Βιβλιο

Κωδικός Μπλέ: Μια ιστορία στα όρια ζωής και θανάτου

Μια ιστορία βασισμένη στην ραψωδία λ΄της Οδύσσειας (Νέκυια) με αφορμή τον ανεξήγητο χαμό ενός πολύ νέου γιατρού και πολύτιμου φίλου

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σκίτσο του Θανάση Δρίτσα

Αφήγημα του καρδιολόγου Θανάση Δρίτσα από το βιβλίο «Κωδικός Μπλέ: ιστορίες στα όρια ζωής και θανάτου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος.

Η έκφραση «Κωδικός Μπλέ» αποτελεί αναγγελία καρδιακής ανακοπής στο νοσοκομείο, κάτι σαν SOS που χρησιμοποιούν οι γιατροί, αναγγελία επίσκεψης «Θανάτου» που καλεί τον διασώστη να σπεύσει ταχέως μήπως και καταφέρει να γυρίσει τη ζωή πίσω στο κλινικά νεκρό σώμα που ήδη έχει αρχίσει να ταξιδεύει στον κάτω κόσμο.

Όλες τα φανταστικά γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ιστορία «Κωδικός Μπλέ» βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα-βιώματα της ζωής ενός μάχιμου καρδιολόγου και επιπλέον ενός ανθρώπου που ανησυχεί όχι τόσο για τον ίδιο τον θάνατο αλλά κυρίως για το είδος της ζωής που ζεί ο καθένας μας πριν αναχωρήσει οριστικά για την σκοτεινή χώρα των νεκρών (Κιμμερίων ανδρών) όπως την ζωγραφίζει ο Όμηρος στην αριστουργηματική ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας. Η ιστορία μου με τίτλο «Κωδικός Μπλέ» γράφτηκε με αφορμή τον ανεξήγητο χαμό ενός πολύ νέου γιατρού και πολύτιμου φίλου (Δεκέμβριο, παραμονές Χριστουγέννων, πριν από 23 χρόνια) που άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό, βλέπετε λοιπόν ότι ακόμη και οι γιατροί πεθαίνουν νέοι. Το αφήγημα «Κωδικός Μπλέ» που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στη μνήμη του καρδιολόγου Στέφανου Αγγελάκα.

Ο Οδυσσέας, καρδιοχειρουργός με μεγάλη εμπειρία για την ηλικία του και τον τόπο που ζούμε-μιά χώρα βαλκανική που οι κάτοικοι της διαθέτουν επίσημα ευρωπαικό διαβατήριο και που αν δεν ασπρίσουν οι κρόταφοι δεν εκτιμάει ο άρρωστος τους γιατρούς του-βγήκε εξουθενωμένος μετά δώδεκα ώρες στα χειρουργεία. Το μάτι του ενώ ξεντύνονταν βιαστικά στα αποδυτήρια του χειρουργείου έπιασε θολά την ημερομηνία και την ώρα πάνω στο κινητό του. Ήταν 27 Δεκέμβρη ώρα 8:30 το βράδυ. Η μέρα αυτή κάτι του έλεγε αμυδρά χωρίς να μπορεί να βρεί τι ακριβώς. Δεν πολυασχολήθηκε γιατί  ήθελε να ντυθεί  και να δραπετεύσει όσο το δυνατόν νωρίτερα από την ατμόσφαιρα του νοσοκομείου. Με τις εφημερίες και τα αλλεπάλληλα χειρουργεία είχε ξεχάσει εντελώς το σπίτι του, δεν είχε προλάβει καν να ανταλλάξει μια ανθρώπινη συζήτηση με τη γυναίκα και τα δυό παιδιά του μέσα στις γιορτές. Ο γιος και η κόρη του είχαν φτάσει στην εφηβεία τους και ο ίδιος δεν είχε προλάβει μυρωδιά από το μεγάλωμα τους με αυτό το ανθρωποβόρο επάγγελμα που έκανε. Ας είναι καλά η Μυρτούλα η γυναίκα του. Έκανε όλη τη δουλειά στην ανατροφή των παιδιών. Ευτυχώς τα παιδιά ήξεραν το όνομα του πατέρα τους.

Μερικές μέρες πιο πριν ο Οδυσσέας είχε νοιώσει κατά διαστήματα κάποιους ολιγόλεπτους πόνους στο στήθος. Ήταν πάντα ένας πόνος σαν σουβλιά που έφερνε μαζί και λίγο ιδρώτα. Όπως όλοι οι γιατροί ο Οδυσσέας ήταν ένας κακός άρρωστος που δεν έδωσε καμία σημασία στα συμπτώματα αυτά μέσα στη δίνη της δουλειάς του και τα απέδιδε πάντα στο φόρτο εργασίας του. Οι περισσότεροι γιατροί επειδή ξέρουν καλά τα χειρότερα αποφεύγουν να τα σκέπτονται και συμπεριφέρονται έτσι σαν τη στρουθοκάμηλο που όταν δέχεται επίθεση κρύβει το κεφάλι της μέσα στο χώμα, για να μην βλέπει και έτσι να νομίζει ότι δεν υπάρχει ο εχθρός. Όμως όταν βάδισε μέσα από το υπόγειο του νοσοκομείου προς το γκαράζ και λίγα μέτρα πριν περάσει και την τελευταία δίφυλλη πόρτα ένοιωσε ένα αίσθημα εμετού ανάκατο με έντονη ζάλη. Ακριβώς  έξω από την πόρτα του τμήματος επειγόντων περιστατικών. Ο τραυματιοφορέας αφού διασταυρώθηκε αδιάφορα με το γιατρό είδε ξαφνικά μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου το σώμα του Οδυσσέα να πέφτει στριφογυριστά μέχρι που έσκασε ξερό και αναίσθητο στο έδαφος.  Πανικόβλητος άνοιξε τη πόρτα των επειγόντων περιστατικών και φώναξε δυνατά στο προσωπικό που ήταν μέσα: «Παιδιά βοήθεια, ο γιατρός έξω είναι αναίσθητος στο πάτωμα!» Και ένας ακόμη «κωδικός μπλε»  με ένα όμως ασυνήθιστο θύμα  τάραξε τα ήσυχα νερά του νοσοκομείου εκείνη τη γιορτινή μέρα.

«Χωρίς σφύξεις, χωρίς αναπνοή. Πάμε μαλάξεις, φωνάξτε τον αναισθησιολόγο παιδιά αμέσως!  Τί βλέπεις στο μόνιτορ...κοιλιακή μαρμαρυγή.. πάμε, φορτίστε 200 τζάουλ παιδιά, δώσε απινίδωση...».

«Καμία απάντηση, συνεχίζει κοιλιακή μαρμαρυγή, 200 τζάουλ ακόμη μια φορά, πάμε...»

«Συνεχίζω μαλάξεις...τσέκαρε αν έχει δυνατές σφύξεις με τις μαλάξεις... παιδιά διασωλήνωση...πάρε αέρια αίματος...».

«Στέφανε, συνεχίζεις μαλάξεις, ξεκινάω αδρεναλίνη..»

Κάποιος Στέφανος, πιθανά γιατρός, σύμφωνα με τις εντολές που έπαιρνε και έδινε ήταν σίγουρα μέρος της ομάδας διάσωσης εκείνο το παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη.

Ο Οδυσσέας είχε αφήσει αρκετό καιρό όπως φαίνεται την Ιθάκη και ξεκινήσει το ταξίδι του προς τη χώρα των Κιμμερίων. Αφού περπάτησε ένα μακρύ, μακρύ και σκοτεινό τούνελ με οδηγό έναν άνδρα που κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα θυέλλης έφτασε στην άλλη άκρη του. Εκεί τον περίμενε το καράβι με όλους τους συντρόφους του.  Οι κωπηλάτες ήσαν έτοιμοι στις θέσεις τους. Με το που μπήκε ο Οδυσσέας άρχισαν να κωπηλατούν δυνατά με προορισμό την άκρη  του Ωκεανού. Έφτανε πια το καράβι στο τέλος του ωκεανού με τις βαθιές ροές, κει όπου η χώρα των Κειμμερίων βρίσκεται με σύννεφα, μαυρίλα και καταχνιά σκεπασμένη. Ποτέ το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του, νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ’ αυτούς τους δύστυχους θνητούς.

Αλλ’ επί νύξ ολόη τέταται βροτοίσοι.

Στα μέρη εκείνα άραξε το πλοίο στην άμμο και κατέβηκε ο Οδυσσέας μαζί με τα πρόβατα. Τραβώντας το κοφτερό σπαθί του ανοίγει φαρδύ και πλατύ λάκκο κι έχυνε γύρω από τα χείλη του λάκκου σπονδές στους νεκρούς. Πρώτα μέλι με γάλα, μετά γλυκό κρασί, τρίτο νεράκι και πάνω εκεί πασπάλισε ακόμη λευκό κριθάλευρο. Και αφού με τάματα και παρακάλια το πλήθος των νεκρών λιτάνευσε έπιασε τα πρόβατα και τα έσφαξε ένα-ένα, μέσα στο λάκκο έκοψε το λαιμό τους και το αίμα έτρεχε μαύρο, κατάμαυρο. Κι ευθύς μαζεύτηκαν απ’ τα σκοτάδια του κάτω κόσμου ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε, κορίτσια, αγόρια, παλικάρια, γυναίκες με λαβωμένη την καρδιά από το προώρο πένθος, άντρες που χάθηκαν στον πόλεμο στο χέρι τους κρατώντας ματοβαμμένα όπλα.

Ρέε δ΄αίμα κελαινεφές, εμέ δε χλωρόν δέος ήρει.

Έψαξε και αυτός να αναγνωρίσει κάποιες ψυχές, ψυχές νεκρών, φαντάσματα που ερχόντουσαν να πιούν το μαύρο αίμα για να μπορέσουν να μιλήσουν στον Οδυσσέα και ν΄ανοίξουν τις καρδιές του και να πουν τους πόνους τους.

Πρώτα είδε να’ρχεται κοντά η ψυχή του Στέφανου του αυτόχειρα, σαν την ψυχή του Ελπήνωρα του ηδονικού, άκλαυτο και άταφο το σώμα του είχε μείνει. Δάκρυσε τότε πολύ και τον συμπόνεσε βαθειά η καρδιά του. Αμέσως του μίλησε χωρίς δεύτερη κουβέντα:  «Στέφανε, καλέ μου φίλε, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;» Βογκώντας στα λόγια μου εκείνος αποκρίθηκε:

«Πολυμήχανε Οδυσσέα μ’ έφαγε η κακή μου τύχη, οι δαίμονες και το άμετρο κρασί. Στης Κίρκης το παλάτι πλάγιασα, στον ύπνο βυθισμένος πάνω στο δώμα και ο νούς μου σκοτισμένος δεν μ΄άφησε να κατέβω την ίδια σκάλα την ψηλή που ανέβηκα. Γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι από τη στέγη. Έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι στο σβέρκο μου. Και έμεινα εκεί ανάπηρος και ανήμπορος. Κανείς από σας δεν γύρισε πίσω να με σώσει, κανείς δεν γύρισε έστω και το βλέμμα του σε μένα. Χωρίς λύπηση φύγατε όλοι σας και μόνος έμεινα πίσω. Και άλλο δεν είχαν να κάνω από το να τελειώσω τη ζωή μου με το δηλητήριο που είχα πάντα πάνω μου για την περίπτωση να πιαστώ στον πόλεμο αιχμάλωτος. Όμως περισσότερο εσένα από κείνους που λείπουν σε θυμάμαι γλυκά για την παρέα, τα τραγούδια, τους χορούς μας. Απ΄όλους εσένα μόνο φίλο δικό μου μπορώ να ονοματίσω. Και τούτο μόνο θέλω, όταν πιάσετε πάλι τα κουπιά του γοργοτάξιδου καραβιού σας  και πίσω στο κόσμο των ζωντανών-εκεί που ανήκετε- βρεθείτε, τα νέα  να πας πίσω στα παιδιά μου και να τους πείς οτι κλαίω και οδύρομαι για το κακό που με βρήκε αλλά προσεύχομαι πάντα καλά να είναι εκείνα Και οι προσευχές των νεκρών βοηθούν πάντα τους ζωντανούς. Και σένα θα βοηθήσω Οδυσσέα να είναι ακυμάτιστο το ταξίδι του γυρισμού σου». Και όπως το χέρι άπλωσε ο Οδυσσέας να αγκαλιάσει το φάντασμα του Στέφανου, ξεγελάστηκε σα να’ταν ο Στέφανος ζωντανός, πανύψηλος και καρδαμωμένος όπως ήταν με την κάτασπρη ιατρική του μπλούζα και το ρόζ πουκάμισο. Δεν μπόρεσε να τον αγγίξει, χάθηκε με μιας σαν ατμός.

Ο Οδυσσέας σκούπισε με τα ματοβαμμένα χέρια του τα δάκρυα του. Αίμα και νερό ανακατεύτηκαν. Και έβλεπε τις μυριάδες τις ψυχές των νεκρών διψασμένες προς το αίμα να έρχονται. Αίμα να πιούν και δύναμη να πάρουν για να μιλήσουν με φωνές ζωντανών έστω και για λίγο. Και είδε να έρχονται προς το μέρος του η ψυχή του Ορφέα του γιατρού με τη λύρα που ημέρευε ανθρώπους και ζώα με τη μουσική του. Στο πλάι του ανέβαινε και η νεκρή Ευριδίκη, από τις πιο ευτυχισμένες όψεις νεκρού που φάνηκε ανάμεσα στο πλήθος, αφού έστω και ως φάντασμα κρατάει με το χέρι της σφιχτά το χέρι του Ορφέα βέβαιη ότι δεν πρόκειται να της ξαναφύγει στον πάνω κόσμο. Και άλλες ψυχές νεκρών γιατρών ξεχώρισε ανάμεσα σε μυριάδες οπτασίες όπως του Ιπποκράτη, του Ασκληπιού, του Γαληνού, του Παράκελσου, του Hodgin, του Frank Starling, του Παστέρ, του Alan Yates, του Κρίστιαν Μπάρναρντ. Τους ρώτησε όλους, έναν έναν, γιατί έτσι στιβάζονται και σπρώχνονται να πιουν από το μαύρο αίμα και να αγγίξουν έστω και για μια στιγμή τον κόσμο των ζωντανών αφού τόσο δοξασμένοι και οι-περισσότεροι-πλήρεις ημερών έκλεισαν τον κύκλο της ζωής. Όλοι απάντησαν ότι  λίγα λεπτά ζωής  θα αντάλλαζαν ακόμη και με το πιο άσημο και ελάχιστο ζωντανό πλάσμα πάνω στη γη.

Με τρόμο είδε ο πολυμήχανος Οδυσσέας να ανεβαίνουν και οι ψυχές  ανθρώπων που είχε προσπαθήσει ο ίδιος να θεραπεύσει και δεν κατάφεραν να ζήσουν, είχαν πεθάνει στα χέρια του ή από τα χέρια του. Ανώνυμοι και επώνυμοι ο κυρ Αντρέας από τη Ζάκυνθο με τη βαρειά στένωση της αορτής και το εγκεφαλικό επεισόδιο μετά το χειρουργείο, ο νεαρός Κωνσταντίνος με τη μυοκαρδίτιδα που πέθανε γιατί περίμενε πολύ καιρό για μόσχευμα που δεν ήρθε ποτέ, ο καθηγητής των μαθηματικών που πέθανε από αιμορραγία, ο Νικόδημος ο πενηνταπεντάρης με το διαχωριστικό ανεύρυσμα της αορτής που δεν είχε χρήματα να πληρώσει την αναβάθμιση και πέθανε  περιμένοντας το χειρουργείο και άλλοι πολλοί. Κανένας από αυτούς δεν του κρατούσε κακία για όσα έγιναν. Ο Οδυσσέας δάκρυσε πικρά και πάλι και τους φώναξε δυνατά συγγνώμη, να το ακούσουν καλά, ότι αυτός είχε πραγματικά προσπαθήσει αλλά είναι γιατρός και όχι θεός.

Βουτηγμένος στα δάκρυα του ο Οδυσσέας βλέπει θαμπά να έρχεται προς το μέρος του η γιαγιά του, η αγαπημένη μάννα της μάννας του. Της έδωσε να πιεί το μαύρο αίμα αχόρταγα από μια μεγάλη κούπα για να μπορέσει να του μιλήσει, τρείς φορές όρμησε πάνω της προσπαθώντας να την σφίξει πάνω του και τρείς φορές μέσα από τα χέρια του σαν τη σκιά, σαν το όνειρο του πέταξε. Και κάθε φορά και πιό πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά του ώσπου της μίλησε φωνάζοντας με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά: «Μάνα της Μάνας μου αγαπημένη που με μεγάλωνες και πιο πολύ από τη μάννα μου με αγαπούσες, πως δεν στέκεις εδώ να σε ακουμπήσω που τόσο πολύ λαχταρώ; Αυτή η θεά του κάτω κόσμου η Περσεφόνη με βασανίζει και μου στέλνει μόνο το όραμα σου, την σκιά σου και δεν μπορώ να σε σφιχταγκαλιάσω, να σε χαιδέψω, να σε φιλήσω. Γιατι γλυκειά μου γιαγιούλα να  σε χάνω σαν οπτασία;» Και του απάντησε η γιαγιούλα: « Οδυσσέα καμάρι και λεβέντη μου, ψηλό μου κυπαρίσσι, βασιλικέ, κλωνάρι μου, έγω για σένα και τη φαμίλια σου προσεύχομαι  μέσα από τα σκοτάδια της χώρας αυτής του Πλούτωνα. Αυτή είναι καμάρι μου η μοίρα των θνητών, όταν κάποιος πεθαίνει δεν συγκρατούνε πιά τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκκαλα του. Όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει και αφήσει τα λευκά του κόκκαλα, μόνο η ψυχή πέταξε, σαν όνειρο και φτερουγίζει.

Ού γαρ έτι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν,

Άλλα τα μεν τε πυρός κρατερόν μένος αιθομένοιο

δαμνά, επεί κε πρώτα λίπη λευκ’ οστέα θυμός,

Ψυχή δ’ ηυτ’ όνειρος αποπταμένη πεπόπηται.

Αλλά φόωσδε τάχιστα λιλαίεο, ταύτα δε πάντα

Ίσθ’ ίνα και μετόπισθε τεη είπησθα γυναικί.

(συνεχίζει η γιαγιά του Οδυσσέα)

Εσύ όμως πολυμήχανο εγγόνι μου θα ζήσεις και θα χαρείς την επιστροφή σου στον πάνω κόσμο. Με τις ευχές μου στη φαμίλια σου. Θα σε βοηθήσει ο αγαπημένος μας Στέφανος να βρεί το δρόμο προς το καράβι.

Και ο Στέφανος με την ιατρική μπλούζα, ο αγαπημένος των θεών του κάτω κόσμου, ο άκλαυτος και αδικοχαμένος Στέφανος, πιάνει τον Οδυσσέα από το χέρι και μέσα στα σκοτεινά  ανεβαίνοντας ανάποδα τις Δίνες του Ωκεανού τον βοηθάει να κολυμπήσει γρήγορα πρός το καράβι. Οι κωπηλάτες με τα κουπιά χτυπούσαν σίγουρα και δυνατά τα αφρισμένα κύματα και σύντομα το καράβι βγήκε σε μια παγωμένη ακτή, έμοιαζε σαν τοπίο της Αρκτικής. Απόλυτος πάγος και χιόνι, μόνο χιόνι, ασπρίλα απέραντη που έφερνε αμέσως δάκρυα στα μάτια. Ο Οδυσσέας μόνος του βάδισε πολλά χιλιόμετρα ασθμαίνοντας και βυθίζοντας βαθειά σε κάθε του βήμα τα γυμνά πόδια του στο άθεο χιόνι. Έφτασε μετά από μεγάλη πορεία σε ένα όμορφο και ολοχιόνιστο ξύλινο σπίτι με κήπο. Στην αυλή υπήρχε στολισμένο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με δεκάδες διαφορετικές μπάλες και πολύχρωμα φωτάκια. Μπροστά από το δέντρο ήταν ένας χιονάνθρωπος με ροζ σκούφο ολόιδιος ο Στέφανος, ο ηδονικός  Ελπήνωρ που τον οδήγησε χέρι χέρι πίσω στο καράβι και τον πάνω κόσμο. Δακρυσμένος τον σφιχταγκάλιασε για πολύ ώρα, τόση πολλή ώρα που ο χιονάνθρωπος άρχισε να λιώνει μέχρι που έγινε μιά μικρή άμορφη μάζα από χιόνι, μιά χιονόμπαλα. Δίπλα της είχε πέσει ο ρόζ σκούφος. Ο Οδυσσέας χαμογέλασε όταν είδε ότι στην είσοδο του σπιτιού είχαν σταθεί ανυπόμονοι να τον αγκαλιάσουν η γυναίκα του η Μυρτούλα και τα δυό τους παιδιά. Έτρεξε χωρίς άλλο και τους βούτηξε στην αγκαλιά του μέσα σε λυγμούς.

«Παιδιά, έχουμε πάλι σφύξεις δόξα τω θεώ και φυσιολογικό ρυθμό, πιάνω πολύ καλές και δυνατές σφύξεις». « Οδυσσέα μ’ ακούς;»

«Ναι σας ακούω καλά, είμαι εντάξει, ένοιωσα να ζαλίζομαι, έχασα τον κόσμο, έκανα ανακοπή, έτσι δεν είναι βρέ παιδιά;»

« Οδυσσέα, έχεις πάθει έμφραγμα, έκανες κοιλιακή μαρμαρυγή, θα ανεβούμε άμεσα στο αιμοδυναμικό εργαστήριο για παρέμβαση, όλα θα πάνε καλά. Τώρα ξέχασε ότι είσαι γιατρός, είσαι πιά ένας κοινός θνητός» Αυτά τα λίγα είπε ο Σεβαστιανός, ο εφημερεύων καρδιολόγος, που ήταν επικεφαλής της ομάδας ανάνηψης η οποία και έσωσε τον συνάδελφο του, τον Οδυσσέα τον καρδιοχειρουργό.

«Σεβαστιανέ, που είναι ο Στέφανος που μ’εφερε στα επείγοντα και ήταν μαζί σας στην ομάδα ανάνηψης;» «Οδυσσέα», είπε ο Σεβαστιανός, «μάλλον είσαι ακόμη σε σύγχυση λόγω της ανακοπής. Δεν υπήρχε κανένας γιατρός Στέφανος, ούτε άλλος Στέφανος σήμερα. Η μόνη βέβαια σύμπτωση με αυτά που λες είναι ότι σήμερα είναι η γιορτή του Αγίου Στεφάνου, 27 Δεκέμβρη.»

Σκίτσο του Θανάση Δρίτσα
© Θανάσης Δρίτσας

(α) Ως βιβλιογραφική πηγή και για την μετάφραση και την απόδοση του πρωτότυπου Ομηρικού κειμένου χρησιμοποιήθηκε η εκδοχή του Δ.Ν. Μαρωνίτη, Οδύσσεια, Ραψωδία λ’, Απόλογοι: Νέκυια, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1994.

(β) Η ιστορία «Κωδικός Μπλέ» περιέχεται στο βιβλίο του Θανάση Δρίτσα με τίτλο «Κωδικός Μπλέ: ιστορίες στα όρια ζωής και θανάτου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος.

(γ) Τα πρωτότυπα σκίτσα (βινιέτες) για την εικονογράφηση του κειμένου είναι έργα του ίδιου του συγγραφέα

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ