- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Imaginistes: Το Μπραχάμι που δεν ήξερες
Από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα μέχρι απλούς κατοίκους, ένα βιβλίο-ταξίδι σε 201 ιστορίες. Ο Χρήστος Πιπίνης, «ψυχή» της ομάδας, μάς είπε περισσότερα
Το Μπραχάμι αλλιώς. Ιστορίες από τους Imaginistes: το βιβλίο των εκδόσεων Ευώνυμος για τη γειτονιά και την παρέα της Αθήνας – Ο Χρήστος Πιπίνης και ο Χάρης Κατσιμίχας θυμούνται και γράφουν.
Κάθε πόλη έχει τις δικές της μικρές επαναστάσεις. Μερικές συμβαίνουν αθόρυβα, πίσω από αυλές, ρέματα και παλιά καφενεία. Δεν σηκώνουν πανό· σηκώνουν μνήμες. Δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια, παρά μόνο ανθρώπους που ήταν εκεί, που περπάτησαν τους χωματόδρομους, που ένιωσαν τη γειτονιά σαν κομμάτι του κορμιού τους. Το Μπραχάμι είναι μια τέτοια περίπτωση: ένας τόπος που δεν έγινε ποτέ «μόδα», δεν βολεύτηκε σε ταμπέλες, δεν ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει άδεια για να υπάρξει. Κι όμως, όσοι έζησαν εκεί το κουβαλάνε σαν ανεξίτηλο μελάνι.
Αυτό το μελάνι κυλάει τώρα στις 360 σελίδες του βιβλίου για το Μπραχάμι, «Το Μπραχάμι αλλιώς. Ιστορίες από τους Imaginistes» των εκδόσεων Ευώνυμος. Ένα βιβλίο που συγκεντρώνει 201 ιστορίες από 70 διαφορετικούς ανθρώπους – από τους τραγουδοποιούς Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα, τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Metron Analysis, Στράτο Φαναρά, τον συγγραφέα Γρηγόρη Αζαριάδη, τον επιχειρηματία και γνωστό από τους ιστορικούς αγώνες του 114 Μάκη Παπούλια μέχρι απλούς κατοίκους που μεγάλωσαν στις αλάνες, στις μάντρες και στις αυλές της περιοχής. Κάθε ιστορία είναι μια πύλη σε μια εποχή που η γειτονιά ήταν κοινότητα, που τα παιδιά έφτιαχναν μόνα τους τον χώρο του παιχνιδιού τους και που οι οικογένειες έχτιζαν το αύριο πέτρα πέτρα.
Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται η ομάδα των Imaginistes. Μια παρέα ανθρώπων που δεν αρκέστηκε στο να θυμάται∙ θέλησε να καταγράψει, να αναδείξει, να προκαλέσει συζήτηση και κυρίως να εμπνεύσει. Η δράση τους ξεκίνησε επίσημα το 2010, αλλά η πραγματική τους ιστορία έχει τις ρίζες της πολύ πιο πίσω – στα καφενεία της δεκαετίας του 1960, στα ραδιόφωνα της Αμερικανικής Βάσης, στις πολιτιστικές ανησυχίες και στις παρέες που έψαχναν τρόπο να δώσουν φωνή σε όσα ζούσαν. Το ύφος τους θυμίζει μια ζωντανή, βαθιά ανθρώπινη κουβέντα: αυτή που γίνεται χωρίς μικρόφωνο, αλλά που έχει την ένταση και την αλήθεια μιας συζήτησης που αφήνει σημάδι. Ένα μείγμα γνησιότητας, ανεπιτήδευτης σοφίας και ανήσυχης δημιουργικότητας. Έτσι, το βιβλίο δεν είναι απλώς μια συλλογή διηγημάτων· είναι μια διαδρομή μέσα από τις ζωές που έπλασαν τη φυσιογνωμία του Μπραχαμίου. «Μια προσφορά της παρέας των Imaginistes στη γειτονιά που μεγάλωσαν και ονειρεύτηκαν. Αφορά όλους τους πολίτες αυτής της αγαπησιάρικης συνοικίας που έχουν τα ίδια συναισθήματα», όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι. Το βιβλίο των Imaginistes αποκαλύπτεται, τη Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου, στο γνωστό φιλόξενο Στέκι της περιοχής Ρεμούτσικο, Αγίου Δημητρίου 120, στις 19.30, σε συντονισμό του Μιχάλη Κυριακίδη. Θα μιλήσουν γι’ αυτό ο εκπαιδευτικός-σχολιογράφος Λεωνίδας Καστανάς και ο συγγραφέας Δημήτρης Κωστόπουλος. Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ομάδα The Young Ones. Τις μουσικές επιλογές θα κάνει ο μουσικός Μάνος Βασιλόπουλος. Μια γιορτή από Μπραχαμιώτες προς Μπραχαμιώτες.
Η κουβέντα με τον Χρήστο Πιπίνη, την «ψυχή» των Imaginistes, μοιάζει με ταξίδι πίσω στον χρόνο. Πριν μεταφερθούμε στη διαδρομή της ομάδας, εκείνος επιλέγει να επιστρέψει στην αρχή: στο ίδιο το Μπραχάμι. Κι εξηγεί τι το κάνει τόσο ιδιαίτερο. Και τότε αρχίζει:
«Δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό από άλλες “επαρχίες της Αθήνας”, όπως ονομάστηκαν οι φτωχογειτονιές των πέριξ του κέντρου συνοικιών που συγκροτήθηκαν αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν φτωχόκοσμος από την επαρχία ερχόταν να βρει μεροκάματο στην πρωτεύουσα. Το Μπραχάμι –όνομα το οποίο μας αρέσει– παλεύουμε να το καθιερώσουμε, γιατί πολλές φορές απολογούμαστε σ’ αυτούς που μας ρωτάνε γιατί Μπραχάμι και όχι Άγιος Δημήτριος, που είναι η επίσημη ονομασία του. Μα γιατί έχει ταυτότητα, απαντάμε, γιατί είναι όνομα που κυριάρχησε στους λαούς της Μεσογείου και προέρχεται από το Αβραάμ, όπως και το Όμηρος. Μα υπήρξε σκουπιδότοπος. E και;»
Ξετυλίγει τις εικόνες της παλιάς γειτονιάς: παιδιά που καθάριζαν οικόπεδα, ρέματα με βατράχια, γονείς που έχτιζαν μέσα σε μια νύχτα. «Στη γειτονιά μας είχαμε την τύχη να καθαρίζουμε μόνοι μας τα άδεια οικόπεδα από τ’ αγκωνάρια και τις πέτρες για να παίξουμε μπάλα και κρυφτοντενεκέ. Δεν υπήρχαν γήπεδα, παιδικές χαρές και λοιπές πολυτέλειες. Μόνο ρέματα, πολλά ρέματα με άφθονα βατράχια. Έπρεπε μόνοι μας να δημιουργήσουμε και να αυτοσχεδιάσουμε. Οι γονείς μας, ταπεινοί, δουλευταράδες, ήταν από την Πελοπόννησο και τα νησιά και ήξεραν να χτίζουν. Γι’ αυτό αγόραζαν μπιρ-παρά ένα παραρεμάτιο οικοπεδάκι και σ’ ένα βράδυ έστηναν το τσαρδάκι τους. Οι περισσότεροι πρόκοψαν. Έγιναν καραγωγείς και αργότερα φορτηγατζήδες. Μεγαλώναμε στις αλάνες και στα καφενεία σε αντροπαρέες. Και τα κορίτσια δυσεύρετα».
Η αφήγηση τον οδηγεί φυσικά στη γέννηση των Imaginistes. Δεν ξεκίνησαν το 2010, ξεκίνησαν δεκαετίες πριν, με ήχους ροκ και λαϊκά κουτούκια. «Εμάς τους Imaginistes μας άνοιξε τα μάτια και το ροκ της δεκαετίας του 1960 και ο AFRS της Αμερικανικής Βάσης του Ελληνικού. Μ’ αυτόν ονειρευτήκαμε και ταξιδέψαμε στη Route 66, πολύ μακριά από τα χωριά όπου πηγαίναμε τα καλοκαίρια για διακοπές. Κάναμε παρέα με μαγκίτες τύπους, που τραγουδούσαν υπέροχα λαϊκά, μορφωνόμασταν και μαθαίναμε καλούς τρόπους και συμπεριφορές στα άφθονα κουτούκια της περιοχής, μαθαίναμε, ξεχωρίζαμε το καλό κρασί, να μην αυθαδιάζουμε στους μεγάλους, να βάζουμε κρασί στο ποτήρι μέχρι τα “βραχάκια” και να μην τα καντηλώνουμε, να μη βαράμε παλαμάκια όταν χόρευε κάποιος το τραγούδι που τον μεράκλωνε. Να είμαστε τουμπεκήδες και σεμνοί. Πηγαίναμε με φανατισμό στην ομάδα της περιοχής, τη θρυλική Μπάρτσα. Και δεν διστάζαμε να τσαμπουκαλευτούμε αν μας προκαλούσαν οι αντίπαλοι».
Από εκεί περνά στις πολιτικές δράσεις, στα έντυπα, στις συναυλίες, στις απογοητεύσεις και στην τελική απόφαση: «Αργότερα βρεθήκαμε στις κομματικές νεολαίες, πάντοτε με όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, χωρίς να παραλείπουμε να βουτάμε βαθιά στα του Μπραχαμίου. Η ζωή έχει αλλάξει κι εμείς μέσα σε ό,τι κινείται ή δεν κινείται. Δημοτικές παρατάξεις, δημιουργία Συλλόγων, Κρόνος και ΕΣΥΝ, η Συναυλία του Σαββόπουλου στη μάντρα του νεκροταφείου σε δύσκολες εποχές για τον Διονύση και αργότερα η συναυλία του Κηλαηδόνη. Η δημιουργία μιας σειράς πολιτιστικών εντύπων και η συνεργασία με την Ελεύθερη Γνώμη του Μάκη Παπούλια, που μας έμαθε να γράφουμε, και η δημιουργία της Λέσχης Φίλων Αγίου Δημητρίου. Πάντα κάτι να μας λείπει και οι προσδοκίες μας να μένουν ανεκπλήρωτες. Το βίωμα να μας ακολουθεί και οι ανησυχίες να μας κρατούν ξάγρυπνους μέχρι πρωίας σε ατέλειωτες, γεμάτες εντάσεις συζητήσεις. Απογοήτευση και έγκαιρη αποστράτευση από τα κομματικά. Λάθος ραντεβού σε λάθος καφενεία. Και φτάνουμε το 2010 να παίξουμε ένα ακόμα χαρτί, το τελευταίο – ποιος ξέρει; Δημοτικές εκλογές. Ρε σεις, τι καθόμαστε; Δεν μπαίνουμε κι εμείς; Και το όνομα αυτών Imaginistes. Γνωστοί από παλιά, δεν είχαμε πρόβλημα, μας δέχονταν σαν ομάδα. Ωραία πορεία, πρωτότυπες ιδέες λίγο ανεδαφικές, αλλά έτσι πάει μπροστά ο κόσμος. Παλιοί φίλοι αποστρατευμένοι έρχονται παρέα μας, εμείς μεστοί από εμπειρίες, με παιδιά, εγγόνια και μπόλικη τρέλα, κάνουμε ό,τι δεν έγινε πουθενά. Μια πορεία με άφθονο κέφι και τελική νίκη. Βέβαια, το να πείσουμε τους συνεργάτες μας ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι μόνο τα προβλήματα που αναζητούν λύση, είναι και η καθημερινότητά μας, η πλήξη που μας κατατρέχει, ο φθόνος και η ζηλοφθονία που περισσεύουν. Τσάμπα τα λέγαμε. Πήραμε των ομματιών μας και ανοίξαμε δικό μας κονάκι. Μας ακολούθησαν πάρα πολλοί. Δεν άξιζε να κλαψουρίζουμε. Αξιοποιήσαμε τις νέες τεχνολογίες. Δεν χρειαζόταν πια να τυπώνουμε και να πληρώνουμε έντυπα. Αξιοποιήσαμε το ίντερνετ, στήσαμε στούντιο με ραδιόφωνο, σκάσανε από παλιοί πειρατές μέχρι επαγγελματίες που ερχόντουσαν χωρίς μία, παιδιά με εκπληκτικές γνώσεις, ελεύθερα, ανοιχτόκαρδα, γραφιάδες με αγωνίες και ποιητικό οίστρο. Γράψτε ό,τι σας κάνει κέφι».
Όμως αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η αυτονομία, το δικό τους «κονάκι», η τεχνολογία και, πάνω απ’ όλα, οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν γύρω τους έφτιαξαν το πραγματικό οικοσύστημα της ομάδας. «Πάνω από 100 ταλαντούχοι παραγωγοί αγκάλιασαν το web radio, την ιστοσελίδα μας. Κι όλα αυτά στη βάση του εθελοντισμού, με ανθρώπους που γούσταραν να εκφραστούν σ’ εμάς. Νέοι οι περισσότεροι, που κατά κάποιον τρόπο ήθελαν να συνεχίσουν αυτό που αρχίσαμε εμείς. Έλεγαν με καμάρι “είμαι κι εγώ στους Imaginistes”», εξηγεί και προσθέτει ότι την καλύτερη απάντηση τη δίνει ο Χάρης Κατσιμίχας. Γράφει σ’ ένα κείμενό του: «Αυτός ο κήπος (γεμάτος με εξωτικά λουλούδια) πώς διάολο άνθισε σε αυτό το άνυδρο τοπίο; Ξέρεις τι είναι το Μπραχάμι; Ο πιο αφιλόξενος τόπος για να ζεις και να μεγαλώνεις. Από πού και πώς προέκυψαν όλα αυτά τα φωτεινά ταλέντα (που αγκάλιασαν και ανέδειξαν οι ιματζινίστες;) Ποιητές, μουσικοί, αθλητές, φωτογράφοι, ζωγράφοι, ραδιοφωνατζήδες, κ.λπ. κ.λπ… Όλοι αυτοί από πού ξεφύτρωσαν; Έλα μου ντε».
Ποιο ήταν το πιο αναπάντεχο εύρημα ή μαρτυρία που προέκυψε μέσα από τη συλλογή των 201 ιστοριών; «Δεν είναι μόνο ένα, αλλά περισσότερα κείμενα στο βιβλίο που μαρτυρούν ότι μια ιδέα που βρίσκει ανταπόκριση σε πολλούς πολίτες μπορεί να καρπίσει και να φτάσει να μετατραπεί σε συλλογικό πρόταγμα, κοινωνικό ή πολιτιστικό. Υπάρχει μια διαπίστωση που δεν μπορούμε να την εκφράσουμε ως εύρημα. Οι άνθρωποι που μπορούν να εκφραστούν είναι περισσότεροι απ’ όσους νομίζουμε. Και η συλλογή αυτή προέκυψε από μόνη της, προσφέροντας το βήμα της ελεύθερης έκφρασης, αποφεύγοντας την ύβρη, και όλοι τήρησαν τους κανόνες της ηθικής. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ο πυρήνας του βήματος, που ήταν το Μπραχάμι. Μετά, όλο αυτό ντύθηκε με ιστορίες καθημερινότητας κι έτσι έγινε μια λαϊκής βάσης λογοτεχνική όαση. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα κοινωνικά δίκτυα πρόσφεραν βήμα έκφρασης, το οποίο όμως μαστίζεται από την τοξικότητα και την ύβρη. Άρα, το δικό μας βήμα ήταν κάτι ξεχωριστό», παρατηρεί.
Τι σημαίνει για τους Imaginistes «αστική μνήμη»; Και πώς προσπάθησαν να τη συλλέξουν, να την προστατεύσουν ή να τη μεταμορφώσουν σε κάτι νέο; «Η αστική μνήμη είναι μια προσπάθεια σύνδεσης του παρελθόντος μιας πόλης με το παρόν και το μέλλον της. Αλλά μια πόλη είναι κυρίως οι άνθρωποί της και οι ιστορίες τους. Με προφορική μαρτυρία και καταγραφή ιστορικών χώρων, ακόμα και με τη διάσωση της τοπικής “αργκό” προσπαθήσαμε να προστατεύσουμε την πόλη μας από τη λαίλαπα των κατεδαφίσεων. Πώς μεταμορφώνεται σε κάτι νέο; Εδώ οι Imaginistes... imagine μια πόλη ανοιχτή, ανεκτική, που καταφέρνει να αφομοιώσει τις αλλαγές της νέας εποχής χωρίς να καταστρέφεται. Η πρόθεση ποτέ δεν ήταν η καταγραφή και η διάσωση της συλλογικής μνήμης. Αυτό είναι μέρος μιας μεγαλύτερης ιδέας, που ήταν ο πολιτισμός. Οι μνήμες ενός τόπου είναι ο σκελετός στο οικοδόμημα ενός πολιτισμού. Ή, όπως γράφει μια φίλη, η συγγραφέας Γεωργία Τάτση, που διάβασε το βιβλίο μας, “σκέφτομαι πως η μνήμη είναι η μοναδική πατρίδα που έχει ο άνθρωπος, αυτή στην οποία διαρκώς επιστρέφει, η μόνη αληθινή του ιδιοκτησία, το καταφύγιό του”.
Πόσο άλλαξε το Μπραχάμι από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα; Τι χάθηκε και τι κέρδισε αυτή η περιοχή; «Το Μπραχάμι ήταν χωριό, με ανάλογη δόμηση, κάτι που συντέλεσε σε πιο στενές κοινωνικές σχέσεις. Άλλαξε, όπως όλες οι γειτονιές της Αθήνας, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας. Το τσιμέντο και η έλλειψη γούστου και ευαισθησίας και, εντέλει, πολιτισμού, μετέτρεψαν την περιοχή σε τσιμεντούπολη. Πολλές από τις φτωχικές μεν αλλά όμορφες γειτονιές με τις αλάνες και τα γραφικά στενά μετατράπηκαν μέσω της αντιπαροχής σε διαμερίσματα-κουτιά και πάρκινγκ… Οι μεγάλοι δρόμοι ευνοούν τους περαστικούς και οι στενοί δρόμοι τις τοπικές κοινωνίες. Το Μπραχάμι εξακολουθεί να κρύβει μια γεύση από εκείνες τις παλιές γειτονιές, όπου τα περισσότερα φτωχόσπιτα μπορεί να αντικαταστάθηκαν από διώροφα και τριώροφα “για να βολευτούν όλα τα παιδιά της οικογένειας”, αλλά όταν ανοίγουν τις πόρτες για να βγουν έξω, λένε “Καλημέρα” στους γείτονες, συζητούν, λένε αστεία, αλλά και καμιά φορά τσακώνονται», καταλήγει ο Χρήστος Πιπίνης. Ίσως εκεί, σ’ αυτή την «Καλημέρα», βρίσκεται ο πυρήνας όλου του βιβλίου.
Η ομορφιά θα σώσει το Μπραχάμι – Γράφει ο Χάρης Κατσιμίχας
«Οι Imaginistes. Να πω λοιπόν για τους Ιματζινίστες. Τι να πω όμως, με λίγα λόγια και καλά; Μόνο μια μικρή ιστορία από το πολύ παλιό παρελθόν (θα πω) κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Εκεί στο ρέμα της Πικροδάφνης, κοντά στο γήπεδο της Θύελλας, έμενε μια κοπέλα αδιανόητης ομορφιάς. Έβγαινε στο δρόμο και τα αρσενικά βογκούσαν στο πέρασμά της. “Ωχχχ πασά μου!” (μέσα από τα συνεργεία και τις οικοδομές) “Ωχ! Ωχ! Ωωωωωχχχ!” Πέρασαν 60 χρόνια και ακόμα την ίδια απορία έχω. Από πού ερχόταν και πού πήγαινε; Ήταν άραγε αληθινή; Μπας και ήταν κυματομορφή από άλλη διάσταση; Η μήπως, απλά, ήταν γέννημα της φαντασίας μου; Και λοιπόν; Τι σχέση έχει αυτή η ιστορία με τους Ιματζινίστες; (θα μου πεις) Μα.. και με αυτούς, ακριβώς την ίδια απορία έχω! ΑΥΤΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ (ΓΕΜΑΤΟΣ ΜΕ ΕΞΩΤΙΚΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ) ΠΩΣ ΔΙΑΟΛΟ ΑΝΘΙΣΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΥΔΡΟ ΤΟΠΙΟ; Ξέρεις τι είναι το Μπραχάμι; Ο πιο αφιλόξενος τόπος για να ζεις και να μεγαλώνεις. Από πού και πώς προέκυψαν όλα αυτά τα φωτεινά ταλέντα (που αγκάλιασαν και ανέδειξαν οι ιματζινίστες;) Ποιητές, μουσικοί, αθλητές, φωτογράφοι, ζωγράφοι, ραδιοφωνατζήδες, κ.λπ. κ.λπ… Όλοι αυτοί από πού ξεφύτρωσαν; Έλα μου ντε... Από εκεί που ξεφύτρωνε και η “Κορίνα Τσοπέη” που περιέγραψα στην αρχή. Όποιος δεν κατάλαβε (ήδη) τι λέω, ας ξεφυλλίσει αυτό το βιβλίο. Εδώ περιλαμβάνεται μόνο ένας “κόκκος άμμου” από τον απίστευτο όγκο δουλειάς που παρήγαγε το φωτεινό σχήμα των ιματζινιστών. Ξανα-αναρωτιέμαι: Πώς; (… πώς, ρε παιδί μου!) Κι από πού; Ψάξε να βρεις. Ιδέα δεν έχω…»
Ιστορίες με τη Ρίτα: Μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία για τη Ρίτα Σακελαρίου από τον Χάρη Κατσιμίχα, από το βιβλίο «Το Μπραχάμι αλλιώς. Ιστορίες από τους Imaginistes» των εκδόσεων Ευώνυμος.
Ήταν ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1987, θυμάμαι. Εκεί προς το μεσημέρι, λοιπόν, χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και βλέπω να στέκεται στην πόρτα ένας κάλος μου φίλος, συνθέτης και τραγουδιστής (που εκείνη τη δεκαετία είχε κάνει δυο τρία δυνατά χιτ) Βρε, γεια σου… καλή χρονιά, πώς από δω κ.λπ. κ.λπ., τα γνωστά. Έλα, του λέω. Κάτσε και πες μου τα νέα σου. Κάτσε κι εσύ, μου λέει, κι ετοιμάσου να χαζέψεις μ’ αυτά που μου έτυχαν χτες βράδυ!
Με δυο λόγια, τα πράγματα είχαν γίνει ως εξής: Το παλληκάρι το είχε καλέσει ο σύλλογος οργανοπαιχτών Ελλάδος να τραγουδήσει σαν γκεστ στον ετήσιο χορό τους, για ενίσχυση του ταμείου αλληλοβοήθειας. Παίρνει λοιπόν δυο βασικούς του συνεργάτες και πάει. Το δρώμενο γινόταν σ’ ένα από αυτά τα γκλαμουράτα σκυλάδικα της παραλιακής (όνομα και μη χωριό). Εκείνη τη σαιζόν, στέγαζε βασικά τη Ρίτα Σακελλάριου.
Φτάνουν τα παιδιά, μπαίνουν στον προθάλαμο και ο πορτιέρης τους στέλνει στο πίσω μέρος, στα καμαρίνια. Μιλάμε για καμιά δεκαπενταριά δωμάτια, φίσκα στη μουζικάντζα. Να αφήσουμε, ρε παιδιά, εδώ τα όργανά μας… μη μας τα κλέψει κανένας… κ.λπ.; Δε χωράει! (η ίδια απάντηση παντού). Μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκαν οι φουκαράδες σ’ έναν παγωμένο διάδρομο, όρθιοι, δίπλα στις κουζίνες. Σε μια στιγμή, ακριβώς απέναντί τους, ανοίγει μια σιδερένια εξωτερική πόρτα υπηρεσίας και μπαίνει φουριόζα μια καθαρίστρια. Με μαντίλι στο κεφάλι, ένα γκρι παλτουδάκι, διπλωμένη στα δυο, έτρεμε απ’ το κρύο.
Τι κάνετε εσείς εδώ στον διάδρομο; Δεν κρυώνετε; τους λέει. Έτσι κι έτσι, κυρία… το και το… και δεν ξέραμε πού αλλού να πάμε (της λέει ο φίλος μου) Εδώ, ε; (του κάνει αυτή) στο μαγεργιό σας έστειλαν… Αυτό είναι το ευχαριστώ τους… ε; Δε βαριέσαι… (λέει ο φίλος μου) θα κάνουμε υπομονή μέχρι να μας φωνάξουν να παίξουμε. Α, ναι, ε; Για πες μου κι άλλα! Για φτιάξε με! (του κάνει αυτή) κι αρχίζει να αγριεύει.
Να αγριεύει και να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο. Κι όσο αγρίευε, τόσο ομόρφαινε και… ψήλωνε και γινόταν σαν την πριγκίπισσα Ζίνα ένα πράμα. Άλλαζε με ταχύτητα αστραπής! Άλλαζε! Και στο τέλος; Το δουλικό έγινε αρχόντισσα και η αρχόντισσα είχε και όνομα και, ναι, ρε φίλε, ήταν η Ρίτα Σακελλάριου! Η Ρίτα, που είχε φορτώσει άσχημα. Πολύ άσχημα, και βάζει μπρος… τα γαλλικαααά… Για βγείτε έξω, ρε κωλόπαιδα! Για βγείτε έξω, ρε χαραμοφάηδες! Σκάνε τρέχοντας πέντ’ έξι γκαρσόνια απ’ τις κουζίνες, αρπάζει τον αρμόδιο απ’ το γιακά και αρχίζει! Γιατί, ρε αλήτες; Γιατί, ρε κωλόπαιδα με ξευτιλίζετε στους ΜΟΥΣΑΦΙΡΕΟΥΣ μου; Ποιους… κυρία Ρίτα; Αυτούς εδώ, ρε τσόγλανε! Μα τι να κάνω.. κυρία Ρίτα; Να τους ανοίξεις τώρα, επιτόπου, το καμαρίνι του Τρίο Ατενέ! Τώρα! Μα, δε γίνεται, κυρία Ρίτα… άμα κλαπεί τίποτα; Ωωωωωχ… ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκεεεεε… Ά-νοι- ξέ το, ρε καργιόλη (του έλεγε ρίχνοντάς του ηχηρά σκαμπίλια). Ά-νοιξε- το! Υπ’ ευ-θύ- νη μου, ρε αλήτη! του έλεγε και τον χαστούκιζε!
Ξεκλειδώνει (κάτωχρος) ο τύπος και καταλήγουν, ο φίλος μου, οι δύο συνεργάτες του και η Ρίτα, στο απίστευτο, χλιδάτο καμαρίνι του Τρίο Ατενέ! Όντως. Είχε μέσα πανάκριβα κοστούμια, κοσμήματα, αρώματα… πράγματα της δουλειάς… χώρια τα όργανά τους! Πολύ ακριβά πράγματα! Απλώνεται η Ρίτα, με ύφος Ρίτας Χέιγουορθ, σε μια πολυθρόνα και ρωτάει: Τι θα μπορούσα να σας προσφέρω, παιδιά; Ουίσκι! της λένε αυτοί. Φέρε ένα Σίβας σφραγισμένο (!!!), πάγο και φρούτα στους κυρίους, διατάζει τον σεφ, χωρίς να τον κοιτάξει. Μάλιστα, κυρία Ρίτα, ψέλλισε ο άλλος. Σε 30 δεύτερα είχαν έρθει τα πάντα! Έεεετσι! ψιθύρισε η Ρίτα. Μετά, στράφηκε στο φίλο μου και τους συνεργάτες του, τους χαμογέλασε τρυφερά και τους είπε: Και τώρα, κύριοι, θα σας ευχηθώ καλήν επιτυχία και καλό σας βράδυ! Σηκώθηκε αργά, τους έκανε ένα αδιόρατο νεύμα και χάθηκε στα… ιδιαίτερα διαμερίσματά της.
Αυτή, φίλες και φίλοι, ήταν η Ρίτα Σακελλάριου. Αυτή ΑΚΡΙΒΩΣ! Και ξέρετε κάτι; Άντε να υπήρξαν σαν ελόγου της, ακόμα… μία… δύο (για να μην πω ΚΑΜΙΑ και φανώ υπερβολική). Αυτή, η Ρίτα Χέιγουορθ, η Κιμ Νόβακ και η Άβα Γκάρντνερ… ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, αυτή (ο ΘΗΛΥΚΟΣ Φρανκ Σινάτρα!!!), ο Ντιν Μάρτιν και ο Πέρι Κόμο… ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ, ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου. Και ξέρετε κάτι; Δεν έχετε άδικο που δεν με πιστεύετε, γιατί έτσι θ’ αντιδρούσα κι εγώ στη θέση σας. Όμως, αυτή η ιστορία δεν παύει να είναι πέρα για πέρα αληθινή και συνέβη ένα πρωτοχρονιάτικο βράδυ του 1987. Να ’στε όλες και όλοι καλά!
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ένα βιβλίο που δεν μιλάει για τις γυναίκες αλλά τις δίνει χώρο να μιλήσουν μόνες τους
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στις 19:30
Η ελευθερία είναι ευάλωτη. Ζει μόνο εκεί όπου οι πολίτες μπορούν να αμφισβητούν, να κρίνουν, να διορθώνουν. Και πεθαίνει όταν κάποιος αποφασίζει ότι «ξέρει καλύτερα για όλους».
Από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα μέχρι απλούς κατοίκους, ένα βιβλίο-ταξίδι σε 201 ιστορίες. Ο Χρήστος Πιπίνης, «ψυχή» της ομάδας, μάς είπε περισσότερα
Τα δεκατέσσερα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται στις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το νεοελληνικό κράτος και την νεοελληνική κοινωνία
Στην ποιητική συλλογή «Les Grottes – Excavating Insanity» προσπαθεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής προς τη νηφαλιότητα και την επιβίωση γράφοντας
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.