Βιβλιο

Διονύσης Σιμόπουλος: Η δική μου Αθήνα

Ο αστροφυσικός και επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου μίλησε για την Αθήνα στο βιβλίο «21 υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα» (εκδ. Athens Voice Books).

prov2.jpg
Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Διονύσης Σιμόπουλος
© ΑΠΕ-ΜΠΕ/Φώτης Πλέγας Γ.

Διονύσης Σιμόπουλος: Διαβάστε όσα είχε πει για τη ζωή του και την Αθήνα στον Μάκη Προβατά και το βιβλίο «21 υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα» (εκδ. Athens Voice Books).

Στο βιβλίο «21 υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα» (εκδ. Athens Voice Books) είχαμε ζητήσει από τον κύριο Διονύση Σιμόπουλο, τον άνθρωπο που σε ολόκληρη τη ζωή του έκανε «περιήγηση» στα άστρα, να μας μιλήσει για την Αθήνα… Αποφάσισε να μας κάνει μια περιήγηση στη δική του Αθήνα, με έναν προφανή τελικό σταθμό… Ο ίδιος μας έστειλε τον τίτλο: «ATHENS VOICE» - ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΘΗΝΑ.

Γεννηθήκατε στα Γιάννενα, κατάγεστε από ένα χωριό της Ηλείας και μεγαλώσατε στην Πάτρα. Μπορεί να αισθάνεστε «Αθηναίος» κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Είναι αλήθεια ότι η Πάτρα, στην οποία πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, παραμένει η παντοτινή μου αγάπη. Όμως και η Αθήνα, στην οποία ζω τα τελευταία 45 χρόνια, μου έχει χαρίσει πολλές αξέχαστες εμπειρίες και αναμνήσεις! Ζώντας μισό περίπου αιώνα στην ίδια πόλη δεν μπορείς παρά να έχεις δημιουργήσει άμεση σύνδεση με πολλούς και διάφορους χώρους. Mια Αθήνα που είναι όντως έτσι όπως την περιγράφουν τα τραγούδια που έχουν γραφτεί γι’ αυτήν: ως «κόρη τ’ ουρανού», ως «χαρά της γης και της αυγής», είτε ως «μικρό γαλάζιο κρίνο!». Θυμάμαι ολοζώντανα τις πρώτες εμπειρίες μου στην Αθήνα, το καλοκαίρι του ’61 όταν έδινα εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας και αργότερα στο Φυσικό Τμήμα του ΕΚΠΑ. Εκείνο το καλοκαίρι έμεινα μερικές μόνο εβδομάδες, αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω την εικόνα της πόλης, όπως φαίνονταν από ένα συγγενικό μας σπίτι στον Χολαργό: ένα αξέχαστο θέαμα της φωταγωγημένης νυχτερινής Αθήνας που απλώνονταν στο λεκανοπέδιο, σαν διαμάντια σκορπισμένα στον ουρανό! Χρόνια αργότερα, οι στίχοι της αγαπημένης μου Μαριανίνας, μου ξαναζωντανεύουν θαρρείς εκείνη την ανεξίτηλα χαραγμένη στο νου μου εικόνα: «Τα ήσυχα βράδια / η Αθήνα θ’ ανάβει / σαν μεγάλο καράβι / που θα σ’ ακολουθεί».

Οι αναμνήσεις του νεαρού - νεοφερμένου στην Αθήνα Διονύση Σιμόπουλου «κοιτούσαν» όλες προς τα άστρα;
Όχι, καθόλου! Θυμάμαι 3-4 επισκέψεις μου στο «Γκρην Πάρκ» για το κασάτο παγωτό του, αλλά και τη γοητεία που μου δημιουργούσε η ευχέρεια με την οποία ο Γιώργος Οικονομίδης σκάρωνε στιχάκια από μερικές τυχαίες λέξεις που του πέταγε το ακροατήριο. Θυμάμαι το λουκούλλειο γεύμα στο «Ιντεάλ», που με κέρασε ένας φίλος από την Πάτρα, ο οποίος ήταν φοιτητής και αρκετά ευκατάστατος. Αλλά πιο εντυπωσιακό για μένα τον «επαρχιώτη», ήταν μια μεγάλη καφετέρια «γαλλικού τύπου» στον υπόγειο χώρο της Ομόνοιας. Ο χυμός φρούτων που σερβίριζαν μαζί με το «χοτ ντογκ Φρανκφούρτης» ήταν πρωτόγνωρη γεύση για μένα. Κυριολεκτικά ένιωθα το «μπουκιά και συχώριο!»

Με τις εισαγωγικές τι έγινε και φύγατε από την Αθήνα και την Ελλάδα;
Στη ΣΜΑ δεν μπόρεσα να εισαχθώ, αφού έπαιρνε 14 από 700 περίπου υποψήφιους. Μπήκα στο Φυσικό. Αλλά δυστυχώς την εποχή εκείνη οι φοιτητές πλήρωναν δίδακτρα και εγγραφές και φυσικά τα πανεπιστημιακά βιβλία. Να φανταστείτε ότι η Μεγάλη Φυσική του Αλεξόπουλου κόστιζε τότε όσο μια μηνιάτικη σύνταξη του πατέρα μου. Οι δουλειές ήταν πιο δυσεύρετες απ’ ό,τι είναι σήμερα, και κάτω απ’ αυτές τις οικονομικές συνθήκες δεν μπορούσα να παραμείνω για σπουδές στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται 57 χρόνια αργότερα, εκείνες τις μερικές εβδομάδες ένιωσα να με αγγίζει πάρα πολύ η Αθήνα και ιδιαίτερα το κέντρο της. Κι αυτό το συναίσθημα αγάπης για το κέντρο της παραμένει ζωντανό ακόμη και σήμερα.

Ποιο κομμάτι της Αθήνας ζήσατε από τότε που γυρίσατε;
Την Πλάκα, το Κολωνάκι, το Ζάππειο… Εκεί είναι που μ’ αρέσει να «ταξιδεύω» τους εννιά από τους δώδεκα μήνες του έτους, αλλά και να κανονίζω τα επαγγελματικά μου ραντεβού. Την άνοιξη ιδιαίτερα, ακόμη και τώρα, μ’ αρέσει να περπατώ (απίστευτο αλλά αληθινό) κάτω από τις ανθισμένεςνεραντζιές που ευωδιάζουν μεθυστικά στις πλαγιές του Λυκαβηττού. Η περιοχή είναι γεμάτη με αγαπημένα εστιατόρια, ενώ πιο κάτω, στην Πανεπιστημίου, υπήρχε και το απαγορευμένο πλέον για μένα, αλλά εξαιρετικό στέκι για όσους αγαπούν τους πιο μελάτους, παραδοσιακούς λουκουμάδες στη χώρα. Πραγματικά αξέχαστοι! Λίγο πιο ψηλά, το τελεφερίκ μας ανέβαζε πολύ συχνά (10 με 15 φορές το χρόνο) στην κορυφή του και στο εκκλησάκι του Αη Γιώργη, στο ζαχαροπλαστείο και στο εστιατόριο, που ήταν πάντα ένα μέρος επίδειξης για τους πάμπολλους ξένους φίλους, συναδέλφους και συνεργάτες που μας επισκέπτονταν όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν άλλωστε μια εύκολη λύση για καφέ ή φαγητό με θέα ολόκληρης της Αθήνας «στο πιάτο» και μέχρι βαθιά στον κόλπο του Σαρωνικού. Τα απογεύματα των Σαββατοκύριακων, όταν είχε καλό καιρό μού άρεσε να κάνω μια βόλτα στον πανέμορφο Εθνικό μας Κήπο. Θεωρώ ότι είναι ό,τι καλύτερο για να συγκεντρώσει κάποιος τις σκέψεις του καθισμένος δίπλα στη λιμνούλα με τις πάπιες. Με τη δύση του Ήλιου ένα ποτό στην Αίγλη του Ζαππείου σε ξεκουράζει και σε φέρνει στα ίσια σου, ενώ τα καλοκαιρινά βράδια, τις πιο πολλές φορές, μ’ αρέσει να καταλήγω στο διπλανό θερινό «Cine Αίγλη». Κι εκεί κάτω από τον καθάριο έναστρο αττικό ουρανό μ’ αρέσει να απολαμβάνω μία από τις ταινίες που, λόγω υποχρεώσεων, είχα χάσει στη διάρκεια του χειμώνα. Κάθε φορά που θα ακούσω τα «θερινά σινεμά» του Κηλαηδόνη, αυτός είναι και ο κινηματογράφος που μου έρχεται στο νου – μαζί με το «Ζενίθ» της Πάτρας και τις μυρωδιές του γιασεμιού. Και για βραδινό δείπνο, ιδιαίτερα όταν φιλοξενούσαμε ξένους επισκέπτες, να είστε βέβαιος ότι προτιμούσα την ταράτσα του Εστιατορίου Αττικός. Κάτω από την Ακρόπολη, με εξαιρετική ελληνική κουζίνα, είτε μετά, είτε πριν από μια παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπου τα τελευταία χρόνια μπορεί κάποιος να δει ό,τι καλύτερο υπάρχει στον χώρο του θεάματος-ακροάματος τους καλοκαιρινούς μήνες. Σ’ έναν απίστευτο χώρο που λειτούργησε για πρώτη φορά το 161 π.Χ.

Σαν μίνι ντοκιμαντέρ είναι αυτή η περιήγησή…
Για οικογενειακές στιγμές σε ημέρες εορτών η προτίμησή μου παραμένει ακλόνητη για την Ταβέρνα του Χρήστου στο Χαλάνδρι, με τα μικρά ζουμερά μπιφτεκάκια του, τα απαράμιλλα σουβλάκια και τα τηγανητά του κολοκυθάκια! Παρ’ όλα αυτά, η προσωπική μου προτίμηση βρίσκεται ένα τετράγωνο από το Μουσείο Μπενάκη, στο αμερικανικό TGIFridays, με τα φοβερά spareribs (που γλείφεις κυριολεκτικά τα δάχτυλά σου) και τα frozen strawberry daiquiris που χτυπάνε κατ’ ευθείαν στο κεφάλι! Αλλά, φευ, κι αυτά περιλαμβάνονται πλέον στους απαγορευμένους για μένα καρπούς! Όπως απαγορευμένο είναι πλέον και το ουζάκι, με την απαραίτητη ενισχυμένη ποικιλία μεζέδων, στην Πλατεία Ελευθερίας (στου Παπάγου), όπου τις δεκαετίες του 1970 και 1980 πέρναγα αρκετές ώρες για πολιτικές συζητήσεις, σε ένα περιβάλλον μάλιστα τελείως διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων απ’ ό,τι είχε η δική μου παρέα! Αλλά κι αυτές ακόμη έχουν δυστυχώς ατονήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενώ το ουζερί της πλατείας έχει αντικατασταθεί πλέον από το υπέροχο περιβάλλον του Βέρντε, στο Πάρκο του Παπάγου.

Όμως, ένας άνθρωπος που σε όλη τη ζωή του κοιτούσε προς τα άστρα, θα μπορούσε να έχει ένα αγαπημένο σημείο επάνω στον πλανήτη γη και στο μικροσύμπαν της Αθήνας; Υπάρχει ένα τέτοιο πολυαγαπημένο σημείο επάνω στον πλανήτη γη. Εννοώ, φυσικά, το Ευγενίδειο Πλανητάριο. Από την πρώτη  στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα, και επί σαράντα ένα χρόνια έγινε το δεύτερο (αν όχι το πρώτο μου) σπίτι! Ξέρετε, όταν ανέλαβα το Πλανητάριο ήμουν 29 μόνο ετών, και για τα ελληνικά δεδομένα ήμουν πολύ νέος για μια τέτοια θέση. Αλλά, πολλές φορές, παίζει ρόλο και η τύχη στη ζωή μας. Όταν ήρθα για επίσκεψη στην Ελλάδα από την Αμερική, όπου ήμουν διευθυντής στο Πλανητάριο της Λουιζιάνα, με είδε η μακαρίτισσα η αδερφή του Ευγενίδη και μου είπε: «Έλα στην Ελλάδα. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα ασχοληθείς αποκλειστικά με το Πλανητάριο κι όχι με οτιδήποτε άλλο». Και το τήρησα. Γιατί η γυναίκα αυτή μου έδειξε περισσότερη εμπιστοσύνη απ’ ό,τι είχα εγώ στον εαυτό μου, σε μια ηλικία που στην Ελλάδα αν δεν ήσουν άνω των 60 δεν σ’ εμπιστευόταν κανείς και πουθενά. Με τίμησε, κι ελπίζω ότι κι εγώ την τίμησα. Και πιστεύω ότι και οι δύο μας μείναμε ευχαριστημένοι από την επιλογή που κάναμε!

Αφότου «Φύγατε» από το Ευγενίδειο ξαναγυρίζετε κάποιες φορές σ’ αυτό ή κοιτάτε μόνο μπροστά;
Το Ίδρυμα παραμένει για μένα ένας πόλος ακαταμάχητης έλξης. Όχι μόνο για τις θύμησες του παρελθόντος αλλά και για τις συνεχώς ανανεούμενες εγκαταστάσεις και δραστηριότητές του. Και χαίρομαι ακόμη περισσότερο γιατί αυτό μου το σπίτι παραμένει πάντα φρέσκο και νεανικό, με συνεχείς επεκτάσεις του κτιριακού συγκροτήματος και των δραστηριοτήτων του. Συνεχώς επενδύονται χρήματα και για τον εξοπλισμό και για τις διάφορες δραστηριότητές μας, από ιδίους πόρους, χωρίς ούτε ένα ευρώ επιδότησης από την Πολιτεία. Μ’ αυτόν τον τρόπο το Ίδρυμα συνεχίζει να έχει μια τέτοια δράση ώστε κάθε χρόνο να έχουμε πάνω από 300.000 επισκέπτες στις διάφορες δραστηριότητές μας. Αν σε τελική ανάλυση κατορθώσαμε να επηρεάσουμε έναν στους 1.000 τότε έχουμε πετύχει απόλυτα στους στόχους μας. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι στις επισκέψεις μου ως σύμβουλος των διαφόρων παραστάσεων του Πλανηταρίου προσέχω πάρα πολύ, για να μην μπλέκω στα «πόδια» των συνεργατών που με αντικατέστησαν εκεί. 

Υπάρχει κάποιος στίχος, ή ποίημα, που να αντιπροσωπεύει τη μέχρι τώρα ζωή σας;
Πολλοί είναι οι στίχοι και τα ποιήματα, αλλά τώρα στη δύση της ζωής μου θα περιοριστώ στους στίχους δύο τραγουδιών. To πρώτο, που έγινε μεγάλη επιτυχία από τον Φρανκ Σινάτρα το 1969, και μια δεκαετία αργότερα από τον Έλβις Πρίσλεϊ, έχει στίχους γραμμένους από τον τραγουδιστή της εφηβείας μου, τον Πωλ Άνκα, πάνω σε μια γαλλική μελωδία του 1967, το «Comme d’ habitude». Πρόκειται φυσικά για το περίφημο «My Way» και στίχους οι οποίοι μου θυμίζουν ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα, το «Εάν», του Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ. 
I’ll state my case, of which I’m certain / I’ve lived a life that’s full / I travelled each and every highway / And more, much more than this, I did it my way.
Το δεύτερο τραγούδι είναι το «Non, je ne regrette rien», γράφτηκε το 1956 αλλά εξακοντίστηκε στα ύψη το 1960 από την Εντίθ Πιαφ. Στίχοι, που όπως κι αν τους δει κανείς, εκφράζουν μια συνέχεια των ιδεών που περιγράφονται στο προηγούμενο τραγούδι.
Non, je ne regretterien / Ni le bienqu’onm’a fait, ni le mal / Tout ça m’estbienégal.
Δεν μετανιώνω για τίποτα, ούτε για τα καλά αλλά ούτε και για τα κακά, γιατί όλα τους μου είναι ακριβώς το ίδιο. Γιατί όλα όσα έκανα, τα έκανα με τον δικό μου τρόπο, και γι’ αυτό δεν μετανιώνω για απολύτως τίποτα! 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ