Νίκος Αμανίτης: Ακόμα και ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο είναι μυθοπλασία
Αναζητώντας τα ίχνη του Αγνοούμενου του Ματαρόα
Ο Νίκος Αμανίτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος, μιλάει για τη ζωή ενός φαντάσματος, του «αγνοουμένου» του Ματαρόα, ζωγράφου Νίκου Μπαλόγιαννη
Μυθιστόρημα ή ιστορική έρευνα; Και τα δύο: ένα υβριδικό πεζογράφημα που διαβάζεται νεράκι και μας μεταφέρει από την Αθήνα της Κατοχής στο Παρίσι των παραμονών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι ακόμα πιο πίσω, στον Μεσοπόλεμο των Αθηνών: αυτό είναι το βιβλίο του Νίκου Αμανίτη «Ο αγνοούμενος του Ματαρόα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, Νίκος Μπαλόγιαννης, πρόσωπο υπαρκτό, ζωγράφος της Καλών Τεχνών στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και στο Παρίσι και κατόπιν καλλιτέχνης στο Σαν Φρανσίσκο και στη Νέα Υόρκη, θα στοιχειώσει τον συγγραφέα με μια ερωτική επιστολή που γράφει σε ένα ρολό χαρτί 27 μέτρων στη μυστηριώδη αγαπημένη του, Μουν, από την Αθήνα της Κατοχής στη Γαλλία. Αυτό θα ωθήσει τον ήρωα να ερευνήσει εμμονικά τη ζωή αυτού του ανθρώπου, ο οποίος έφυγε από την Ελλάδα με το Ματαρόα και αγνοείται παντελώς από την ελληνική βιβλιογραφία.
Όταν ο Ελύτης συναντούσε για πρώτη φορά τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη, το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου του 1935, ο Νίκος Μπαλόγιαννης είχε πιαστεί στα χέρια με κάποιον έξω από μια ταβέρνα δέκα μέτρα μόνο μακριά τους. Ο ίδιος αυτός Μπαλόγιαννης έζησε 160 μέτρα μακριά από τα μυθιστορηματικά σπίτια των δύο κοριτσιών στην «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και στριφογύριζε στα σοκάκια της «Μενεξεδένιας πολιτείας» του Τερζάκη. Ζούσε 240 μέτρα από το σπίτι του Σεφέρη στην Κυδαθηναίων και ούτε 20 μέτρα απ’ αυτό του Κωστή Παλαμά.
Ποιο ήταν αυτό το φάντασμα, αυτός ο «αγνοούμενος» του Ματαρόα, που μοιάζει να εμφανίζεται στη σκηνή σε μερικές από τις πιο κομβικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, δίπλα στους πρωταγωνιστές της, για να βρεθεί στο τέλος να συγκατοικεί μεσοτοιχία με τον Μαρκ Ρόθκο και να κατασκευάζει μια μεταλλοτοιχογραφία για τα κεντρικά κτίρια της Pfizer, στη διάσωση της οποίας αφιέρωσαν ολοσέλιδο άρθρο οι «New York Times» τον Δεκέμβριο του 2024;
Και, κυρίως, ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης δεκαεννιάχρονη κοπέλα την οποία ερωτεύτηκε με τρέλα στη Γαλλία ο Νίκος Μπαλόγιαννης ακριβώς πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η σκέψη της οποίας τον κράτησε ζωντανό μέσα στον ζόφο;
Για όλα αυτά ρωτήσαμε τον Νίκο Αμανίτη, που, έπειτα από εξαντλητική έρευνα, μας παρέδωσε τη μυθιστορηματοποιημένη βιογραφία του Μπαλόγιαννη και της εποχής του. Παρόλο που πολλές απαντήσεις θα τις βρείτε μόνο στο βιβλίο του, ας λειτουργήσει αυτή η συνέντευξη ως σπόρος για να φυτρώσει και σ’ εσάς η περιέργεια που φούντωσε μέσα του για τη ζωή αυτού του άντρα και της μυστηριώδους ερωμένης του.
Ο Νίκος Αμανίτης μιλά για το μυθιστόρημα–έρευνα «Ο αγνοούμενος του Ματαρόα»
― Νίκο, γιατί αυτό το βιβλίο; Γιατί αυτός ο άνθρωπος;
Όλα ξεκίνησαν από έναν πίνακα που ακολουθούσε τους γονείς μου σε κάθε σπίτι που μετακομίζαμε, για να καταλήξει στο δικό μου μετά τον θάνατό τους. Τον θυμάμαι αυτόν τον πίνακα από μικρό παιδί, πέρασαν όμως πάρα πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι ο ζωγράφος του ονομαζόταν Νίκος Μπαλόγιαννης, ήταν φίλος της μητέρας μου στην Κατοχή, οργανωμένος, όπως εκείνη, στο ΕΑΜ, και ότι έφυγε με το Ματαρόα για να καταλήξει στην Αμερική, όπου εγκαταστάθηκε, άλλαξε το όνομά του σε Μπελ-Τζον, έκανε οικογένεια και καριέρα και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1966, σε ηλικία 54 ετών.
Κάτι το Ματαρόα, κάτι ένας τυχοδιωκτισμός που διέκρινα στα ελάχιστα που γνώριζα για τη ζωή αυτού του ανθρώπου, με ώθησαν, μέσα στο τεράστιο κενό της πρώτης σκληρής καραντίνας, να τον ψάξω στο διαδίκτυο, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Βρήκα όμως ένα mail και, χωρίς πολλές εξηγήσεις, έστειλα μια φωτογραφία του πίνακα.
Η απάντηση ήρθε την επόμενη ημέρα από το Μεξικό, όπου ζούσε η κόρη του Μπελ-Τζον, η Ρέα, η οποία ήταν έκπληκτη και ενθουσιασμένη που έβρισκε κάποιον ο οποίος είχε ένα έργο του πατέρα της στο σπίτι του στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η αρχή μιας πυκνής αλληλογραφίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η Ρέα Μπελ-Τζον μού έστειλε ό,τι κομμάτι από τη ζωή του είχε αφήσει πίσω του ο πατέρας της – γράμματα, έγγραφα, ημερολόγια, φωτογραφίες, που ξεκινούσαν από την Αθήνα του Μεσοπολέμου το 1929, όταν ο Μπαλόγιαννης ήταν 18 ετών και πρωτοετής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, κι έφταναν μέχρι και λίγο πριν από τον θάνατό του στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’60.
Εκείνο όμως που μ’ έκανε να ξεκινήσω αυτήν την περιπέτεια ήταν ένα χειρόγραφο ρολό μήκους 27 μέτρων, στο οποίο ο Μπαλόγιαννης έγραφε τα τρία χρόνια της Κατοχής. Ένα ημερολόγιο εκείνων των ζοφερών ημερών, που στην πραγματικότητα ήταν ένα ατέλειωτο ερωτικό γράμμα, γραμμένο στα γαλλικά, προς τη Γαλλίδα αγαπημένη του, τη Μουν, μια ζωγράφο 19 ετών την οποία είχε γνωρίσει το 1939 στο Παρίσι – ένας έρωτας που θα διακοπεί βάναυσα από τον πόλεμο, αλλά θα σφραγίσει τη ζωή του. Διάβαζες εκεί την καθημερινή δυστυχία, τον αγώνα για επιβίωση, τη ζωή στη Σχολή Καλών Τεχνών τις μέρες της Κατοχής, την αντίσταση, αναμνήσεις από το αλβανικό μέτωπο, όπου είχε τραυματιστεί, αλλά κυρίως αναμνήσεις από το Παρίσι του 1939, τους χορούς και τον έρωτα λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Τα έγραφε όλα αυτά στο σπίτι του, στην Πλάκα, που δεν υπάρχει πια, ή στο ατελιέ του, γωνία Αρκτίνου και Αγίου Σπυρίδωνος, πίσω από το Στάδιο. Το ισόγειο κτίριο υπάρχει ακόμη, αναλλοίωτο, έχει γίνει θαυμάσια αναπαλαιωμένη κατοικία, μα οι ιδιοκτήτες δεν γνωρίζουν ότι εκεί πριν από την Κατοχή είχαν δημιουργήσει ο Αγήνορας Αστεριάδης ή ο Ανδρέας Βουρλούμης. Και ούτε κατά διάνοια ξέρουν κάτι για τον Νίκο Μπαλόγιαννη. Τους είχαν πει πως παλιά ήταν χασάπικο.
Το κατοχικό ημερολόγιο-ερωτικό γράμμα τελειώνει την ημέρα της απελευθέρωσης. Όλον αυτόν τον καιρό, η Γαλλίδα αγαπημένη του δεν του έχει απαντήσει ούτε μία φορά. Ζει; Πέθανε; Είναι παντρεμένη; Την ξαναβρήκε; Εκεί ξεκινάει η δική μου έρευνα. Την έκανα σαν ευσυνείδητος και μανιακός μπάτσος αστυνομικής σειράς. Βρήκα κάτι ή κάποιον; Αυτό είναι και το σασπένς του βιβλίου.
― Αρχίζεις, λοιπόν, να ψάχνεις τη Μουν για να καταλάβεις τι είδους κοινή ζωή είχαν αυτοί οι δύο πριν από την Κατοχή.
Σωστά. «Μουν» είναι ένα υποκοριστικό που κανένας σύγχρονος Γάλλος δεν μπορεί να ταυτίσει με κάποιο όνομα. Δηλαδή δεν ήξερα καν ποιο ήταν το μικρό της όνομα. Τι απέγινε; Έγινε σπουδαία καλλιτέχνης, όπως της έλεγαν ο Μόραλης και ο Παππάς όταν ήταν όλοι μαζί στη Beaux Arts στο Παρίσι; Δεν έχω επώνυμο, ξέρω μόνο ότι ήταν τότε 19 χρονών, γεννημένη το 1920, ότι είχε δυο αδέρφια κι ότι η μάνα της έμενε σ’ ένα μέρος που το έλεγαν Κανταγκάι, στη Νότια Γαλλία. Αυτά.
Ακολουθώ τα βοτσαλάκια που μου έχει αφήσει ο Μπαλόγιαννης στα χαρτιά που μου έχει στείλει η κόρη του. Ψάχνω γαλλικές εφημερίδες της εποχής, προσπαθώ να πιάσω τον σφυγμό της κοινής ζωής εκείνη την περίοδο, την καθημερινότητα όλων αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, χωρίς να το ξέρουν, βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο που έτρεχε προς τον γκρεμό. Για εμάς που ξέρουμε, κάθε μέρα τους ήταν ένα ακόμη νούμερο σε μια τρομακτική αντίστροφη μέτρηση.
Ακολουθώ λοιπόν τον Μπαλόγιαννη στο Παρίσι λίγο πριν από τη Συμφωνία του Μονάχου: το ζω μέσα από τις εφημερίδες. Συσκότιση· σκάψιμο καταφυγίων· διανομή μασκών αερίου. Και τρελαίνομαι όταν συναντώ σε επίσημα διαγγέλματα τα ίδια επιχειρήματα, τις ίδιες ακριβώς φράσεις που ακούσαμε όλοι μας τον Φεβρουάριο του 2022 κι ακούμε ακόμα. Ακριβώς τις ίδιες. Είναι ανατριχιαστικό!
Ξέρεις, το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο η βιογραφία ενός, άντε δύο ανθρώπων. Ούτε οι πολλές ιστορίες τόσων άλλων που έχουν από καιρό πεθάνει και που τα φαναράκια τους ανάβουν κι αυτά για λίγο, όσο κρατάνε οι σελίδες τους. Είναι κυρίως η βιογραφία μιας εποχής. Μιας εποχής που παρουσιάζεται μέσα από τις ζωές όσων την έζησαν, των γονιών μας, των παππούδων μας. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα. Να ζήσω την κοινή ζωή στο Παρίσι του ’39, στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.
Ελάχιστα πράγματα υπάρχουν για την καθημερινότητα της Αθήνας του Μεσοπολέμου. Είδα τις μοναδικές δυο τρεις ταινίες της εποχής, τις «Περιπέτειες του Βιλάρ» και τους «Απάχηδες των Αθηνών». Διάβασα όποιο μυθιστόρημα αναφέρεται στην εποχή και είναι γραμμένο απ’ αυτούς που την έζησαν. Κατηφόρισα την Πανεπιστημίου παρέα με τον Θεοτοκά μια βραδιά του 1936. Πέρασα έξω από το σπίτι των Μαλβήδων της «Μενεξεδένιας πολιτείας» και ανακάλυψα ότι το σπίτι του Μπαλόγιαννη βρισκόταν 15 μέτρα πιο πέρα. Κοίταξα εκατοντάδες φωτογραφίες της εποχής, αεροφωτογραφίες τραβηγμένες το 1929, για την απογραφή εκείνης της χρονιάς. Διάβασα εξαιρετικές διατριβές για την τζαζ και για τον χορό εκείνα τα χρόνια – όλη η Αθήνα ήταν ένα απέραντο ντανς χολ! Στην Εθνική Βιβλιοθήκη ανακάλυψα οδηγούς της πόλης με πληροφορίες για κάθε καφενείο, για κάθε διαδρομή του τραμ. Προσπάθησα να βρω απαντήσεις στις ερωτήσεις που κανένας μας δεν έκανε στους γονείς του όσο ζούσαν. Τώρα πια βλέπω την Αθήνα με διαφορετικό μάτι. Κι ελπίζω κάτι απ’ όλα αυτά να πέρασε στις σελίδες του βιβλίου.
― Και παράλληλα μ' αυτά, εσύ ψάχνεις τη Μουν, σωστά;
Καθώς φτάνουμε στο τέλος του μεγάλου ερωτικού γράμματος, δεν ξέρουμε τίποτε για εκείνη, παρά μόνο όσα μας έχει δώσει ο Μπαλόγιαννης στο 27μετρο γράμμα του. Και, όπως εκείνος της έγραφε μέσα στην Κατοχή για να επιβιώσει, έτσι κι εγώ αρχίζω να την ψάχνω για να επιβιώσω μέσα στην καραντίνα. Αλλά είναι δυνατόν στα 20s του 21ου αιώνα να βρεις τα ίχνη ενός κοριτσιού που ήταν 19 ετών κατά τον Μεσοπόλεμο; Ψάχνω απεγνωσμένα καταλόγους επί καταλόγων. Εγγραφές της Μποζάρ, παρουσιολόγια της Σχολής του Λούβρου. Τίποτα. Ψάχνω το χωριουδάκι της Νότιας Γαλλίας όπου πέρασε τις τελευταίες μέρες με τον Νίκο, το Κανταγκάι, ούτε αυτό υπάρχει πουθενά στον χάρτη. Αλλά δεν θα πω τίποτα παραπάνω, γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω τι γίνεται!
― Σωστά, αυτό είναι και το αστυνομικό, σχεδόν, twist του βιβλίου σου και δεν γίνεται να αποκαλύψουμε το whodunnit σε μια ιστορία που έχει περισσότερες ανατροπές κι από την πίστα αυτοκινήτων της Νιρεμβέργης (άσχετο). Συν τοις άλλοις, το πιο γοητευτικό κομμάτι του κειμένου είναι ότι, εμβόλιμες μέσα στην έρευνά σου για την ταυτοποίηση της Μουν, τοποθετείς τις περιπέτειες του Μπαλόγιαννη στην Αθήνα της Κατοχής: πώς γράφτηκε στο ΕΑΜ, πώς μπήκε στη λίστα του Ματαρόα ως τμηματάρχης του Υπουργείου κι έφυγε για Παρίσι και μετά για Νέα Υόρκη.
Ναι, ο Μπαλόγιαννης είναι ένας περίεργος χαρακτήρας: προερχόταν από έναν πολύ συντηρητικό οικογενειακό κύκλο και τα χρόνια του στη Σχολή Καλών Τεχνών είχε πρωτοστατήσει σε επεισόδια κατά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος προσπαθούσε να φέρει νέο αέρα στη διδασκαλία και την πρακτική της σχολής, σε αντιπαράθεση με την κραταιά τότε Σχολή του Μονάχου. Υπήρχαν απίθανες διαμάχες στον χώρο των εικαστικών εκείνη την εποχή – είναι κι αυτό μέρος της εξιστόρησης.
Ο καλύτερός του φίλος ήταν οργανωμένος κομμουνιστής, ο προστάτης του, όμως, ήταν μια μορφή της ακραίας δεξιάς διανόησης, ο Νικόλαος Λούβαρις, μετέπειτα δωσίλογος υπουργός, αλλά υποστηρικτής των Εβραίων, και αργότερα μέλος του ΔΣ των φιλοσοβιετικών Δρόμων της Ειρήνης. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας επί Μεταξά – υπό τον δημοκρατικών καταβολών Κωστή Μπαστιά και τον Παντελή Πρεβελάκη, που ποτέ του δεν εξύμνησε τον δικτάτορα όσο ζούσε και στην Κατοχή μπήκε στο ΕΑΜ.
Έφυγε με το Ματαρόα με διπλή υποτροφία: αυτήν που του έδωσε ο Οκτάβιος Μερλιέ και αυτήν που πήρε ταυτόχρονα από το Υπουργείο Παιδείας. (Πόσες ανατροπές στα οικεία αφηγήματα συνάντησα στην έρευνά μου!) Η ζωή του είναι γεμάτη από τέτοια περάσματα, από το ένα άκρο, σχεδόν, στο άλλο και μια διαρκή επιθυμία: Να φύγει! Από την Ελλάδα στη Γαλλία, από τη Γαλλία στην Αμερική, από το Σαν Φρανσίσκο, όπου επιτέλους είχε αναγνωριστεί ως καλλιτέχνης, στη Νέα Υόρκη. Πέθανε όταν δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν άλλη διέξοδος. Κίρρωση του ήπατος.
Ακολουθώντας την εποχή και τις ιστορίες των ανθρώπων που τη ζήσανε, έφτασα να έχω γράψει τα διπλάσια απ’ όσα βρίσκονται σήμερα στο βιβλίο. Μου πήρε σχεδόν έναν χρόνο για να τα περικόψω.
― Μας μιλάς και για τη ζωή του μετά, στην Αμερική, τον θάνατό του, τους απογόνους του. Αλλά πάντα, παντού, το κέντρο της αφήγησης και της σκέψης και τον δυο σας είναι αυτό το 19χρονο κορίτσι, η Μουν. Ανακάλυψες ποια είναι τελικά;
Δεν θ’ απαντήσω (χαμογελάει). Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο σ’ αυτό το βιβλίο –εκτός του να μάθω ποιος ήταν ο Μπαλόγιαννης, ποια η Μουν και γιατί δεν τους έχω ξανασυναντήσει– είναι να δω πρακτικά πώς μπορείς να αναπλάσεις τη ζωή ανθρώπων που έζησαν 80 και 100 χρόνια πριν, τη στιγμή που οι αναμνήσεις των άλλων γι’ αυτούς είναι ανύπαρκτες και οι δικές τους είναι συγκεχυμένες: πόσες φορές δεν πιάνουμε τον εαυτό μας να ζει με δανεικές αναμνήσεις, όταν θυμόμαστε πράγματα που έχουν ζήσει φίλοι ή έχουμε διαβάσει ή έχουμε δει σε ταινίες και φωτογραφίες και νομίζουμε ότι συνέβησαν σ’ εμάς;
Τι θέλω να πω: ακόμα και μια αυτοβιογραφία είναι μυθοπλασία, πόσο μάλλον η βιογραφία κάποιου μυστηριώδους «αγνοούμενου», που, σαν συμπαθητική μελάνη, εμφανίζεται πίσω από τις γραμμές των οικείων μας αφηγημάτων. Το απατηλό της μνήμης και η αδυναμία της αφηγηματικής διαχείρισής της με ενδιέφεραν. Και εντέλει, ειλικρινά σου μιλώ, απορώ κι εγώ ο ίδιος πώς κατάφερα και τα συνέδεσα όλα αυτά σ’ ένα βιβλίο!
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αναζητώντας τα ίχνη του Αγνοούμενου του Ματαρόα
Είναι το πρώτο του τα τελευταία χρόνια
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Η A.V. περιπλανιέται στα βιβλιοπωλεία και προτείνει
Ο αναγνώστης συντροφεύει τον σεφ στην αναζήτηση του φονιά του φίλου του αλλά και στην καταβύθισή του στον λαβύρινθο της μεγάλης απάτης σχετικά με τη νόθευση του λαδιού
Γιατί ο γνωστός συγγραφέας άφησε (για λίγο) τα αστυνομικά και έγραψε δύο νουβέλες;
Προτάσεις για τον χειμώνα από τον εκδοτικό οίκο
Eίχε διαγνωστεί το 2022 με γλοιοβλάστωμα
Μια συζήτηση για τον Εθνικό Διχασμό, τους θεσμούς, την πολιτική κουλτούρα, τη μνήμη του τραύματος και την εντιμότητα της ιστορικής ματιάς
Το βιβλίο «Δάκρυα στη Βροχή» παρουσιάζεται απόψε στις 19.30 στον ΙΑΝΟ
Γιατί επιστρέφει στην ποίηση μετά από δυόμιση δεκαετίες με ένα νέο βιβλίο
Ένα βιβλίο που δεν μιλάει για τις γυναίκες αλλά τις δίνει χώρο να μιλήσουν μόνες τους
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στις 19:30
Η ελευθερία είναι ευάλωτη. Ζει μόνο εκεί όπου οι πολίτες μπορούν να αμφισβητούν, να κρίνουν, να διορθώνουν. Και πεθαίνει όταν κάποιος αποφασίζει ότι «ξέρει καλύτερα για όλους».
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.