Βιβλιο

Στην Ελλάδα της «Αναψηλάφησης» όλα είναι βρόμικα, μολυσμένα και εκφυλισμένα

Ο Βασίλης Γκουρογιάννης απαντά με τεκμήρια, πειστήρια κι ένα μυθιστόρημα που συζητιέται

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
gourogiannis_2.jpg

Η «Αναψηλάφηση» του Βασίλη Γκουρογιάννη (εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι ένα πολιτικό υπαρξιακό μυθιστόρημα που μιλά για την Ελλάδα της κρίσης

Ο ήρωας της «Αναψηλάφησης»,  μέλος μιας αριστερής αντιστασιακής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε από τη χουντική δικτατορία, καταφεύγει για πενήντα χρόνια στη Βαρκελώνη, διαπρέποντας ως κλασικός φιλόλογος και ομηριστής. Ώσπου επιστρέφει στην Αθήνα. Της κρίσης. Όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της πολιτικής παρακμής: η γλώσσα, η ιδεολογία, η αμάθεια, ο αμοραλισμός, η στρέβλωση των εννοιών, τα πολιτικά περιττώματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που επιπλέουν εξαργυρώνοντας με οφίτσια τους «αγώνες» του τότε.

Στην «Αναψηλάφηση», ένα πολιτικό υπαρξιακό μυθιστόρημα, η Ελλάδα απεικονίζεται ως διαρκές τραύμα: από τον Εμφύλιο ως τη δικτατορία και από τη μεταπολίτευση ως και την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, ο συγγραφέας τομογραφεί αξονικά την τόσο πολυμασημένη τσίχλα-λέξη «πατρίδα», που ο καθένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του την ερμηνεύει και την «πράττει» κατά το δοκούν. Διαβάστε τον. Ή σε περίπτωση που το έχετε ήδη κάνει, ορίστε μια παρτίδα από ερωτήσεις -κατά λάθος θα έγραφα μια «πατρίδα» από ερωτήσεις!- που επεξηγούν αλλά και φωτίζουν τις σελίδες του μυθιστορήματος του Γκουρογιάννη. Βάσει άλλωστε της ερμηνείας της λέξης, «αναψηλάφηση» θα πει «η εκ νέου εξέταση μιας δικαστικής υπόθεσης που είχε θεωρηθεί ότι είχε τελεσιδικήσει».

Η «Αναψηλάφηση» του Βασίλη Γκουρογιάννη κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο.

Αναρωτιέμαι: αν δεν ήσασταν σαράντα χρόνια μαχόμενος δικηγόρος, τι τίτλο θα δίνατε στο μυθιστόρημά σας; Δεδομένου ότι η λέξη «αναψηλάφηση» παραπέμπει στο άνοιγμα ενός παλιού και ξεχασμένου φακέλου μιας υπόθεσης που νέα στοιχεία επιβάλλουν την επανεξέτασή της! Αν, ας πούμε, ήσασταν φυσικός, χημικός, γεωλόγος ή φιλόλογος, που το τελευταίο είναι και η επαγγελματική ιδιότητα του πρωταγωνιστή σας;
Αν ήμουν φυσικός, πιθανόν να έβρισκα τίτλο σχετικό με τις μαγνητικές έλξεις και αλληλοαποθήσεις των… ιδεών και των… ιδεολόγων ή κάτι σχετικό με το χάος που είναι άλλωστε χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας ανεξαρτήτως ονομασίας του πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης. Αν ήμουν χημικός, κάτι σχετικό με τον βιολογικό καθαρισμό, ως γεωλόγος κάτι σχετικό με ηφαίστεια ή με σαθρά πετρώματα και τέλος ως φιλόλογος θα έδινα τίτλο τα «Τα βόδια του Θεού Ήλιου» που ήταν και η δεύτερη επιλογή μου μετά την «Αναψηλάφηση» και επισφραγίζεται αλληγορικά από το περιεχόμενο του βιβλίου.

18029_03.jpg
Όλα είναι βρόμικα, μολυσμένα και εκφυλισμένα στο μυθιστόρημά σας ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνεται επιστρέφοντας στην Ελλάδα έπειτα από δεκαετίες αυτοεξορίας στη Βαρκελώνη ο «απόδημος» ήρωάς σας: η γλώσσα, οι ιδέες της αριστεράς, οι αγωνιστές-σύντροφοι και οι μνήμες του πάλαι πότε αντιδικτατορικού παρελθόντος του. Ναυτία, πόνο αλλά και κατάθλιψη δείχνει πως του προκαλούν ακόμα και οι αντιμνημονιακοί «επαναστάτες» του τώρα. Καθόλου τυχαία όλη αυτή την «κατάσταση πραγμάτων» τη βαφτίζετε χαλασμένο δόντι, άρρωστη ρίζα. Ο ήρωάς σας περιφέρεται στην Αθήνα έχοντας ανάγκη από μια επείγουσα χειρουργική επέμβαση για να απαλλαγεί από το «απόστημα». Γιατί τόση θλίψη και πόνος, κύριε Γκουρογιάννη;
Μην ξεχνάτε ότι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι και αυτός ένα βασανισμένο άτομο, μοναχικό, πληγωμένο με διαταραχές και εμμονές και είναι φυσικό όλα να τα βλέπει μαύρα, έστω και στην υπερβολή τους. Οι λεκέδες σε ένα νυφικό δεν είναι ανεκτοί και το καθιστούν βρόμικο και μη ανεκτό ανεξαρτήτως της έκτασης που καταλαμβάνουν! Εν προκειμένω ο ήρωας θέλει να έχει μια ιδανική φαντασιακή πατρίδα (από πού αλλού να κρατηθεί;) και όταν επιστρέφει πενήντα χρόνια μετά βλέπει την ένδοξη Ελλάδα να είναι πλέον η τελευταία χώρα της Ευρώπης σχεδόν σε όλες τις εκφράσεις του πολιτισμού και όχι μόνον στην οικονομία, ίσως χαμηλότερα και από τριτοκοσμικές χώρες, να είναι το παγκόσμιο ρεζίλι με την οποία ασχολήθηκαν επί χρόνια όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, ακόμα και οι ιθαγενείς του… Αμαζονίου πρέπει να μας λυπούνταν βλέποντάς μας στις ειδήσεις με κεραία τηλεόρασης στηριγμένη στα δέντρα της Ζούγκλας! Με όλα αυτά που αισθάνεται και βλέπει από κοντά, το εύθραυστο μυαλό του αντιδρά έτσι. Βέβαια δεν έχει και άδικο! Στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας συμπλέκεται ένα εκρηκτικό μείγμα ενοχών και αυτοενοχών που σε πηγαίνει κατευθείαν στην κατάθλιψη και στη διαταραχή. Όποιος νιώθει καλά είναι περισσότερο άρρωστος από τους άλλους, γιατί του λείπει συν τοις άλλοις και η συναίσθηση.

Πόσο έχετε αυτοβιογραφηθεί στην «Αναψηλάφηση»; Η νιότη σας νομίζω πως συμπλέει χρονικά με τη νιότη του ήρωα, ασχέτως της διαφορετικής συνέχειας που ακολούθησαν οι ζωές σας...
Έχω ερωτηθεί γι’ αυτό από την κα Βένα Γεωργακοπούλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και δίνω παρόμοια απάντηση. Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο αυτό δεν το έγραψα μόνος μου, το γράψαμε όλοι οι Έλληνες μαζί, αριστεροί, δεξιοί, χουντικοί, βασανιστές, βασανισμένοι, πολιτικοί τυχοδιώκτες, έντιμοι, λαμόγια και απατεώνες, φιλάνθρωποι και απάνθρωποι, όλοι λοιπόν αυτοβιογραφούμεθα μέσα σε αυτό. Εγώ το συνέταξα και είμαι υπεύθυνος για την όποια λογοτεχνικότητα έχει.

«Πεινούσαμε στης γης την πλάτη, σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά ανίδεοι και χορτάτοι». Εμπνευσμένος από την ομηρική βρώση και πόση των «Βοδιών του Ήλιου», ο Σεφέρης γράφει τους στίχους από το παραπάνω ποίημα. Κι εσείς προικίζοντας τον ήρωά σας με χαρακτηριστικά «επιστροφής» σαν του Οδυσσέα, αλλά σε μια Αθήνα-Ιθάκη σκέτη κόλαση, φαίνεται εδώ να αποδίδετε, κατά κάποιο τρόπο, την κατάπτωση της πόλης και της χώρας: φαγώθηκαν βουλιμικά τα Βόδια του Ήλιου. Μετά, νομοτελειακά έρχεται ο εμετός. Αυτό ζούμε τα τελευταία χρόνια;
Αν φύγει το ερωτηματικό της ερώτησής σας, τότε απάντησή μου είναι όλα αυτά τα λόγια σας. Ακριβώς αυτές οι λέξεις, με… θαυμαστικό στο τέλος!

Η γλώσσα, έγραψε στο τελευταίο του βιβλίο ο Σαμ Σέπαρντ (σ.σ. «Ο άλλος μέσα του»), εμπεριέχει και τον χαρακτήρα του ήρωα. Ο δικός σας δείχνει να πάσχει από τη μετάλλαξη της ελληνικής. Λέξεις - έννοιες διαστρεβλώνονται, χειραγωγούνται, αντιστρέφονται, αδυνατεί να εξηγήσει πώς η νεοελληνική σύγχρονη «επικοινωνία» συντελείται με τόσα λίγα λήμματα. Έτσι και το τι ορίζεται πλέον ως αριστερά, δεξιά, αγώνας, δικαιοσύνη, πόλεμος, ειρήνη, ανάπτυξη, φτώχεια, πλούτος, επιτυχία ή αποτυχία, μοιάζουν απελπιστικά κενά ή άδεια νοήματος. Η πηγή του πολιτικού «κακού» ή αιτία εξάπλωσης της υπαρξιακής αλλά και οικονομικής μας «ασθένειας»;
Η αρρώστια ενός σώματος εκδηλώνεται στη γλώσσα, γι’ αυτό και οι γιατροί αρχίζουν τη διάγνωση ζητώντας από τον ασθενή να τους δείξει τη γλώσσα του. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την ασθένεια των κοινωνιών! Η άρρωστη κοινωνία έχει άρρωστη γλώσσα. Ο ήρωας του βιβλίου είναι άριστος, κορυφαίος φιλόλογος της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορεί να αντέξει την αλλοίωσή της, δεν μπορεί να αντέξει ότι η ελληνική γλώσσα, η πλουσιότερη με εκατομμύρια λέξεις και η πιο ένδοξη του κόσμου, συρρικνώθηκε σε λίγες λέξεις προς στοιχειώδη συνεννόηση, που και αυτή δεν γίνεται σωστά λόγω της αλλοίωσης των νοημάτων…, και γι’ αυτό σκέφτεται να κάνει ως δωρεά στη σημερινή Ελλάδα τη σύνταξη ενός ελληνο-ελληνικού λεξικού που θα αποκαθιστά την έννοια βασικών εννοιών, ώστε οι Έλληνες να συνεννοούνται μεταξύ τους! Όταν λένε π.χ. αριστερά να ξέρουν τι εννοούν, όταν λένε δημοκρατία να ξέρουν τι εννοούν, αναρχία ομοίως, πατρίδα ομοίως κτλ. Η σημασία της γλώσσας είναι τεράστια, βλέπετε πώς μιλάνε οι Έλληνες, βλέπετε τι είδους βιβλία διαβάζουν, ποιους εκλέγουμε (ή εκλέξαμε) να μας σώσουν. Ποιο μέλλον μπορεί να έχει ένας τέτοιος λαός; Είναι ένα ασθενοφόρο η Ελλάδα που καλείται να μεταφέρει τον βαριά ασθενή επειγόντως, αλλά το οδηγούν αδέξιοι και ανίκανοι με ή χωρίς καν άδεια οδήγησης με αποτέλεσμα να το τρακάρουν σκοτώνοντας και τον ασθενή που μεταφέρουν! Όλοι μας είμαστε συνυπεύθυνοι για την κατάντια της χώρας μηδέ του συγγραφέα εξαιρουμένου. Ο μόνος που μπορεί να κάνει κριτική και δικαιούται να αγανακτεί είναι ο ήρωας του βιβλίου που έζησε με αγωνία πενήντα χρόνια στο εξωτερικό, εμείς οι άλλοι όλο και κάτι τσιμπήσαμε από τα σφαγμένα «Βόδια του Ήλιου», άλλοι έφαγαν φιλέτα, άλλοι έγλειψαν ένα κόκκαλο, μια… πετσούλα, αλλά η ομηρική, θεϊκή αμαρτία έχει διαπραχτεί από όλους όπως έγινε με τους συντρόφους του Οδυσσέα. Τι είναι και τι σημαίνουν τα «Βόδια του Ήλιου», αν κάποιος αναγνώστης το αγνοεί ας το κοιτάξει στο google αντί να ανοίξει την Οδύσσεια και να ψάχνει…

Επιστρέφετε στη δικτατορία και πιο πίσω, στον Εμφύλιο. Στην εποχή των μπλοκ και των διπόλων που έδειχνε να λειτουργούν, σχεδόν (και) σαν κινηματογραφικοί ρόλοι: καλοί-κακοί, δεξιοί-αριστεροί, φασίστες-ιδεαλιστές δημοκράτες, πόλεμος-ειρήνη, καπιταλισμός-κομμουνισμός, συντροφικότητα και πάλη ενάντια στην αταραξία και την ανοχή. Μετά όλα εξαφανίστηκαν ή αντιστράφηκαν. Ο ήρωάς σας συναντά το παρελθόν του σε μια εντελώς παρακμιακή μορφή. Ακόμα και η «συμβολοποιημένη» εκδοχή κάποιων εμβληματικών μορφών ή ιδεών του χθες είναι τόσο αλλοιωμένα που επιτείνουν τη μελαγχολία του. Μόνο η μορφή του Αλέξανδρου Παναγούλη παραμένει αλώβητη. Μήπως επειδή πέθανε νωρίς;
Ένα βασικό, κομβικό στοιχείο του μυθιστορήματος (που δεν παρατηρήθηκε καθόλου από τις μέχρι τώρα κριτικές) είναι οι ρήσεις του μεγάλου φιλοσόφου Ηράκλειτου. Αυτός μας μιλάει για τα δίπολα που οδηγούν σε συγκρούσεις (πόλεμος, πάντων πατήρ), αλλά και για τις μεταλλάξεις των πάντων (τα πάντα ρει και ουδέν μένει). Η πολιτική και κοινωνική μας ζωή έχουν τις πικρές της ρίζες πολύ πίσω και το δικό μας «σήμερα» είναι η στρεβλή και συγχρόνως ταυτόχρονη επίδραση των ρητών του Ηράκλειτου. Βέβαια με ρωτάτε για τον Αλέκο Παναγούλη. Πράγματι διατηρώ τη μνήμη του αλώβητη, διότι μέχρι τον θάνατό του έμεινε αλώβητη, όπως είναι αλώβητη η μνήμη του Τσε Γκεβάρα, ενώ ο Φιντέλ Κάστρο εξελίχτηκε σε έναν υπέργηρο, φλύαρο ηγέτη που έτρωγε από τη νεανική δόξα του.

Υπάρχουν δύο σκηνές στο βιβλίο σας που τις θεωρώ συγκλονιστικές: η σκηνή στο νοσοκομείο όπου ο αριστερός ήρωας και η χουντική νοσοκόμα ανταλλάσσουν σάρκα και οργασμό και η σκηνή όπου δεκαετίες μετά συναντά στην Αθήνα τον τότε βασανιστή του, υπέργηρο πια και απόλυτα διαταραγμένο ψυχικά στα όρια του ψεκασμού. Έρωτας και παράνοια, με γλώσσα τόσο απέριττη, λιτή αλλά και περιεκτική. Πόσο καιρό σάς πήρε το πρώτο γράψιμο και πόσο η «επεξεργασία»;
Κάθε αναγνώστης στέκεται σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου, ίσως σε εκείνα που έγραψε μόνος του, όπως λέμε και παραπάνω στην τρίτη ερώτηση. Το γράψιμο του βιβλίου δεν διήρκησε περισσότερο από έναν χρόνο, δεν γράφω αργά και δύσκολα διότι το υλικό υπάρχει στο υποσυνείδητό μου χρόνια πριν και μου αρκεί η καταγραφή και η λογοτεχνική επεξεργασία που κι αυτήν την κάνω γρήγορα και… μανιακά, με αποτέλεσμα να μου είναι πολύτιμη η επιμέλεια ικανών επιμελητών. Μόνος μου δεν μπορώ να χειρουργήσω τον εαυτό μου, το αφήνω σε έμπειρους χειρουργούς που εμπιστεύομαι, όπως στο παρόν μυθιστόρημα.

Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρατε να μη φτιάξετε πρόσωπα μη καρικατούρες στο μυθιστόρημά σας. Εκτός από πολιτικό αλλά και υπαρξιακό, θα το χαρακτήριζα και συγκεκριμένα ιστορικό κατά κάποιο τρόπο: αναψηλαφείτε πολύ ψύχραιμα την αλήθεια πέρα από τον μύθο. Πώς καταφέρατε να αποφύγετε τις παγίδες της αγιοποίησης, της στράτευσης ή των ανέξοδων ρομαντισμών για «εκείνα που χάθηκαν» και λοιπά «σπαραξικάρδια», που μοιάζει περισσότερο οι συγγραφείς να τα ασπάζονται για να κολακέψουν το κοινό τους ή να εκμαιεύσουν «συναίσθημα», αφού μάλλον ακόμα επιζητεί τέτοιου είδους «μεταδικτατορικές» αφηγήσεις...
Έχω μεγάλους δασκάλους που μου το δίδαξαν αυτό. Έχουμε τους μεγάλους αρχαίους τραγωδούς που δεν χρησιμοποιούν χαρακτήρες καρικατούρες στα έργα τους. Ακόμα και τα πιο μισητά πρόσωπα έχουν πειθώ, όταν μιλούν για τον εαυτό τους και εξηγούν τις πράξεις τους. Καρικατούρες δημιουργούν οι κακοί σκηνοθέτες όταν αναπαριστούν τα μεγάλα αυτά έργα ερμηνεύοντάς με το δικό τους διανοητικό εύρος και την κοντόφθαλμη αισθητική επιδιώκοντας να δώσουν ένα δήθεν κοινωνικό μήνυμα αρεστό στο κοινό. Το μόνο που μένει τελικά από τα μηνύματα της τέχνης είναι σαν κάποια αγωνιστικά ιδεολογικά πανό που παραμένουν κρεμασμένα ή κάποια συνθήματα γραμμένα στους τοίχους παρότι το γεγονός στο οποίο αναφέρονται έχει παρέλθει προ πολλού, έχει λησμονηθεί και δεν αφορά κανέναν, π.χ. «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» κτλ.

Επίσης μου άρεσε πολύ η μη γραμμική εξιστόρηση του βιβλίου, το σκαμπανέβασμα των χρόνων, το μπρος πίσω των κεφαλαίων σας. Γιατί επιλέξατε αυτήν την α λα memento αφήγηση αντί για μια συμβατική αφήγηση που κλιμακώνει χρόνο με τον χρόνο; 
Χαίρομαι που σας άρεσε αυτός ο τρόπος της μη γραμμικής αφήγησης. Όπως και να το κάνουμε η λογοτεχνία μοιάζει και λίγο με τα νυχτερινά όνειρα. Δεν μπορείς να προβλέψεις και να προσχεδιάσεις τι όνειρο θα δεις και με ποιον τρόπο θα το δεις. Συνήθως τα βλέπουμε με μπερδεμένη πλοκή και εξέλιξη.

Τι είναι για σας η λογοτεχνία; Η φόρμα, η αφήγηση, η ιστορία, η αισθητική, η ηθική, η ιδεολογία, η εξιστόρηση της μοίρας του ανθρώπινου πεπρωμένου; Και προσωπικά για εσάς, εμπεριέχει κάποιου είδους ατομικής θρησκευτικότητας;
Όλα αυτά μαζί και… κάτι ακόμα απροσδιόριστο, μη ερμηνεύσιμο και μη διδακτό.

Είστε αισιόδοξος, παρ’ όλα αυτά; Μιλάω για την τύχη μας σε μελλοντικό χρόνο. Ξέρω πως έχετε κι έναν γιο που λόγω της κρίσης αναγκάστηκε να ξενιτευτεί στο εξωτερικό.
Σε βάθος χρόνου αλλά σε πολύ βάθος χρόνου είμαι αισιόδοξος. Είναι νομοτέλεια. Ο κύκλος του Ηράκλειτου εξακολουθεί να περιστρέφεται και εφόσον τώρα είμαστε κάτω, αργά αργά θα ανέβουμε. Δυστυχώς ο κύκλος του Ηράκλειτου δεν έχει την ταχύτητα των κύκλων του λούνα παρκ. Κάποιες γενιές θα ζήσουν στερημένα, αλλά ίσως σοφότερα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ