Βιβλιο

Για όλα έφταιγε η αγάπη

«Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη υπόσχεται στον αναγνώστη μια ηθογραφική αποτύπωση της Κρήτης τη δεκαετία του ’50

popa.jpg
Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 700
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

«Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»

Αν το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη υπόσχεται στον αναγνώστη μια ηθογραφική αποτύπωση της Κρήτης τη δεκαετία του ’50, το κειμενικό σώμα τού επιφυλάσσει ένα μυθιστόρημα στιβαρού ρεαλισμού, με θέμα που ξεπερνά την ηθογραφία και αγγίζει τολμηρά μια οδυνηρά παλλόμενη υπαρξιακή φλέβα.

Ήρωας του βιβλίου είναι ένας άνθρωπος που κατευθύνεται αναπόδραστα προς αυτό που δεν είναι. Ένας άνθρωπος που αφήνεται στη ροή των γεγονότων παραμερίζοντας την επιθυμία, που συμβιβάζεται με τις επιλογές των άλλων, υποτάσσεται στις βαθιά ριζωμένες κοινωνικές επιταγές, στους άγραφους νόμους και τους παραδοσιακούς κανόνες και παραδίδεται στο τυχαίο επιτρέποντάς του να του κατατρώγει το πρόσωπο, ενώ ακόμα και στα όνειρα καταλαβαίνει «πως πρέπει να πασχίσει να φτιάξει έναν θόρυβο, μιαν άλλη ζωή, με λόγια και δράση». Αλλά δεν μπορεί, όσο κι αν δεν του λείπει ολότελα η ατομικότητα. Προτιμά να γίνει ο «καθένας», βουτηγμένος στην ακινησία του επαρχιακού βίου, διασκορπισμένος σε συμβάντα που δεν ορίζει. Ως τη στιγμή της τυφλής, αυτοκαταστροφικής εξέγερσης απέναντι σε μια προδιαγεγραμμένη, μοιραία αδικία, μια τραγική φάρσα που του έχουν στήσει τα γονίδια: ο κοινός, κοινότατος αυτός άνθρωπος θα επιτεθεί στο πεπρωμένο του, ή μάλλον στον ίδιο του τον εαυτό. Και σκοτώνοντας ό,τι ο ίδιος έχει φέρει στον κόσμο, θα παρασυρθεί μαζί του στον αφανισμό.

Διαβάζουμε την ιστορία αυτού του ανθρώπου, μέσα από τα χαρτιά που άφησε στη φυλακή στον μόνο άνθρωπο «που τον σεβάστηκε», έναν νεαρό δεσμοφύλακα, «καλό παιδί». Ένας φιλήσυχος ταχυδρόμος ο ήρωάς μας, από κάποιο χωριό στα ορεινά του Ρεθύμνου, κατέληξε να μοιράζει γράμματα και συντάξεις έχοντας αποτύχει να γίνει δάσκαλος, όχι μόνο επειδή τον πρόδωσε το σώμα του στις εξετάσεις («στο δεύτερο μάθημα με έπιασε εμετός, δεν ξέρω τι ήταν, να μην μπορώ να κρατήσω τίποτα μέσα μου») αλλά και γιατί «του έλειπαν τρεις πόντοι» από το ύψος που προέβλεπε ο νόμος για τους υποψηφίους, από το ταπεινό 1.72. Και μαζί με το δασκαλίκι θα χάσει και την Αθηνά, μια τρυφερή φίλη από τα χρόνια του σχολείου, και θα παντρευτεί με προξενιό μια νύφη «από τα βουνά του Ρέθεμνου», δίχως να την έχει δει ως την ημέρα του γάμου. Αυτή η κουκουλωμένη νύφη για την οποία δεν ξέρει τίποτα, που ίσως δεν είναι αυτή που του πρωτοπαρουσίασαν οι συγγενείς της, φέρνει μαζί της μιαν αόριστη απειλή, κάτι βαρύ και σκοτεινό που διαπερνά απ’ άκρου σ’ άκρο την αφήγηση. Όπως βαριά και σκοτεινή είναι η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτό που φαίνεται κι αυτό που είναι, ανάμεσα στα βάναυσα ήθη και τη διεκδίκηση του εαυτού και της αλήθειας του.

Η αφήγηση του Γιώργου Παπαδάκη είναι ώριμη, ήσυχη, δίχως εξάρσεις, ακόμη κι όταν κορυφώνεται το δράμα, φτιαγμένη, θαρρείς, από την ύλη της σιωπής. «Εκείνη η αναθεματισμένη σιωπή θα έφταιγε. Που σιωπούσαμε. Που δεν είχαμε αρκετές λέξεις ανάμεσα στις παύσεις», λέει κάποια στιγμή ο ταχυδρόμος. Και είναι η εύγλωττη σιωπή των βλεμμάτων και των χειρονομιών που τον υποχρεώνει να πορευτεί όπως πορεύεται, η σιωπή που καθιστά πιο ισχυρές τις δεσμεύσεις, πιο βίαιες τις απαγορεύσεις, πιο ανυπόφορο το άγος της ψυχικής ασθένειας που στοιχειώνει την οικογένειά του και τον ωθεί στην παιδοκτονία.

«Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Τα ήθη και οι προκαταλήψεις της κλειστής κοινωνίας γίνονται εδώ παράγοντες εγκληματογένεσης, κινητήριες δυνάμεις των υπόγειων ψυχικών διεργασιών που συγχέουν τον φόνο με την αγάπη. «Για όλα έφταιγε η αγάπη, τούτη η αγάπη η δική μου, που’ ναι δύσκολη, δύσκολη π’ ανάθεμά τη», λέει ο ταχυδρόμος λίγο πριν από το τέλος, κατακυριευμένος από αβάσταχτη νοσταλγία για το νεκρό του παιδί.

Για άλλη μια φορά έρμαιο των κοινωνικών συμβάσεων, παραπαίοντας ανάμεσα την άκρατη ενοχή και την αυτοδικαίωση, δεν θα ζητήσει παρά «απλό χώμα» στον τάφο του, μια πέτρα απ’ τα βουνά του και «κανένα όνομα. Τίποτα». Η ανωνυμία του θα είναι η πιστοποίηση της σύνθλιψής του μέσα στα ασφυκτικά όρια μιας κοινότητας που δίνει ονόματα, αλλά δεν επιτρέπει στα πρόσωπα την αυθυπαρξία τους.


Ο ταχυδρόμος, Γιώργος Παπαδάκης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 229

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ