Βιβλιο

Υπόθεση Γουέιτζερ: «Αν δεν μας στέρξει η αλήθεια, κανείς δεν θα μπορέσει»

Για πρώτη φορά λούζεται στο φως η σκοτεινή ναυτική υπόθεση από την οποία εμπνεύστηκαν, μεταξύ άλλων, ο Μέλβιλ και ο Βολταίρος

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Υπόθεση Γουέιτζερ: «Αν δεν μας στέρξει η αλήθεια, κανείς δεν θα μπορέσει»

Το βραβευμένο ιστορικό non fiction βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν, «Γουέιτζερ. Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος» (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου, 464 σελίδες, Εκδόσεις Δώμα)

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα εδώ, ένα από εκείνα που, διαβάζοντάς τα, αποκλείεις τελείως τον κόσμο από γύρω σου —κυριολεκτικά, είσαι μόνο εσύ, το βιβλίο σου και ο κόσμος του— και βυθίζεσαι σιωπηλός στην ιστορία που σου αφηγείται. («Βυθίζεσαι»… Συμπτωματικά, η λέξη έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα όταν μιλάμε για το «Γουέιτζερ»). Είχαμε καιρό να το νιώσουμε αυτό. Σχεδόν νιώθεις ψεκάδες να σου νοτίζουν το πρόσωπο, και ακούς τον αέρα στ’ αυτιά σου. Έναν κακό, παλιό αέρα.

Πριν πούμε όμως οτιδήποτε άλλο, να τονίσουμε το εξής. Το ιστορικό αυτό non fiction έχει να κάνει με την εξιστόρηση και την προσεκτική, βήμα-βήμα, κατά το δυνατόν αντικειμενική, διερεύνηση μιας υπόθεσης που συνέβη σχεδόν τρεις αιώνες πίσω: το πλοίο Γουέιτζερ με το πλήρωμά του βυθίστηκε το 1740. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατον, είναι να διεξαχθεί σήμερα μια πειστική έρευνα για την εν λόγω υπόθεση, καθώς οι ισχυρισμοί για το τι πραγματικά συνέβη ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Το κυριότερο: δεν υπάρχουν ζωντανοί μάρτυρες, δεν υπάρχουν τεκμήρια από τα οποία μπορεί να πιαστεί κανείς. Υπάρχουν όμως καταγεγραμμένες μαρτυρίες, αληθείς ή ψευδείς αδιάφορο. Ο Γκραν, με άλλα λόγια, επιχειρεί κάτι αδιανόητα δύσκολο εκ προοιμίου, κάτι που οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι άλλοι, δεν θα άγγιζαν καν. Και, ω του θαύματος, μας παραδίδει ένα κείμενο —θα το ξαναπούμε— συγκλονιστικό. Διαβάζοντάς το, αντιλαμβάνεσαι πως, παρά ταύτα, η ιστορία ΕΙΝΑΙ εκεί, τυλιγμένη σαν μια ξεχασμένη ανάμνηση στο μυαλό σου, και ότι ΜΠΟΡΕΙ εντέλει να σου αποκαλυφθεί. Μέγα επίτευγμα.

Ο Ντέιβιντ Γκραν, βέβαια, δεν είναι οποιοσδήποτε συγγραφέας-ερευνητής. Διαθέτει πελώρια πείρα, και το δημοσιευμένο έργο του στέκεται ήδη αδιάψευστος μάρτυρας των ικανοτήτων του. Δεν χρειάζεται ίσως παρά να αναφέρουμε τους «Δολοφόνους του ανθισμένου φεγγαριού», ανάμεσα στα βιβλία του, που μετέφερε ο Σκορσέζε στον κινηματογράφο. Η ικανότητά του να συνθέτει μια συναρπαστική, γεμάτη σασπένς αφήγηση χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία είναι μοναδική. Η δε αναγνωστική απόλαυση που αντλεί κανείς από την εξιστόρηση αυτής της ναυτικής τραγωδίας είναι απαράμιλλη, ειδικά αν αγαπά τη θάλασσα, και τη δύναμη που κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους — δύναμη για το καλό, αλλά και για το κακό…

Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Δανειζόμαστε αποσπάσματα από τον Πρόλογο του βιβλίου:

Υπόθεση Γουέιτζερ: «Αν δεν μας στέρξει η αλήθεια, κανείς δεν θα μπορέσει»

Τον Σεπτέμβριο του 1740, στη διάρκεια μιας ιμπεριαλιστικής διαμάχης με την Ισπανία, το Γουέιτζερ είχε αποπλεύσει από το Πόρτσμουθ με ένα στολίσκο, για μια μυστική αποστολή: να αιχμαλωτίσει ένα ισπανικό γαλιόνι γεμάτο θησαυρούς, το οποίο ήταν γνωστό ως «η μεγάλη λεία των ωκεανών». Έξω από το Ακρωτήριο Χορν, στο νοτιότερο άκρο της Νότιας Αμερικής, ο στολίσκος έπεσε σε τυφώνα, και όλοι θεώρησαν ότι το Γουέιτζερ βυθίστηκε αύτανδρο. Όμως 283 ημέρες από την τελευταία φορά που εθεάθη το πλοίο, οι άνδρες αυτοί εμφανίστηκαν ως εκ θαύματος στη Βραζιλία. Είχαν ναυαγήσει σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς και τα μέλη του πληρώματος είχαν χάσει στο μεταξύ τη ζωή τους, όμως 81 επιζήσαντες κατάφεραν να φύγουν από το νησί μ’ ένα αυτοσχέδιο σκαρί, φτιαγμένο εν μέρει απ’ τα συντρίμμια του ναυαγισμένου Γουέιτζερ. Στριμωγμένοι στο μικρό σκάφος, τόσο που σχεδόν δεν μπορούσαν να κουνηθούν, πέρασαν μέσα από τρομερούς ανέμους και τεράστια κύματα, αντιμετώπισαν χιονοθύελλες και σεισμούς. Πάνω από 50 άντρες πέθαναν στη διάρκεια αυτού του εξοντωτικού ταξιδιού, κι όταν έφτασαν πια αποδεκατισμένοι στη Βραζιλία, τρεισήμισι μήνες αργότερα, είχαν διανύσει σχεδόν 3.000 ναυτικά μίλια ― ένα από τα μεγαλύτερα ταξίδια ναυαγών που έχουν καταγραφεί ποτέ. […] Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο σκάφος ξεβράστηκε στην ακτή, έχοντας περάσει από χιονοθύελλα στ’ ανοιχτά των νοτιοδυτικών παραλίων της Χιλής. Ήταν ακόμα πιο μικρό απ’ το άλλο ― μια ξύλινη πιρόγα μ’ ένα πανί ραμμένο από κουρελιασμένες κουβέρτες. Σ’ αυτή την πιρόγα επέβαιναν άλλοι τρεις επιζήσαντες, οι οποίοι βρίσκονταν σε ακόμα πιο άθλια κατάσταση. Ήταν ημίγυμνοι και αποσκελετωμένοι· σμήνη εντόμων γυρόφερναν το κορμί τους, τσιμπολογώντας ό,τι απέμενε απ’ τη σάρκα τους. Ένας απ’ όλους ήταν σε κατάσταση παραληρηματική, «τα είχε πια σχεδόν χαμένα», όπως το έθεσε ένας σύντροφός του, «δεν θυμόταν τα ονόματά μας… ούτε και το δικό του». Όταν αυτοί οι άντρες ανέρρωσαν κι επέστρεψαν στην Αγγλία, διατύπωσαν εναντίον των συντρόφων τους που είχαν εμφανιστεί στη Βραζιλία μια εξωφρενική κατηγορία: δεν ήταν ήρωες, αλλά στασιαστές.

Τι είχε συμβεί τελικά; Ποιος είχε δίκιο και ποια πλευρά έλεγε την αλήθεια; Ποια φρικτά, αποτρόπαια γεγονότα κρύβονταν πίσω από τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των επιζώντων; Κυρίως: μέχρι ποίου σημείου μπορεί να φτάσει κάποιος για να επιβιώσει;

Γράφει πάλι ο Γκραν:

Όλοι επιβάλλουμε εκ των υστέρων μια κάποια συνοχή ―ένα νόημα― στα χαοτικά συμβάντα της ύπαρξής μας. Ανασκαλεύουμε τις ακατέργαστες εικόνες που έχουμε στη μνήμη μας, επιλέγοντας, εξωραΐζοντας, διαγράφοντας. Εμφανιζόμαστε ως ήρωες των ιστοριών μας, κι αυτό μας επιτρέπει να αποδεχθούμε ό,τι πράξαμε ― ή δεν πράξαμε. Όμως εκείνοι οι άντρες πίστευαν πως η ίδια τους η ζωή κρεμόταν απ’ τις ιστορίες που θα έλεγαν. Αν δεν κατάφερναν να παρουσιάσουν ένα πειστικό αφήγημα, ήταν πολύ πιθανό να βρεθούν κρεμασμένοι στο κατάρτι κάποιου πλοίου.

Υπόθεση Γουέιτζερ: «Αν δεν μας στέρξει η αλήθεια, κανείς δεν θα μπορέσει»
Ο συγγραφέας Ντέιβιντ Γκραν

Η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου είναι υποδειγματική. Όπως συνολικά υποδειγματική είναι η έκδοση από το Δώμα.

Μία σύμπτωση, πριν κλείσουμε: μόλις χθες, το βιβλίο πήρε το μεγάλο βραβείο του Goodreads στην κατηγορία «Ιστορία & Βιογραφίες» για τα καλύτερα βιβλία του 2023.

* * *

Ας διαβάσουμε όμως ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 202-204):

Ένα βράδυ, την ώρα που ο Μπάυρον φύλαγε σκοπιά, άκουσε κάτι να σαλεύει. Δεν του είχε περάσει ο φόβος πως υπήρχε ένα πελώριο θηρίο που περιφερόταν στο νησί όταν έπεφτε το σκοτάδι. Σε μια περίπτωση, όπως είχε σημειώσει στο ημερολόγιό του, ένας ναύτης είχε ισχυριστεί ότι, εκεί που κοιμόταν, τον είχε «ξυπνήσει κάποιο ζώο που ξεφύσησε πάνω στο πρόσωπό του, και μόλις άνοιξε τα μάτια του αντίκρισε έκπληκτος στην ανταύγεια της φωτιάς ένα μεγάλο θηρίο να στέκεται από πάνω του». Ο ναυτικός τούς είχε αφηγηθεί, με «τον τρόμο ζωγραφισμένο στην όψη του», πώς ξέφυγε την τελευταία στιγμή. Αργότερα ο ευσυγκίνητος Μπάυρον νόμισε πως είχε διακρίνει ένα παράξενο αποτύπωμα στο αμμώδες έδαφος: ήταν «βαθύ και ευκρινές, μια μεγάλη στρογγυλή πατούσα με μεγάλα νύχια».

Προσπάθησε να διακρίνει κάποια μορφή μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατο να δει το οτιδήποτε, άκουγε όμως τον ήχο, επίμονο και άγριο. Ερχόταν από το εσωτερικό του αντίσκηνου. Έβγαλε το όπλο του και μπήκε μέσα. Κι εκεί, μπροστά του, είδε να γυαλίζουν τα μάτια ενός απ’ τους συντρόφους του. Ο άντρας είχε μπει έρποντας από κάτω απ’ το αντίσκηνο και τώρα άρπαζε τρόφιμα. Ο Μπάυρον τον σημάδεψε κατάστηθα με το πιστόλι, κι ύστερα έδεσε με σχοινί τα χέρια του κλέφτη σ’ ένα στύλο και πήγε να ειδοποιήσει τον πλοίαρχο.

Ο Τσηπ έθεσε τον άντρα υπό κράτηση, ελπίζοντας πως έτσι θα αποτρέπονταν περαιτέρω κρούσματα. Λίγο αργότερα, ωστόσο, ο ένοπλος αρχιφροντιστής, ο Τόμας Χάρβεϋ, την ώρα που είχε βγει να περπατήσει, εντόπισε μια μορφή να σέρνεται στους θάμνους δίπλα στο αντίσκηνο με τις προμήθ­ειες. «Ποιος είναι εκεί;» Ήταν ένας πεζοναύτης ονόματι Ρόουλαντ Κράσσετ. Ο Χάρβεϋ τον συνέλαβε και του έκανε σωματικό έλεγχο, κατά τον οποίο, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Μπάλκλεϋ, διαπίστωσε ότι ο άντρας είχε πάνω του «τεσσάρων ημερών αλεύρι για πάνω από ενενήντα ψυχές, κι ένα κομμάτι μοσχάρι μέσα από το πανω­φόρι του», ενώ είχε κρύψει άλλες τρεις φέτες κρέας στους θάμνους.

Εκείνη την ώρα φυλούσε σκοπιά στο αντίσκηνο ένας άλλος πεζοναύτης, ο Τόμας Σμιθ, που ήταν φίλος του Κράσσετ, και ο οποίος συνελήφθη ως συνεργός.

Τα νέα των συλλήψεων μαθεύτηκαν στον οικισμό, εμπνέον­τας στους καταβεβλημένους κατοίκους του μια φρενίτιδα επιφυλακής. Ο Τσηπ είπε στον Μπάλκλεϋ και μερικούς άλλους αξιωματικούς: «Ειλικρινά πιστεύω ότι οι κρατούμενοι για την κλοπή στην αποθήκη ―η οποία, υπό τις παρούσες συνθήκες, ισοδυναμεί με καταδίκη όλων των υπολοίπων σε λιμοκτονία― θα πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατο». Κανένας δεν διαφώνησε. «Δεν είχε μόνον ο Πλοίαρχος αυτή την άποψη, αλλά τη συμμερίζονταν και όλοι οι άλλοι παρευρισκόμενοι» σημείωσε ο Μπάλκλεϋ.

Εν τέλει, ωστόσο, ο Τσηπ αποφάσισε πως για τους κατηγορούμενους θα «εφαρμοστούν οι κανόνες του Ναυτικού, και η μοίρα τους θα εξαρτηθεί από αυτούς και μόνον». Με βάση αυτούς τους κανονισμούς αποφάσισε ότι θα άγονταν ενώ­πιον ναυτοδικείου: εφόσον διαπράττονταν εγκλήματα στη Νήσο Γουέιτζερ, θα γίνονταν δίκες.

Ακόμα και εν μέσω εκείνης της απέραντης ερημιάς ―τόσο μακριά από την Αγγλία και το άγρυπνο βλέμμα του Ναυαρ­χείου―, ο Τσηπ και πολλοί από τους ναυαγούς παρέμεναν αφοσιωμένοι στον ναυτικό κώδικα της Βρετανίας. Έστησαν βιαστικά μια δημόσια δίκη, ορίζοντας μερικούς αξιωματικούς ως δικαστές. Σύμφωνα με τους κανονισμούς του Ναυτικού, κανονικά θα έπρεπε να είναι αμερόληπτοι· στην προκειμένη περίπτωση όμως κανένας δεν έμενε ανεπηρέαστος από τα εγκλήματα των κατηγορουμένων. Οι δικαστές, με τα κουρελιασμένα ρούχα τους, έδωσαν τον όρκο τους και οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν ενώπιόν τους. Διαβάστηκε δυνατά το κατηγορητήριο, ενώ ο άνεμος τους χτυπούσε αλύπητα. Κλήθηκαν μάρτυρες ― που ορκίστηκαν να πουν «την αλήθεια, όλη την αλήθεια, και μόνο την αλήθεια». Η μόνη υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων ήταν, όπως φάνηκε, ότι θα έκαναν οτιδήποτε, όσο βάναυσο ή δόλιο κι αν ήταν, προκειμένου ν’ αποφύγουν τη λιμοκτονία. Καμία από τις δίκες δεν διάρκεσε πολύ: και οι τρεις κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.

Μετά από την ανάγνωση των Άρθρων του Πολέμου, διαπιστώθηκε ότι «το έγκλημα δεν έθιγε την ανθρώπινη ζωή» και ως εκ τούτου δεν επέσυρε ποινή θανάτου. Αντ’ αυτού, ο κάθε ένοχος καταδικάστηκε σε εξακόσιες βουρδουλιές ― έναν αριθμό τόσο υπερβολικό, που θα αναγκάζονταν να εκτελέσουν την ποινή σε δόσεις των διακοσίων, κατανεμημένων σε διάστημα ­τριών ημερών, ειδάλλως θα απέβαιναν θανατηφόρες. Ένας ναύτης του Πολεμικού Ναυτικού είχε σχολιάσει κάποτε, λίγο πριν εκτελεστεί η ποινή της μαστίγωσής του: «Είμαι βέβαιος ότι δεν θα αντέξω αυτό το μαρτύριο· καλύτερα να με πυροβολούσαν ή να με κρεμούσαν από το κατάρτι».

Πολλοί απ’ τους ναυαγούς, ωστόσο, θεώρησαν ότι οι εξακόσιες βουρδουλιές δεν ήταν αρκετές. Ζητούσαν την εσχάτη των ποινών. Τότε απευθύνθηκε στον κόσμο ο Μπάλκλεϋ, ο οποίος πρότεινε κάτι που το χαρακτήρισε «ό,τι πλησιέστερο στο θάνατο» ― μια τιμωρία που «θα ενέπνεε σε όλους το φόβο άπαξ και διά παντός». Πρότεινε, αφού μαστίγωναν τους ενόχους, να τους εξορίσουν σε μια βραχονησίδα λίγο παραέξω απ’ την ακτή, η οποία είχε κάποια μύδια, βούκινα και λίγο πόσιμο νερό, και να τους αφήσουν εκεί μέχρι να βρεθεί τρόπος να επιστρέψει το πλήρωμα στην Αγγλία.

Ο πλοίαρχος Τσηπ ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Έπειτα από μια τόσο σκληρή τιμωρία, ήταν βέβαιο ότι κανένας άλλος δεν θα τολμούσε ν’ αψηφήσει τις εντολές του και να βάλει τις προσωπικές του ανάγκες πάνω απ’ τις ανάγκες του συνόλου.

* * *

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεω­μένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα. Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλό­ξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες. Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές. Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρχείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα. Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Ο David Grann (1967) είναι συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος στο περιοδικό The New Yorker. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Edgar Allan Poe Award και το George Polk Award. Το βιβλίο του «Killers of the Flower Moon» («Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού», Λαβύρινθος 2019) ήταν φιναλίστ για το National Book Award. Άλλα βιβλία του: «The Lost City of Z», «The White Darkness», «The Devil and Sherlock Holmes».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ