πες μου, αλήθεια δεν σε ενοχλούσαν όλοι αυτοί στο καφέ που ζητούσαν να βγάλετε σέλφι;» Κι εκείνος με ειλικρινή απορία: «Αν με ενοχλούν γιατί έγινα ηθοποιός; Προσπαθείς μια ζωή να γίνεις γνωστός για να μπορείς μετά να κρύβεσαι; Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο. Μου αρέσει να με αγαπάει κόσμος». Τα φώτα χαμηλώνουν και οι ήρωες του Έντουαρντ Άλμπι, ο Τζορτζ και η Μάρθα, ετοιμάζονται για το χιλιοπαιγμένο παιχνίδι αλληλοσπαραγμού που όμοιό του δεν διαθέτει το σύγχρονο ρεπερτόριο. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και η Μαρία Πρωτόπαππα στέκουν ο ένας απέναντι στον άλλον, έτοιμοι να ξεσπάσουν σ’ αυτό το άγριο, ακραίο, αδυσώπητο παιχνίδι που θα τους οδηγήσει στο πλήρες ξεγύμνωμα της ψυχής τους την ώρα του έσχατου δράματος. Κι όμως, αυτή η παράσταση είχε κάτι που δεν είχα ξαναδεί: η αγάπη του Τζορτζ και της Μάρθας ήταν εκεί, κρυμμένη στα σπλάχνα των αλλεπάλληλων ματαιώσεων, αλλά εκεί. Αγρίως ρομαντική, ανυπόφορη, χαοτική, τρομερή σαν λεπίδι, όμως εκεί.

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, ένα τόσο εμβληματικό έργο;
Ένα πρόβλημα με τα αριστουργήματα είναι ότι έχουμε ήδη γνώμη γι’ αυτά από προηγούμενες εμβληματικές αναγνώσεις. Τα έργα αυτά κουβαλούν πάνω τους μια μυθολογία που μας εμποδίζει να τα διαβάσουμε διαυγώς. Νομίζω ότι το μόνο που έχεις να κάνεις εσύ που θέλεις να αναμετρηθείς μαζί τους είναι να διαβάσεις προσεκτικά το κείμενο. Σε μένα είναι σαφές ότι αυτό το ζευγάρι αγαπιέται πολύ, όπως και ότι το φινάλε του είναι αισιόδοξο παρά το βάρος που φέρει. Αυτοί οι δύο δεν ξεσκίζονται επειδή δεν αγαπιούνται ούτε παρόλο που αγαπιούνται. Ξεσκίζονται επειδή αγαπιούνται. Γι’  αυτό θα ανέβουν μαζί τις χιλιοπατημένες σκάλες και δεν θα χωρίσουν ποτέ. Σπάνε το κακό σπυρί του ζωτικού ψεύδους για να χτίσουν τη σχέση τους πάνω στην αλήθεια.

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Θέατρο Αθηνών

Υπάρχουν ζευγάρια με πολλά χρόνια συμβίωσης στην πλάτη που νομίζουν ότι δεν φαίνεται ο αλληλοσπαραγμός τους.
Βλέπουμε συχνά ζευγάρια που η αγάπη μεταξύ τους συμφύρεται με την περιφρόνηση ή την απαξίωση. Με τα χρόνια όλα γίνονται ένα κουβάρι και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο νήμα είναι μίσος, ποιο συνήθεια, ποιο ματαίωση. Απλώς στο έργο αλλάζει ο βαθμός, οι ήρωες περνούν σε άλλο επίπεδο.

Τα αριστουργήματα αντέχουν στον χρόνο ή πρέπει να επικαιροποιούνται;
Στο θέατρο δεν υπάρχει πρέπει. Όπως και η ζωή, προχωράει με δοκιμές, κάποιες από τις οποίες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες που θα πετύχουν. Το συγκεκριμένο έργο, ναι, αντέχει στο χρόνο. Και δεν το πείραξα διότι είναι τόσο κουνημένο από μόνο του που δεν έχει κανένα νόημα να πεις κι εσύ κάτι παραπάνω.

Επέλεξες, δηλαδή, κλασική ανάγνωση ως σκηνοθέτης.
Δεν θα την έλεγα κλασική. Θα την έλεγα απλώς ανάγνωση. Έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει και κακοχωνέψει τι σημαίνει προσωπική ανάγνωση του σκηνοθέτη δημιουργού που νομίζουμε ότι μονίμως πρέπει να αλλάζουμε τα φώτα στα έργα. Σαν να λέμε ότι ένας μαέστρος κάνει προσωπική ανάγνωση μόνο αν στη θέση του βιολοντσέλου βάλει ηλεκτρική κιθάρα. Ξεχνάμε ότι προσωπική ανάγνωση είναι κάθε ανάγνωση που πηγαίνει σε βάθος.

Ο Λεωνίδας Καβάκος μού είχε πει σε μια συνέντευξη ότι το βιολί παίρνει τον ήχο του εκάστοτε κατόχου του. Και ότι χρειάζεται χρόνος μέχρι να βγάλει τον δικό σου ήχο.
Μόνο στο θέατρο έχουμε αυτή την τόσο κακοχωνεμένη εκδοχή του μεταμοντέρνου. Και ενώ υπάρχουν περιπτώσεις πολύ ιδιαίτερων παραστάσεων που δικαιώνονται από το αποτέλεσμα, υπάρχουν και ένα σωρό που αποτυγχάνουν πλήρως. Ξέρεις κάτι; Και να αποφασίσεις να μην πειράξεις ένα έργο, πάλι προσωπική ανάγνωση είναι. Για μένα η μετακίνηση και το πείραγμα δεν πρέπει να φαίνονται, ο τελικός σου στόχος είναι να μην το παίρνει είδηση ο θεατής, να μην του το τρίβεις στη μούρη. Το κάδρο που φτιάχνω στις παραστάσεις μου επιλέγω να μην κουνιέται δυνατά, να μη φωνάζει στον θεατή «Μην ξεχνάς, το έργο το σκηνοθέτησε ο Μαρκουλάκης!».

Μπορεί να φαίνεται πιο εύκολο αυτό, λιγότερο εντυπωσιακό.
Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολο να κάνεις μια παράσταση καθαρή και διαυγή και να μη σε εμποδίσει αυτό να εμβαθύνεις και να χωθείς μέσα στο έργο, ας το δοκιμάσει. Εξηγούσα σε ένα φίλο ότι οι παραστάσεις που είναι ενταγμένες σε μια πολύ συγκεκριμένη φόρμα έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τις πιο ρεαλιστικές. Ο ρεαλισμός –επίσης μια μορφή φόρμας– είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, ο θεατής μπορεί να καταλάβει αμέσως αν κάτι λειτουργεί ή όχι. Είναι λίγο σαν τα μακαρόνια με κιμά. Αν δεν σου αρέσουν με την πρώτη μπουκιά σημαίνει ότι δεν είναι καλά. Ενώ η fusion κουζίνα μπορεί εύκολα να σε μπερδέψει, να μην καταλάβεις αν είναι καλή.

Ο κόσμος έχει κουραστεί να προσπαθεί να καταλάβει τι βλέπει.
Να σου πω ένα μυστικό; Όλοι έχουμε βαρεθεί. Και πολλοί συνάδελφοί μου επίσης. Έρχονται ηθοποιοί στο θέατρο και μου λένε «μου αρέσουν οι παραστάσεις σου γιατί βγάζουν νόημα». Δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο να το λέω αυτό, απλώς μεταφέρω τη φράση.

Πώς φανταζόσουν τον εαυτό σου, όταν ήσουν μικρός;
Με μεγάλη χαρά μπορώ να σου πω ότι η εικόνα που είχα παιδί για τον εαυτό μου έχει πραγματοποιηθεί. Ζω τη ζωή του ανθρώπου που φανταζόμουν μικρός ότι θα ζήσω. Ο Ελύτης λέει ότι το δυσκολότερο πράγμα είναι να γίνεις αυτός που είσαι, χωρίς να έχει να κάνει αυτό με την επιτυχία ή την αποδοχή, αλλά με κάτι καθαρό, με το πού πιστεύεις ότι πας, πού ονειρευόσουνα ότι θα πας και πού βρίσκεσαι.

Είσαι τυχερός που νιώθεις έτσι.
Ναι, δεν είναι συνηθισμένο στη χώρα που υπάρχει ο στίχος «πού είσαι νιότη που ’λεγες πως θα γινόμουν άλλος» και τον οποίο μπορώ να συνδέσω με πολλούς ανθρώπους στη δημόσια ζωή με ένα σωρό συμπλέγματα που απορρέουν από το γεγονός ότι κάτι άλλο τους έλεγε η νεότητά τους και αλλού κατέληξαν.

Δεν μπορεί, θα υπάρχουν και περιοχές στις οποίες δεν έφτασες.
Προφανώς και υπάρχουν πράγματα από το σύνολο όλων όσων ονειρεύεται κανείς μικρός που δεν θα τα πραγματοποιήσω. Και λίγα να κάνεις δεν είναι άσχημα, ξέρεις.

Πες μου κάτι που δεν πραγματοποίησες.
Μέχρι τα 35 μου ήθελα να μπορώ να έχω τη δυνατότητα πρόσβασης στον υπόλοιπο κόσμο εκτός της Ελλάδας. Ζούμε όμως στην άκρη της Ευρώπης και του κόσμου και καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα σύνορο που έχει να κάνει με τη γλώσσα και με άλλα πράγματα και ότι δεν είναι διαπερατό. Τώρα δεν το θέλω πια. Όχι διότι έπαψε να είναι σημαντικό αλλά επειδή αισθάνομαι πλήρης με τη δουλειά μου και δεν μου λείπει πλέον. Νεότερος έχεις φιλοδοξίες εις πλάτος, ο κόσμος όλος είναι προς κατάκτηση, όσο περνούν τα χρόνια αρχίζεις να διαβάζεις τον κόσμο και τη δημιουργική διαδικασία σε βάθος. Ο Λευτέρης Βογιατζής όλα του τα θαύματα τα έκανε χωρίς να βγει καλά-καλά από κείνο το μικρό θεατράκι της Κυψέλης. Η Λαμπέτη και ο Χατζιδάκις έκλεισαν πίσω τους πόρτες που ήταν ανοιχτές...

Τώρα είναι η στιγμή που είσαι πάνω στο δικό σου κύμα. Πού θα ήθελες να σε βγάλει μετά;
Θα ήθελα να προχωρήσω κι άλλο στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, στη δουλειά μου, να έχω μια μόνιμη συζήτηση με τον εαυτό μου. Να παίρνω όλο και πιο πολύ σοβαρά τη δουλειά μου και όλο και λιγότερο σοβαρά τον εαυτό μου.

Μπήκες στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ αλλά δεν θέλησες κάποια δημόσια θέση. Ισχύει ακόμα αυτό;
Όσες φορές και να με ρωτήσουν η απάντηση δεν αλλάζει. Είπα κάτι και το τήρησα, όπως πιστεύω ότι αξίζει να κάνει κανείς. Δεν με ενδιέφερε, ούτε επιθυμούσα κάποια θεσμική θέση. Εκείνοι που τοποθετήθηκαν και στο Εθνικό Θέατρο και στο Φεστιβάλ Αθηνών είναι εξαιρετικοί. Εάν τυχαίνει πράγματα που λέω ή υποστηρίζω να βρίσκουν σύμφωνους κάποιους ανθρώπους ή να τους βοηθούν, αυτό, ναι, έχει κάποια αξία.

Πώς μπορεί κάποιος να μην ξεφύγει από το κέντρο του; Υπάρχει τρόπος;
Δεν ξέρω να σου πω. Ξέρω μόνο πως δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να βελτιώνουν τον εαυτό τους μεγαλώνοντας – πολλοί αντιθέτως γίνονται χειρότεροι. Αυτό θα ήταν καλό να το αποφύγει κανείς.

Στη ζωή υπάρχουν και οι αποτυχίες, εξίσου χρήσιμες νομίζω. Δεν ήταν πάντα όλα ρόδινα και στη δική σου ζωή, έτσι δεν είναι;
Όχι, δεν ήταν. Είχα μια σειρά από ήττες σε όλους τους τομείς, προσωπικές και επαγγελματικές, που είχαν κόστος. Σκέψου ότι είμαστε σαν μποξέρ. Δεν είναι δύσκολο να πέσεις όταν τα χτυπήματα είναι απανωτά και όλα από την ίδια πλευρά. Ζήτησα βοήθεια ιατρική και φαρμακευτική και το ξεπέρασα. Την κατάθλιψη την έδιωξε η ίδια η ζωή που προχωρούσε.

Είχες οργή; Λένε πως η οργή είναι μεταμφιεσμένη θλίψη.
Δεν είμαι οργισμένος άνθρωπος. Ούτε μικρός είχα οργή. Έχω έναν τρόπο, που νομίζω έχει να κάνει με την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, να διαβάζω τον πραγματικό κόσμο ως σημείο ενός συμβολικού κόσμου. Αυτή η ενσυναίσθηση σε οδηγεί να διαβάζεις τον κόσμο με έναν τρόπο, ας πούμε μελαγχολικό. Κι αυτό δεν αφήνει χώρο στην οργή, σε μένα τουλάχιστον.

Στα 23 μου κοιμόμουνα, θυμάμαι, με τον Εμπειρίκο στο μαξιλάρι

Τι φοβόσουν πιο πολύ όταν ήσουν παιδί;
Ο βασικός μου φόβος μικρός ήταν ο θάνατος. Στα 23 μου κοιμόμουνα, θυμάμαι, με τον Εμπειρίκο στο μαξιλάρι. «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες». Ο πιο φωτεινός από τους ποιητές μας, ο Εμπειρίκος, γράφει αυτό το μεγάλο ποιητικό κείμενο για τον πιο μελαγχολικό από τους ποιητές μας, τον Καρυωτάκη.

Γι’ αυτό διάλεξες να γίνεις φωτεινός; Επειδή φοβόσουν τα σκοτάδια;
Δεν το διάλεξα, έτσι είμαι εκ κατασκευής. Φωτεινός. Ο τρόπος μου να υπάρχω είναι η φωτεινότητα. Από ένα σημείο και μετά η φωτεινότητα έγινε επιλογή.

Τι άλλο θα μπορούσες να είσαι εκτός από ηθοποιός;
Η δική μου πετριά –που ευτυχώς περιορίζεται με τα χρόνια– είναι να μπορώ να επηρεάζω ανθρώπους σε δρόμους πέρα από την τέχνη. Να τους μιλάω για την ψυχραιμία, για τη λογική, για την προσεκτική εξέταση των προβλημάτων, την ανεκτικότητα. Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί να γίνω «κήρυκας του ορθού λόγου»! Τόσο είχα απελπιστεί με τον ανορθολογισμό γύρω μου. Το κάνω και σήμερα με τον τρόπο μου. Με τις επιλογές μου, με τα έργα που ανεβάζω, με αυτά που λέω, με τις κινήσεις που υποστηρίζω, με τα κείμενα που γράφω για τις παραστάσεις μου.  Το κάνω όπως μπορώ.

Είσαι άνθρωπος που αγαπάει τα βιβλία και τη γνώση. Θέλεις να σε θεωρούν διανοούμενο;
Όχι, καθόλου, διότι διανοούμαι έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν έχω ανάγκη τέτοιας αναγνώρισης.  Όλα έχουν να κάνουν με την εικόνα σου, πώς θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι και δεν μπορείς να καταλάβεις ότι εσύ είσαι κάτι άλλο. Ξέρω συναδέλφους μου, πολύ ταλαντούχους, που το μόνιμο άγχος τους είναι να τους θεωρούν διανοούμενους. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που ευτυχώς δεν έχω.

Θυμάσαι κάποια στιγμή σε παράσταση που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
Είναι ένα κορίτσι που θα θυμάμαι για πάντα, που σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε στον «Φάρο» ξεσπώντας σε λυγμούς. Κάναμε ώρα να τη συνεφέρουμε μετά στο καμαρίνι. Είναι η ύψιστη τιμή να μπορείς να κάνεις κάτι με την τέχνη σου που να αγγίξει κάποιον βαθιά, να τον μετακινήσει, να δει τη ζωή του λίγο αλλιώς. Είναι μια τιμή που σου επιφυλάσσεται σπάνια, είναι ο ύψιστος στόχος. Μέχρι να φτάσεις εκεί υπάρχει μια σειρά από ενδιάμεσα αποτελέσματα κι εσύ συνεχώς οφείλεις να προσπαθείς, πασχίζεις να δείξεις ότι μέσα στις ατέλειωτες σήραγγες που είναι η ζωή μας υπάρχουν φαροδείκτες, σημεία να πιαστείς, να δεις ότι δεν είσαι μόνος. Με αυτή την έννοια θέλω η τέχνη μου, εκτός από διασκεδαστική και ψυχαγωγική, να είναι και ωφέλιμη.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταστη «Ποιος φοβάται τη Βιρτζινια Γουλφ» στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ