Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Πώς σώθηκε η ιστορική οικία του Κωστή Παλαμά
Οικία του Κωστή Παλαμά στην Πλάκα: Η Λίνα Μενδώνη μιλάει για την αποκατάσταση του κτιρίου και τη ζωή του ποιητή και πεζογράφου
Κάθομαι στον προθάλαμο του γραφείου της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και μέχρι να με δεχτεί για να μου μιλήσει για την αποκατάσταση του σπιτιού του Παλαμά, θυμάμαι πως όταν ήμουν μαθητής Γυμνασίου στην Πάτρα, περνώντας μια μέρα έξω από ένα διώροφο νεοκλασικό στην οδό Κορίνθου 241, είδα μια μαρμάρινη πλάκα που έγραφε: «Εδώ εγεννήθη στις 13 Ιανουαρίου 1859 ο Κωστής Παλαμάς». Όπως ήταν φυσικό θέλησα να μάθω για τη ζωή και το έργο του συμπατριώτη μου.
Η ιστορία της ζωής του ήταν τραγική. Μικρό παιδί έχασε μέσα σε 40 μέρες και τους δύο γονείς του και ανέλαβε να τον μεγαλώσει ο θείος του, Δημήτρης Παλαμάς, ο οποίος ήταν εκπαιδευτικός και κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Αναγκαστικά έζησε εκεί, σε ένα περιβάλλον δυσάρεστο και καταθλιπτικό που επηρέασε όχι μόνο τον ευαίσθητο ψυχισμό του αλλά και το μετέπειτα ποιητικό του έργο. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, ήρθε στην Αθήνα το 1875 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Γρήγορα όμως παράτησε τα Νομικά και άρχισε να γράφει ποιήματα, στην αρχή στην καθαρεύουσα και μετά στη δημοτική. Η ποίησή του ήταν επική, ελληνοκεντρική, με μια δυναμική ευαισθησία. Ο Παλαμάς δημιούργησε τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή η οποία ήταν το αντίθετο της Ρομαντικής Σχολής που εκείνη την εποχή κυριαρχούσε στη λογοτεχνία. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη και το 1894 νοίκιασε ένα σπίτι, επί της οδού Ασκληπιού 3, όπου και έμεναν με τα τρία παιδιά τους – τον Άλκη, τη Ναυσικά και τον Λέανδρο. Το 1898, όμως, ο 4χρονος τότε Άλκης πεθαίνει και ο ποιητής, συγκλονισμένος από το γεγονός, γράφει τον «Τάφο», ένα μεγάλο σπαρακτικό ποίημα: «Άφκιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω, στάσου με το ανθόνερο την όψη σου να πλύνω...».
Μπαίνω στο γραφείο της υπουργού και η πρώτη έκπληξη που με περιμένει είναι η φίλη μου και σύμβουλος του υπουργείου Άννα Παναγιωταρέα, με την οποία έχω να συναντηθώ χρόνια. Πάντα δραστήρια και δυναμική, όπως τη θυμάμαι από τις ηρωικές μέρες που περάσαμε μαζί στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Η δεύτερη έκπληξη είναι η ίδια η υπουργός, η Λίνα Μενδώνη. Γλυκιά και χαμογελαστή, φοράει ένα κομψό φόρεμα και δεν θυμίζει καθόλου την αυστηρή εικόνα που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στη μικρή οθόνη, στις αυτοψίες που κάνει στα έργα πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα. Ίσως, να μην ήξερε τα μυστικά της εικόνας, αλλά από ό,τι είδα τα μαθαίνει πολύ γρήγορα. Αρχίζουμε αμέσως την κουβέντα για τον Παλαμά, τον οποίο θεωρεί μέγιστο ποιητή και φροντίζει να το επαναλαμβάνει συχνά.
Τη ρωτώ αν γνωρίζει γιατί ο ποιητής άφησε το σπίτι της οδού Ασκληπιού 3 και μετακόμισε στη διατηρητέα πια οικία της οδού Περιάνδρου 5 στην Πλάκα. «Ο Παλαμάς δεν είχε δικό του σπίτι στην Αθήνα. Νοίκιαζε το σπίτι επί της οδού Ασκληπιού πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Το 1935 του έκαναν έξωση. Η σύνταξή του ήταν το μοναδικό του εισόδημα. Δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει το ενοίκιο; Πάντως, το Πανεπιστήμιο είχε ανακοινώσει ότι “του είχε δοθεί τιμητική σύνταξη για να ζει ανέτως”. Με τη σύζυγό του και την κόρη του, Ναυσικά, εγκαταστάθηκαν στην Πλάκα στην οδό Περιάνδρου 5. Μια υποβαθμισμένη τότε περιοχή όπου ζούσαν λαϊκοί άνθρωποι και τα ενοίκια ήταν μάλλον φτηνά. Το σπίτι κτίστηκε στις αρχές του 1900 κι έμεναν κι άλλοι άνθρωποι. Ο όροφος μοιράστηκε σε δύο κατοικίες –μη φανταστείτε πολυτέλειες, δυο δωματιάκια– και έτσι έγινε βολικό για την οικογένεια Παλαμά. Στη δεξιά μεριά ο ποιητής –που ήταν τότε σε προχωρημένη ηλικία– είχε το γραφείο του και στην άλλη πλευρά έμενε η υπόλοιπη οικογένεια. Η μικρή ταράτσα με θέα την Ακρόπολη πρέπει να ήταν η μόνη του έξοδος. Εκεί έζησε και δημιούργησε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του».
Το 1937 επισκέφτηκε τον Παλαμά στο σπίτι της οδού Περιάνδρου ο δημοσιογράφος Ε. Τζαμουράνης. Ο ποιητής ήταν τότε 78 χρονών κι είχε γράψει τα περισσότερα από τα σπουδαία έργα του. Τον αποκαλούσαν ήδη εθνικό ποιητή κι είχε προταθεί 14(!) φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1896 είχε γράψει τον «Ολυμπιακό Υμνο», «Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέπατέρα, του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού...», ο οποίος ψάλλεται μέχρι σήμερα στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, όμως τα μέλη της τότε Ακαδημίας Αθηνών δεν θεώρησαν άξια λόγου τίποτα απ’ όλα αυτά ώστε να τον ανακηρύξουν ακαδημαϊκό. Ζούσε με τη σύνταξη που έπαιρνε ως γραμματέας του Πανεπιστημίου. Όταν ο Παλαμάς ορκίστηκε γραμματέας, ο τότε Πρύτανης, Σπυρίδων Μαγγίνας, του είπε «Ελπίζω ότι τώρα που έχετε μια καλή θέση θα παύσατε να γράφετε ποιήματα».
Ας δούμε, όμως, τι έγραψε ο κ. Τζαμουράνης που τον επισκέφθηκε: «Ζει εις το ήσυχο σπίτι της οδού Περιάνδρου, μέσα εις μίαν θείαν γαλήνην που δεν την διαταράσσει τίποτα από την βοήν της πόλεως. Η καθημερινή του ζωή περνά μεταξύ του μικρού γραφείου, το οποίο είναι παραφορτωμένο από βιβλία παλιά και νέα, και της ταράτσας του σπιτιού στολισμένης με δροσερές και περιποιημένες γλάστρες. Ξυπνά νωρίς το πρωί και αφού πάρει το πρωινό του, βγαίνει στην ταράτσα όπου κάθεται δύο ώρες ανάμεσα στα λουλούδια, κοιτάζοντας προς την Ακρόπολη που φαίνεταιαπέναντι και ακούγοντας τον αντίλαλο της ζωής από τα γειτονικά σπίτια. Μετά τις 10 κλείνεται στο γραφείο του, με ένα μολύβι στο ένα χέρι, με μια σκέψη στον νου, με έναν στίχο. Διαβάζει λίγο και όταν κουραστεί σηκώνεται και στέκεται όρθιος μπροστά στο παράθυρο ατενίζοντας το γαλάζιο του ουρανού. Σπάνια δέχεται λίγους φίλους πριν το μεσημέρι. Το απόγευμα κατεβαίνει συχνά και κάνει ένα μικρό περίπατο μέχρι το καφενείο που βρίσκεται απέναντι, στην Πύλη του Αδριανού, και μένει εκεί μέχρι το σούρουπο. Έτσι περνούν οι ώρες του ποιητή, με πολλούς στοχασμούς, λίγη εργασία και τη συντροφιά καλών φίλων και θαυμαστών. Στους φίλους συγκαταλέγονται και τρεις γιατροί που παρακολουθούν στοργικά την υγεία του. Αναψυχή και διασκέδαση δεν υπάρχει άλλη, εκτός από τα γειτονικά ραδιόφωνα! Ο ίδιος δεν έχει δικό του ραδιόφωνο, δεν έχει πάει εδώ και πολλά χρόνια στο θέατρο, ενώ κινηματογράφο και επιθεώρηση δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του. Η αγάπη του συγκεντρώνεται στα λουλούδια, από τα οποία ξεχωρίζει τα γιασεμιά».
Έτσι ήρεμα και ταπεινά κυλούσαν οι μέρες του ποιητή, μέχρι την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Έγινε γενική επιστράτευση, οι Έλληνες άρχισαν να πολεμούν σαν ήρωες στα Αλβανικά βουνά και τους εμψύχωνε, μαζί με τα άλλα, ένας στίχος του Παλαμά: «Αυτό τον λόγο θα σας πω, δεν ξεύρω άλλο κανένα, μεθύστε με το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα». Δυστυχώς η Ελλάδα δέχτηκε επίθεση και στα βόρεια σύνορά της από τις γερμανικές δυνάμεις και έτσι την 1η Ιουνίου 1941 ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας και άρχισε η Γερμανική Κατοχή. Οι Έλληνες πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα. Μαζί τους πεινούσε και ο Κωστής Παλαμάς. Και, όπως έχει γραφτεί, παρ’ όλο που ο Ερυθρός Σταυρός είχε φροντίσει να παίρνουν οι λογοτέχνες ένα φτωχικό συσσίτιο, αυτός γέρος, ασθενικός και σε κατάθλιψη αρνιόταν να φάει.
Η Λίνα Μενδώνη συνεχίζει την αφήγησή της: «Στις 18 Ιανουαρίου 1943, πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις η αγαπημένη σύζυγός του Μαρία Βάλβη που τον συντρόφευε για 56 ολόκληρα χρόνια. Η κόρη του, Ναυσικά, με διάφορες δικαιολογίες, απέκρυψε από τον ποιητή την αποδημία της μητέραςτης. Όμως, όπως είχε συμβεί και με τους γονείς του, σε 40 μέρες, τα ξημερώματα της 27ης Φεβρουαρίου 1943, μέσα στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5, ο ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή. “Ο Παλαμάς νεκρός; Πώς γίνεται αυτό; Είχαμε πιστέψει πως ήταν αθάνατος!” έγραψε μια θαυμάστριά του. Γύρω από το κρεβάτι που είχαν το σώμα του, έβαλαν άνθη μυγδαλιάς που μόλις είχαν ανθίσει. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και πλήθος κόσμου έσπευσε στην Πλάκα για να προσκυνήσει τη σωρό του. Γινόταν το αδιαχώρητο. Την επομένη, όταν το φέρετρο βγήκε από την οδό Περιάνδρου 5, χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδεψαν πεζοί μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου εψάλη η εξόδιος ακολουθία, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Η κηδεία του ποιητή υπήρξε η πρώτη μεγαλειώδης πράξη αντίστασης του λαού στη Γερμανική Κατοχή».
Στις φωτογραφίες της εποχής βλέπουμε πράγματι χιλιάδες κόσμο που, αψηφώντας τις απαγορεύσεις των γερμανικών δυνάμεων, συνόδεψε τον ποιητή στην τελευταία του κατοικία. Κάποια στιγμή, λίγο πριν την ταφή, εμφανίστηκαν δύο Γερμανοί αξιωματούχοι και παρά τις αντιδράσεις, κατέθεσαν ένα στεφάνι από τη γερμανική διοίκηση. Η κόρη του, Ναυσικά, το παραμέρισε διακριτικά και έριξε δυο χούφτες χώμα, όπως είναι το έθιμο, στο ανοιχτό φέρετρο του πατέρα της. Ξαφνικά, την ώρα που κατέβαζαν το φέρετρο στον τάφο, ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός πετάχτηκε από το πλήθος και απήγγειλε ένα ποίημα που άρχιζε με αυτούς τους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα». Κι όταν τελείωσε την απαγγελία, δειλά στην αρχή και έπειτα θαρραλέα και βροντερά, όλοι άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Ήταν η πρώτη πράξη αντίστασηςκατά των στρατευμάτων της Γερμανικής Κατοχής.
«Όπως είναι φυσικό, το Υπουργείο Πολιτισμού είχε αυξημένο ενδιαφέρον για αυτό το ιστορικό κτίριο» λέει η Λίνα Μενδώνη. «Δεν σώθηκε το σπίτι της Ασκληπιού, έπρεπε να σωθεί το σπίτι της Περιάνδρου. Έτσι, το 1999, το ΥΠΠΟ το χαρακτήρισε ως μνημείο. Μετά από 21 χρόνια, το 2020, ξεκίνησε η διαδικασία της απαλλοτρίωσης που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, τον Μάιο του 2023. Παραλάβαμε το σπίτι σε κακή κατάσταση. Κάποιοι είχαν ξηλώσει τα κεραμίδια της σκεπής ώστε να μπει μέσα το νερό της βροχής για να καταπέσει το κτίριο, είχαν ξύσει και τους τοίχους. Αυτός ο χώρος, που είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο εθνικός μας ποιητής, είχε μετατραπεί σε σκουπιδότοπο και δημόσιο ουρητήριο. Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατόν να αφήσουμε να συνεχιστεί αυτό το πνευματικό έγκλημα. Το απαιτούσαν οι πολίτες. Αμέσως μόλις το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία του υπουργείου, αναζήτησα λύση για την ταχεία εκπόνηση της μελέτης αποκατάστασής του. Χάρη στην ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Σύλβιας Ιωάννου, ήδη εκπονείται η μελέτη για την αποκατάσταση και επανάχρηση του κτιρίου, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Νοεμβρίου. Ως το 2026 το κτίριο θα έχει αποκατασταθεί και πρόκειται να λειτουργήσει ως χώρος μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και διάδοσης του έργου του μεγάλου Έλληνα ποιητή. Θα έρθουμε σε επαφή με τους Παλαμιστές ώστε να βρούμε τρόπους προβολής του έργου του. Η αυλή είναι αρκετά μεγάλη –υπάρχουν κάτι νεότερα παραπήγματα που θα γκρεμιστούν– ώστε να πραγματοποιούνται εκδηλώσεις. Έχουμε εντοπίσει και το γραφείο του και ίσως κάποια από τα έπιπλά του ώστε να στηθεί ο προσωπικός χώρος του».
Ρωτάω τη Λίνα Μενδώνη γιατί επιλέχθηκε αυτό το κτίριο και αν θα υπάρξουν και άλλα που θα αποκατασταθούν. «Η αποκατάσταση του κτιρίου της οδού Περιάνδρου, έτσι όπως ήταν στη φάση της κατασκευής του, εντάσσεται στην πολιτική μας για την προστασία και επαναλειτουργία κτιρίων στην Πλάκα, τη γειτονιά που έχει συνδεθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με τον χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Έχουμε σχέδια να αξιοποιήσουμε και άλλους τέτοιους χώρους. Αυτή τη στιγμή αποκαθιστούμε την Οικία Κωλέττη επί της οδού Πολυγνώτου, που θα φιλοξενήσει το αρχείο των αναστηλώσεων της Ακρόπολης. Πολύ κοντά επί της οδού Διοσκούρων ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασης ενός κτιρίου –παλιού σπιτιού απαλλοτριωμένου από το ΥΠΠΟ– που θα στεγάσει το Μουσείο Ελύτη, το οποίο ετοιμάζουμε σε συνεργασία με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, την οποία και ευχαριστώ ιδιαίτερα. Ένα ακόμη κοντινό κτίριο πρόκειται να αποκατασταθεί –εκπονούνται ήδη οι μελέτες– για να φιλοξενήσει το Μουσείο Καρόλου Κουν. Θα επισκευάσουμε και την οικία Κοκοβίκου επί της οδού Τριπόδων, εκεί όπου γυρίστηκε η ταινία “Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα” με τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Αυτό το ιδιαίτερο σπίτι θέλουμε να το κάνουμε έναν ανοιχτό χώρο για το κοινό, όπου να προβάλλονται ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου».
Η συνέντευξη έχει ολοκληρωθεί. Σηκώνομαι, απλώνω το χέρι μου για να χαιρετίσω τη Λίνα Μενδώνη. «Κάνετε σπουδαία δουλειά» της λέω. Χαμογελάει. «Θα σας απαντήσω με έναν στίχο του Παλαμά, “Χρωστάμε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα έρθουν, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί”» και με συνοδεύει μέχρι την έξοδο...
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού
Δειτε περισσοτερα
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού