Βιβλιο

«Η πολυθρόνα»: Η Μαρία Σταυροπούλου μιλάει για το νέο της βιβλίο

Συνέντευξη της συγγραφέως στην Athens Voice για το ψυχολογικό θρίλερ με νουάρ στοιχεία

dora_1._798_1.jpg
Δώρα Μοσχοπούλου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
befunky-collage_7.jpg

Με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου της Μαρίας Σταυροπούλου, που έχει τον τίτλο «Η πολυθρόνα», η συγγραφέας μας παραχώρησε συνέντευξη.

Η Μαρία Σταυροπούλου είναι κοινωνική λειτουργός. Το νέο της βιβλίο, είναι ένα μυθιστόρημα που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιδιαίτερου ψυχολογικού θρίλερ. Η συγγραφέας εστιάζει κατά κύριο λόγο στη σχέση θύτη και θύματος και σε ποιο βαθμό αυτή μπορεί να συνυπάρξει μέσα σε μία προσωπικότητα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως το βιβλίο «Η πολυθρόνα» είναι η δεύτερη συγγραφική δουλειά της Μαρίας Σταυροπούλου. Το πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο «ψάχνοντας ανθρώπους» κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις «Λυκόφως» και έχει φτάσει αισίως στην Β' έκδοση.

coverbookz.jpg
Η Πολυθρόνα είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ. Τι σε ενέπνευσε να γράψεις αυτό το βιβλίο; Γενικά από που αντλείς έμπνευση όταν γράφεις;
Καταρχάς δεν ξέρω κατά πόσο πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ αυτό καθ' αυτό. Κατ' εμέ είναι ένα εσωτερικό μυθιστόρημα που έχει χαρακτηριστικά ψυχολογικού θρίλερ με στοιχεία νουάρ. Όσον αφορά στο τι με ενέπνευσε θα χρειαστεί να πάμε αρκετά πίσω, στον Αύγουστο του 2014 συγκεκριμένα. Αρχές Αυγούστου βρέθηκα στο χωριό μου, στην Αρκαδία, στα πλαίσια κάποιων εκδηλώσεων όπου μέσα σε όλα παραβρέθηκα στην συναυλία του Λουδουβίκου των Ανωγείων. Κάποια στιγμή ο Λουδοβίκος λέγοντας μία ιστορία μίλησε για τις πληγές στα κτίρια, τις φθορές τους δηλαδή. Η λέξη πληγές μου έκανε κλικ και αμέσως έβγαλα το ημερολόγιό μου και άρχισα να γράφω μέσα στο σκοτάδι για τις πληγές στα σώματα των ανθρώπων. Ήταν ένα μικρό σχετικά κειμενάκι το οποίο έμεινε εκεί ξεχασμένο για πολύ καιρό. Κάποια στιγμή μέσα στο 2015 το θυμήθηκα και έκανα ένα διηγηματάκι δέκα περίπου σελίδων. Στις αρχές του 2016 το θυμήθηκα ξανά και διαβάζοντάς το άρχισα να γράφω με πυρετώδη ρυθμό και με κάποιο μαγικό τρόπο, τον οποίο πραγματικά δεν μπορώ να εξηγήσω, μπήκε στο κείμενο η πολυθρόνα. Η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη. Αναφέροντας την παραπάνω ιστορία καταλαβαίνετε ότι εμπνέομαι από τα πάντα. Μπορεί να είναι μία λέξη, μία εικόνα, η έκφραση ενός ανθρώπου, ένας ήχος, η σιωπή. Βέβαια μόλις ξεκινήσω να γράφω χάνω την επαφή με τον γύρω κόσμο και τον εαυτό μου και λειτουργώ λες και κάποιος/κάτι μου υπαγορεύει λέξεις. Ακούγεται περίεργο αυτό, το ξέρω, αλλά έτσι λειτουργώ.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου σου (15ο Κεφ.) αναφέρεις την σχέση που έχουμε με τον καθρέφτη. Μίλησε μου γι' αυτήν.
Ο καθρέφτης, όπως αναφέρω και στο βιβλίο, αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ύπαρξης του εαυτού μας ως οντότητα μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπό μας και τον λαιμό μας και κυρίως δεν μπορούμε να δούμε τα μάτια μας. Δεν μπορούμε να δούμε όσα βλέπουν οι άλλοι σε εμάς παρότι το βλέμμα είναι υποκειμενικό. Η σχέση με τον καθρέφτη είναι ιδιότυπη και ιδιόρυθμη θα έλεγα. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, με έναν εαυτό που ενίοτε σιχαινόμαστε ή λυπούμαστε γι' αυτόν. Και δεν είναι το είδωλό μας αυτό καθ' αυτό που μας προκαλεί αυτά τα συναισθήματα αλλά αυτό που καθρεφτίζει η ψυχή μας. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε εκείνες τις ώρες και αυτό από μόνο του μας προκαλεί αναστάτωση. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής και ο καθρέφτης μας στήνει απέναντί μας. Αποτελεί τον πιο σκληρό ρεαλιστικό αντίπαλο, εμείς με εμάς.

Ένα βασικό στοιχείο που πραγματεύεσαι στο βιβλίο σου είναι η παιδική μας ηλικία, η σχέση με τους γονείς μας και το κατά πόσο αυτή μας επηρεάζει στη μετέπειτα πορεία της ζωή μας, σε όλες τις σχέσεις μας (φιλικές, ερωτικές, επαγγελματικές κλπ). Πόσο μπορεί ο καθένας από εμάς να χαράξει την δική του πορεία;
Η παιδική ηλικία θεωρώ ότι αποτελεί παράγοντα κλειδί στην εξέλιξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γεννιέται κατά πολύ ως tabula rasa (άγραφος πίνακας) και χρειάζεται να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του και να αναπτύξει δεξιότητες. Οι πρώτοι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας, συνήθως, είναι οι γονείς μας και είναι αυτοί οι οποίοι έχουν αναλάβει αυτόν τον καθ' όλα δύσκολο ρόλο. Οπότε αυτό από μόνο του συνεπάγεται ότι η σχέση μαζί τους και τα βιώματα τούτης της περιόδου της ζωής μας είναι καταλυτικά. Η σχέση με τους γονείς μας λειτουργεί ως καθρέφτης της μετέπειτα συμπεριφοράς μας σε όλα τα επίπεδα των σχέσεών μας. Ενός καθρέφτη που όλα μας είναι ορατά, ακόμη και αν προσπαθούμε να τα απωθήσουμε ή να κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε, είναι εκεί. Βασικό ρόλο παίζει η αγάπη που πήραμε ως παιδιά, όποιος αγαπήθηκε ξέρει να αγαπά και να μοιράζει απλόχερα αγάπη έχοντας σταθερές αναλλοίωτες στον χρόνο. Βέβαια δεν σημαίνει ότι το παιδί που δεν αγαπήθηκε δεν ξέρει να αγαπά. Ξέρει, αλλά με έναν άλλον τρόπο.

Όσον αφορά στην χάραξη της δικής μας πορείας θεωρώ ότι είναι εφικτή σε μεγάλο βαθμό. Έχει να κάνει με το κατά πόσο θέλουμε να ξεφύγουμε ή όχι από τα γονεϊκά πρότυπα, τα «λανθασμένα» κατά βάση. Με το κατά πόσο αναγνωρίζουμε την «νοσηρότητα» των βιωμάτων της παιδικής μας ηλικίας. Με το κατά πόσο θέλουμε να είμαστε υγιείς και υπεύθυνοι ενήλικες. Όταν υπάρχει συνείδηση αυτών προχωράμε στην αλλαγή πατώντας γερά στα πόδια μας.

Τελικά ο θύτης και το θύμα μπορεί να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο; Και για πόσο;
Σαφώς και μπορεί να συνυπάρχουν. Όλοι οι άνθρωποι στην πορεία της ζωής μας έχουμε υπάρξει και θύτες και θύματα, ηθελημένα ή μη. Ορισμένοι όμως έχουν επιλέξει, για κάποιους λόγους, να πορεύονται και με τους δύο αυτούς ρόλους και πιστέψέ με είναι άκρως κακοποιητικοί ως χαρακτήρες. Το μέχρι πότε και για πόσο έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Από το πόσο έχουν συνείδηση του τι πράττουν και γιατί το πράττουν. Από το κατά πόσο είναι έρμαια των απωθημένων και των δύσκολων βιωμάτων τους. Από το αν έχουν μπει ποτέ στην διαδικασία να αφουγκραστούν τον εαυτό τους μα και τους γύρω τους μιας και πολλές φορές οι άλλοι βλέπουν σε εμάς σημάδια που εμείς αγνοούμε όντας χαμένοι σε καταστάσεις. Θεωρώ ότι η ενδοσκόπηση που οδηγεί στην αγάπη και στην αποδοχή του εαυτού μας αποτελεί απαραίτητη διαδικασία έτσι ώστε κάποιος να καταφέρει να απαγκιστρωθεί από τους ρόλους του θύτη και του θύματος. Επίπονη διαδικασία μα λυτρωτική.

Η πολυθρόνα, που είναι και ο τίτλος του βιβλίου, έχει ταυτιστεί με την βολή μας και την άνεση. Ο ήρωας σου όμως πόσο αναπαυτικά ή όχι καθόταν στην πολυθρόνα του; Κάτι ακόμα που μου άρεσε στο βιβλίο είναι ότι έδωσες φωνή, κίνηση και συναίσθημα σ' ένα άψυχο αντικείμενο όπως είναι η πολυθρόνα.
Θαρρώ ότι όλοι σχεδόν έχουμε σπίτι μας μια αναπαυτική πολυθρόνα που μας ξεκουράζει και μας προσφέρει ηρεμία και χαλάρωση. Κάπως έτσι είναι και η πολυθρόνα του ήρωά μου, μόνο που αυτή είναι «ζωντανή». Ναι μεν καθόταν αναπαυτικά πάνω της έχοντας τον ρόλο του θύτη αλλά συνάμα η ίδια η πολυθρόνα βρισκόταν εκεί για να του θυμίζει το θύμα που κάποτε υπήρξε. Η πολυθρόνα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την φωνή της συνείδησής του ή μάλλον την φωνή του υποσυνείδητού του. Τον πιστό άλλο που βλέπει σε εμάς πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να δούμε. Αυτόν που ενδεχομένως θα μας παρακινήσει να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα του χαρακτήρα μας και να πάμε στο παρακάτω της ζωής μας. Οπότε αυτή η πολυθρόνα όσο αναπαυτική ήταν άλλο τόσο ξεβόλευε τον ήρωά μου. Όσον αφορά στο ότι μιλάμε για ένα άψυχο αντικείμενο, σκέψου πόσες φορές παίρνουμε απαντήσεις από άψυχα πράγματα. Βλέπουμε κάτι, κάπου και είναι σαν να μας μιλάει και να μας βγάζει από την δύσκολη θέση του μυαλού μας.

Ο ήρωας του βιβλίου σου ταλαιπωρήθηκε πολύ, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στη ζωή. Με μια διαρκή μάχη με τον εαυτό μας και με τους άλλους, τις πληγές, τους φόβους και τα ελαττώματα μας. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να βγει κανείς στο «φως»;
Οι άνθρωποι υπάρχουμε για να ταλαιπωρούμαστε; Και γιατί ταλαιπωρούμαστε; Μήπως θέλουμε τελικά να κάνουμε δύσκολη την ζωή μας; Αυτά είναι ερωτήματα που έρχονται συχνά στο νου μου. Από την μία θεωρώ ότι όλα είναι απλά, όχι εύκολα, στην ζωή και από την άλλη έρχεται η ίδια η ζωή και μου αποδεικνύει ότι είναι σύνθετα και ότι υπάρχουν δυσκολίες, ανυπέρβλητες ενίοτε. Ο άνθρωπος είναι σύνθετο ον από μόνο του θα μου πεις αλλά ως σύνθετο ον θα έπρεπε να βρίσκει λύσεις και να εξομαλύνει τις όποιες καταστάσεις. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, κάποιες φορές μοιάζει με αρχέγονη κατάρα που στο χέρι μας είναι να την αφήσουμε πίσω και να την μετατρέψουμε σε ευχή.

Το φως αποτελεί θέμα προσωπικής επιλογής κατά πολύ. Όσο εύκολο είναι άλλο τόσο είναι και δύσκολο. Όλοι μας παίζουμε ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Το φως υπάρχει μόνο αν θέλουμε να το δούμε. Όποιος δεν θέλει να το δει βολεύεται στα σκοτάδια του, παραιτείται και περιμένει ως δια μαγείας να αλλάξει η ζωή του. Την ζωή αν δεν την πιάσουμε από τα μαλλιά κάποια στιγμή θα τα χάσει και δεν θα έχουμε από που να πιαστούμε.

Θα παρακαλούσα όσους δεν θέλουν να δουν το φως να μην το κρύβουν και να μην προσπαθούν να το κλέβουν από εμάς που το επιθυμούμε.

Όπως και στο πρώτο βιβλίο, έχεις μια αμεσότητα και έναν τρόπο να φτάνεις κατευθείας στο «κέντρο» των συναισθημάτων του αναγνώστη σου. Τι μήνυμα θες να περάσεις από αυτό το βιβλίο σου;

Δεν είμαι σίγουρη για το τι μήνυμα θέλω ακριβώς να περάσω. Ναι, εγώ το έγραψα το βιβλίο αλλά στέκομαι στο ότι είναι εσωτερικό άρα θα «μιλήσει» με διαφορετικό τρόπο στον καθένα, όπως ήδη έχει συμβεί. Οι αναγνώστες αποτελούν μεγάλη πρόκληση για εμένα. Μου αρέσει να τους ακούω προσεχτικά. Με ενδιαφέρει πολύ που στάθηκε ο καθένας, τι τον ενόχλησε, με ποιά κομμάτια του βιβλίου ταυτίστηκε. Με αυτόν τον τρόπο τους «γνωρίζω» και ας μην τους ξέρω προσωπικά. Ίσως το μήνυμα τούτου του βιβλίου έχει να κάνει με το ότι όλα είναι εφικτά και δεν πρέπει να τα παρατάμε όσο δύσκολα και να μας έχει φερθεί η ζωή. Επίσης, με το ότι κάποιες φορές όλα είναι μέσα στο μυαλό μας και βάζουμε οι ίδιοι τρικλοποδιές στη ζωή μας.

Ποιο είναι από τα αγαπημένα σου βιβλία; Ποιούς συγγραφείς/ ποιητές σου αρέσει να διαβάζεις;
Θεωρώ ότι το αγαπημένο μου βιβλίο είναι «Το μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε κάπου στα 1920 και μιλάει για τα πάντα με έναν απίστευτο τρόπο. Με γοητεύουν τα βιβλία εκείνων των χρονικών περιόδων, και παλαιότερων, όπου οι συγγραφείς είχαν να πουν καινούργια πράγματα. Τώρα πλέον έχουν ειπωθεί τα πάντα και όσοι γράφουμε καλούμαστε να δημιουργήσουμε το δικό μας προσωπικό στυλ μακριά από αντιγραφές και επαναλήψεις. Δύσκολο μεν κατορθωτό δε.

Αγαπώ πολύ όλα σχεδόν τα γραπτά του Ντοστογιέφσκι, του Σαραμάγκου μα και του Χρόνη Μίσσιου. Επίσης, τον Έσσε, τον Καζαντζάκη, τον Πόε, τον Καμύ, τον Κάφκα, τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ, τον Πεσσόα.

Γνωρίζεις από την αρχή το τέλος της ιστορίας των βιβλίων που γράφεις ή σε «οδηγούν» οι ήρωές σου;
Ναι, το γνωρίζω εξ αρχής και εμμένω σε αυτό όσο και αν οι ήρωές μου θέλουν να το αλλάξουν. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η αλήθεια είναι ότι μπήκα στον πειρασμό να το αλλάξω μιας και ο συγκεκριμένος ήρωας με ταλαιπώρησε πάρα πολύ και μου δημιουργούσε εκνευρισμό αλλά δεν του έκανα την χάρη. Επίσης, πρώτα έρχεται ο τίτλος και μετά όλα τα υπόλοιπα.

Ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα για σένα την περίοδο που γράφεις κάποιο βιβλίο;
Το ότι γράφω. Αυτό από μόνο του μου προκαλεί τρομερή ικανοποίηση. Νιώθω πλήρης, χρήσιμη, έρχομαι σε επαφή με το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού μου, απομονώνομαι και ζω κάπου αλλού. Ζω ανάμεσα στις λέξεις και στα σημεία στίξης. Βέβαια από την άλλη δεν την λες πάντα πολύ όμορφη αυτή την περίοδο. Το πρώτο μου βιβλίο γεννήθηκε χωρίς επιπλοκές και ήμουν ευτυχής. Αυτό είχε πολλές ωδίνες και για εμένα και για τον ήρωά μου, ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ αλλά τελικά καταφέραμε να λυτρωθούμε αμφότεροι.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ