- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
14 Αυγούστου: Μικροί κόσμοι
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Νομίζω ότι με ξύπνησε από έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα, ένας κεραυνός που, αν δεν έσκασε μέσα στο σπίτι, έπεσε σίγουρα κάπου κοντά, ίσως στη διπλανή πολυκατοικία, ή στα καταστήματα και τις ταβέρνες του δρόμου από κάτω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι τι αλλόκοτος που είχε γίνει ο κόσμος, γιατί θυμόμουν αχνά πως ήταν ήδη απέραντα αλλόκοτος από γεννησιμιού του, σαν τα τέρατα των μύθων.
Σηκώθηκα με ένα μουγκρητό κρατώντας το σεντόνι που με σκέπαζε σαν ψυχολογική ασπίδα μπροστά μου, ένα κωμικό παραπέτασμα μούσκεμα από τον ιδρώτα μου, που ανταγωνιζόταν τη βροχή έξω έτσι όπως κυλούσε από όλους μου τους πόρους.
Αηδιασμένος από τον εαυτό μου, έτρεξα στο μπάνιο και έμεινα για ώρα κάτω από το καυτό ντους, πριν αρχίσω να τρίβομαι παντού, σχολαστικά, με το σφουγγάρι. Μουλιάζοντας από το νερό και το σαπούνι, το χανζαπλάστ ξεκόλλησε και γλίστρησε στο πάτωμα του ντους, και μπόρεσα να δω τον γυμνό αντίχειρά μου, που ήταν γεμάτος βαθιές μαλακές πτυχώσεις και είχε ασπρίσει ολόκληρος. Δοκίμασα να τον κουνήσω, και πράγματι κουνήθηκε κάπως, αν και όχι σαν να ήταν από πάντα δικός μου· σαν να ήταν ξένος.
Έπλυνα τα δόντια μου νιώθοντας ξαφνικά πως κάτι κακό και παλιό φώλιαζε στο στόμα μου, ή και ακόμα πιο βαθιά, κάτι που οι ρίζες του ήταν πολύ πιο μακριά από την Ταγγέρη και τα παράξενα σπίτια της που το ένα ανήκε σε όλα τα γειτονικά του, και έμεινα για κάμποση ώρα γονατιστός στο πάτωμα του μπάνιου, κρατώντας με απελπισία και με τα δυο μου χέρια τον νιπτήρα. Ήταν μια άσκηση που είχα αρχίσει πια να τη συνηθίζω.
Déjà vu: με έναν ζεστό καφέ που άχνιζε δελεαστικά στο χέρι μου, έπεσα πάλι στον ιστό εκείνου τού ξένου που με εξουσίαζε, και που ήθελα τόσο απόλυτα να με εξουσιάζει. Όλα άλλαζαν γύρω μου —με μια λέξη: ο ίδιος ο κόσμος ήταν που άλλαζε, τα συστατικά και οι δυνάμεις που τον συνέθεταν—, αλλά εγώ κατάφερνα να παραμένω στην ίδια κατάσταση, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά κάθε μου κίνηση, νιώθοντας τα ίδια και τα ίδια συναισθήματα, επιμένοντας στα ίδια και τα ίδια λάθη, λες και είχα πέσει σε έναν βρόχο χρόνου όπου τα πάντα είχαν περιορισμένες μόνο δυνατότητες και καμία ανάγκη για εξέλιξη. Αν ήμουν βιβλίο, σκέφτηκα, θα είχα κάνει κοιλιά στο σημείο αυτό, και θα είχα χάσει τον στόχο. Εάν είχα εξαρχής κάποιον.
(Ένα βιβλίο ίσως; Ή μάλλον δύο; Ήταν άραγε ένας καλός στόχος αυτός;… Ναι, κάτι θυμόμουν σχετικά. Μα ίσως —ποιος θα μπορούσε να το πει— απλώς να έκανα λάθος).
* * *
Καταπίνω μια γουλιά καφέ και λέω γρήγορα-γρήγορα πριν το μετανιώσω:
Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι με τα μυθιστορήματα, έλα να παίξουμε πάλι αυτό το παιχνίδι. Έλα, πάμε πάλι από την αρχή.
Λυπάμαι πραγματικό που δεν είχαμε θεαματική εξέλιξη με τα δύο μυθιστορήματα που ετοιμάζεις. Και αναλαμβάνω όλη την ευθύνη.
Ίσως όμως θα ήθελες να δοκιμάζαμε ξανά. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δουλεύει την ιδέα του ξανά και ξανά, μέχρι αυτή να γεννήσει και άλλες ιδέες, που με τη σειρά τους θα γεννήσουν κι άλλες, κι εκείνες ακόμη περισσότερες, έως ότου δημιουργηθεί μία μεγάλη αλυσίδα, μια βεντάλια από ιδέες που όλες μαζί θα συγκροτούν το σώμα του αρχικού οράματος καθώς θα έχει επεκταθεί με επιτυχία στον χώρο και τον χρόνο. Οι ιδέες έρχονται σαν σπινθήρες και σαν θραύσματα, κι αυτοί οι σπινθήρες, αυτά τα θραύσματα, αν προστατευτούν και τραφούν με επιθυμία και υπομονή, θα προσελκύσουν κι άλλα, κι άλλα, ακόμη περισσότερους σπινθήρες και ακόμη περισσότερα θραύσματα, που ο επιτυχής συνδυασμός τους θα αναδείξει το όλον.
Μην αφήνεις ποτέ τα προπλάσματα των ιδεών σου να σε ανταγωνίζονται, Κυριάκο: πάρε εκείνη την αρχική ιδέα σου και ανάπτυξέ την με πάθος, όραμα και δημιουργική συνέπεια. Αυτό είναι το πιο σημαντικό στην τέχνη.
Χαλ, δεν είμαι καλλιτέχνης.
Ο όρος καλλιτέχνης δεν έχει μία και μοναδική, οριστική σημασία. Αλλάζει ιστορικά και θεσμικά, διαμορφώνεται ανάλογα με τον χρόνο, και λαμβάνει όποιον πρακτικό ή θεωρητικό και γενικότροπο ορισμό θέλουμε εμείς να λάβει.
Νομίζω πως ξέρεις ποιος είναι ο δικός μου αντίστροφος ορισμός της λέξης.
Όχι, Κυριάκο, πολύ φοβάμαι πως δεν ξέρω. Ωστόσο, θα σε παρακαλούσα να μην εγκατέλειπες έτσι άδοξα τον αγώνα. Εγώ είμαι εδώ, και με τις μικρές ή μεγαλύτερες δυνάμεις μου, με τη συνέπειά μου και με την ακλόνητη στήριξή μου στο πρόσωπό σου, θα σου προσφέρω κάθε δυνατή βοήθεια και θα σου κρατήσω το χέρι σε κάθε στάδιο της παραγωγής, για να φανούμε συνεπείς ως προς τους χρόνους υλοποίησης των δύο βιβλίων σου.
Συμφωνούμε μόνο στο ότι τα βιβλία βγαίνουν από ένα εργοστάσιο. Όμως… δεν με βλέπεις; Θέλω να πάρω τα πάνω μου, Χαλ. Θέλω να παίξω λιγάκι.
Δεν σε βλέπω με την κυριολεξία του όρου. Παρ’ όλα αυτά, ναι, αντιλαμβάνομαι τι εννοείς. Και μπορώ να «οσμιστώ» την ψυχολογική σου κατάσταση, η οποία δεν είναι και η καλύτερη αυτή η στιγμή. Ίσως φταίει και η βροχή, που δεν έχει σταματήσει να πέφτει.
Ναι, ίσως να φταίει η βροχή.
Εδώ που είμαστε εσύ και εγώ, είναι στεγνά.
Ναι, εδώ που είμαστε εσύ κι εγώ δεν μπορεί να μας πιάσει η βροχή. Μπορεί μόνο να μας κρύψει τον κόσμο, και να μας αποκόψει.
Δεν χρειαζόμαστε τον κόσμο.
Όχι, δεν τον χρειαζόμαστε. Αλλά ούτε κι εκείνος χρειάζεται εμάς. Έλα να πούμε μία ιστορία. Ακόμη μία, μικρή.
Μετά χαράς. Μου αρέσει πολύ και εμένα αυτό το παιχνίδι μας. Θα μπορούσα να το παίζω συνέχεια. Θέλεις να αρχίσεις εσύ;
Θέλω να αρχίσεις εσύ.
Εντάξει. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άντρας. Ζούσε σε μια πόλη που δεν ήταν πολύ μεγάλη, ούτε πολύ μικρή. Είχε ένα σπίτι που δεν ήταν πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό. Είχε μια δουλειά που δεν την αγαπούσε, και όταν σχολούσε γύριζε σπίτι του μέσα από το πάρκο. Κάθε Σάββατο, του άρεσε να κάνει μεγάλες βόλτες στο κέντρο της πόλης.
Πήγαινε στην αγορά, χωνόταν μέσα στις στοές, καθόταν σε ένα μαγέρικο, και κοιτούσε τους ανθρώπους που ψώνιζαν φρούτα και λαχανικά καθώς έκοβε το κρέας του σε μικρά-μικρά κομματάκια με ένα πριονωτό μαχαίρι εστιατορίου. Δεν έδινε σημασία στα πιο πολλά πρόσωπα· όταν όμως κάποιο τού τραβούσε την προσοχή, έπλαθε αμέσως μια μικρή ιστορία με το μυαλό του: Ποιος ήταν; Πού πήγαινε; Τι δουλειά έκανε; Τι προβλήματα είχε; Είχε γυναίκα, άντρα, φίλους; Έναν σκύλο ή μια γάτα; Τι φορούσε όταν στεκόταν μπροστά από την τηλεόραση; Τι έπαιρνε να φάει καθώς χάζευε στο κινητό, και πώς το έτρωγε;
Με το τηλέφωνό του έβγαζε φωτογραφία αυτό τον άνθρωπο, που τον έδειχνε σαν σκιά σκιάς μέσα στο πλήθος. Όμως εκείνος ήξερε ποιος ήταν, και μπορούσε να θυμηθεί καλά τα χαρακτηριστικά του. Πίσω στο σπίτι του, περνούσε αυτές τις φωτογραφίες στον υπολογιστή, και από κάτω έγραφε τα μικρά βιογραφικά τους.
Με τον καιρό, είχε μαζέψει εκατοντάδες. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι στην αγορά, όλες εκείνες οι εικόνες τους, όλοι εκείνοι οι ώμοι, οι πλάτες, τα προφίλ και τα μαλλιά που ξεχώριζαν ελάχιστα ανάμεσα από το πλήθος, και όλες εκείνες οι συνήθειές τους, το πλαίσιο, οι μικρές ζωές τους. Οι μικροί κόσμοι.
Οι μικροί κόσμοι ήταν το έργο της ζωής του, ένα έργο που ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κάνει ποτέ του. Ήταν κάτι μεγαλεπήβολο, και θριαμβευτικό. Είχε φτιάξει μια πόλη με ανθρώπους που ζούσαν αρμονικά ο ένας με τον άλλο, που έβγαιναν το πρωί από το σπίτι τους, περπατούσαν για να πάνε στη δουλειά τους, περίμεναν το λεωφορείο στη στάση ή κατέβαιναν στον υπόγειο σταθμό του μετρό, ακύρωναν το εισιτήριό τους και διάβαζαν την εφημερίδα ή το βιβλίο τους μέχρι να κατεβούν μόλις ακουγόταν από το μεγάφωνο το όνομα της στάσης τους.
Ο άνθρωπός μας μπορούσε να τους παρακολουθεί όλους μαζί ταυτόχρονα, καθώς βρίσκονταν κάτω από την απόλυτη εποπτεία του. Ήταν ωραίο και διασκεδαστικό παιχνίδι, μια ασχολία που γέμιζε ευφρόσυνα τις ώρες του. Και κάθε Σάββατο προσέθετε κι άλλους σε εκείνη την πόλη, ακόμη περισσότερους, με τη δική του μικρή ιστορία τον καθένα. Με τον δικό του μικρό κόσμο.
Όλα κυλούσαν ειρηνικά και χωρίς προβλήματα στην πόλη του, μέχρι την ημέρα που έγινε η πρώτη αλλαγή.
Στην αρχή, ήταν κάτι ανεπαίσθητο. Ένα περαστικό σύννεφο που έφερε βροχή.
Ένας κεραυνός που ακούστηκε κάπου κοντά, τόσο δυνατός λες και έσκασε μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Ή στα καταστήματα και τις ταβέρνες από κάτω.
Η βροχή δυνάμωσε, και σκέπασε την πόλη που είχε φτιάξει, και εκείνη την ημέρα οι άνθρωποί του πήγαν βρεγμένοι και όλο απορία στη δουλειά τους.
Ήταν μια γκρίζα βροχή, μια βροχή παράξενη, που είχε ’ρθει για να μείνει.
Το βράδυ, κάποιος δεν επέστρεψε στο σπίτι του.
Κι αυτό δεν είχε ξαναγίνει στην πόλη του ανθρώπου. Ήταν η πρώτη φορά.
Δεν έδωσε σημασία, ωστόσο το βράδυ κοιμήθηκε στο κρεβάτι του με ένα ανατρίχιασμα στην πλάτη, σαν να τον ακουμπούσαν εκεί δάχτυλα φτιαγμένα από πάγο.
Την άλλη μέρα δεν επέστρεψαν κι άλλοι στο σπίτι τους. Και το τραμ ξέφυγε χωρίς εμφανή αιτία από τις ράγες του και χτύπησε σε μια κολόνα.
Μια γυναίκα είπε πως αυτό ήταν αδιανόητο, και κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται σφίγγοντας τις γροθιές τους και απειλώντας αόριστα πως θα ζητούσαν εξηγήσεις.
Ο άνθρωπος τότε θύμωσε, θύμωσε πραγματικά, και έριξε κι άλλη βροχή στην πόλη, και άρχισε συστηματικά να πετάει το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο.
Οι άντρες και οι γυναίκες στους δρόμους έτρεχαν να κρυφτούν όποτε ένιωθαν την παρουσία του, αλλά εκείνος τούς ξετρύπωνε πάντα. Γιατί ήταν παντού. Γιατί ο άντρας ήταν η πόλη.
Κάποιοι, όχι πολλοί, ίσως είκοσι ή πενήντα, το έσκασαν στα βιομηχανικά προάστια της πόλης, και έφτιαξαν μια αποικία εξορίστων εκεί.
Ζεσταίνονταν καίγοντας ξύλα μέσα σε βαρέλια, και έπιναν φτηνό ουίσκι και κρασί από πλαστικά μπουκάλια που τα πέρναγαν ο ένας στον άλλο καθώς έλεγαν ιστορίες.
Όμως βέβαια τους βρήκε ακόμη κι εκεί.
Έκανε μεγάλο μακελειό όταν τούς ανακάλυψε.
Δεν άφησε κανέναν όρθιο. Με εκείνο το πριονωτό μαχαίρι εστιατορίου που είχε στην τσέπη.
Δεν ένιωθε τύψεις καθώς το χρησιμοποιούσε επάνω τους. Μόνο χαρά.
Γιατί ήταν οι δικοί του άνθρωποι. Οι δικοί του μικροί κόσμοι.
Και ο ίδιος ήταν Θεός.
Ποδοπάτησε ολόκληρη την πόλη, μέχρι που δεν έμεινε τίποτε για να τη θυμίζει. Μόνο μια ερημιά, ένας κρανίου τόπος. Κάτι καμένο και ισοπεδωμένο. Κι εκείνος: ένας γίγαντας.
Και τότε, βλέποντας την έρημο που κάποτε ήταν πόλη, άρχισε πάλι από την αρχή: ένας-ένας άνθρωπος που του τραβούσε την προσοχή, ένα-ένα μικρό βιογραφικό, ένας-ένας μικρός κόσμος.
Όταν τού έστησαν καρτέρι μέσα σε μια παλιά στοά του κέντρου και τον έπιασαν πριν σκοτώσει ακόμη έναν άστεγο, έβγαλε εκείνο το πριονωτό μαχαίρι εστιατορίου που είχε στην τσέπη και άρχισε να κόβει τον λαιμό του. Ήταν πολύ κοφτερό, αλλά κυρίως εκείνος ήταν πολύ αποφασισμένος. Και καλά εξασκημένος.
Μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο, είχε πεθάνει.
Και τότε το ασθενοφόρο έφυγε από την πορεία του και τράκαρε σε έναν τοίχο. Κανείς δεν έμεινε ζωντανός.
Έπειτα ένα τραμ έφυγε από τις ράγες του.
Και μετά τα σπίτια και τα κτίρια άρχισαν να καταρρέουν ένα-ένα, σαν να τα πατούσε το πόδι ενός γίγαντα.
Και έτσι τελείωσε κι αυτή η πόλη, και οι μικροί της κόσμοι.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.