Βιβλιο

5 + 1 ποτάμια

Το αρχέγονο, το οργισμένο, το απατηλό, το προφητικό, της φυγής και το μαγεμένο είναι τα «Ποτάμια» της Μαρίας Γαρζώνη-Μαυρικίου

68158-151454.jpg
Βασίλης Βασιλικός
ΤΕΥΧΟΣ 561
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
320977-630386.jpg

«Ποτάμια» είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της Μαρίας Γαρζώνη-Μαυρικίου (μητέρα του γνωστού σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιου), μια συλλογή έξι διηγημάτων (εκδόσεις Κέδρος) με θέμα το καθένα από αυτά ένα διαφορετικό ποταμό του πλανήτη. Κι ενώ το δικό μας «Ποτάμι» που ξεκίνησε ορμητικό προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις να περνά μια περίοδο ανομβρίας, τα δικά της «Ποτάμια» μέσω μιας έμπειρης γραφής μάς πλημμυρίζουν με την ονειρική φουσκονεριά τους. (Και περιμένουμε, με ανυπομονησία, και άλλα από τα γραφτά της που υπάρχουν ήδη στο συρτάρι της από καιρό να εκδοθούν λίαν συντόμως!)

Γεννημένη στην Αίγυπτο από Έλληνες γονείς ιταλικής καταγωγής (όπως διαβάζουμε στο «αυτί» του βιβλίου) ήθελε να σπουδάσει στην Αθήνα, μα ο πόλεμος του 1940 ματαίωσε την αναχώρησή της. Έτσι γλωσσομαθής καθώς ήταν –μιλώντας πέντε γλώσσες– παρέμεινε στην Αίγυπτο όπου εργάστηκε στα γραφεία της Εταιρείας της Διώρυγας του Πορτ Σάιντ. Από την πόλη αυτή, μέτωπο του «πολέμου του Σουέζ» (1956), διέφυγε με τα δυο παιδιά της, τον Δημήτρη και τον Πέτρο, προς το εσωτερικό της Αιγύπτου, όπου εργαζόταν ο άντρας της, Γιάννης Μαυρίκιος, πολιτικός μηχανικός. Κι από εκεί στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1957, ενώ το 1963 ακολούθησε στο Πακιστάν τον σύζυγό της που επιτηρούσε έργα στη Λαχώρη. Αλλά και από την πόλη αυτή, μέτωπο του ινδο-πακιστανικού πολέμου του 1965, διέφυγε διασχίζοντας την έρημο Θαλ μέχρι το Αφγανιστάν. Επόμενη χώρα διαμονής η Λιβύη (1966-1967) με γεύση από τον πόλεμο των «Έξι Ημερών» (Ισραήλ-Αιγύπτου) από όπου φεύγει ξανά για να βρεθεί στην άνοιξη του παρισινού Μάη το 1968 όπου η οικογένεια θα παραμείνει 18 ολόκληρα χρόνια. Στην Πόλη του Φωτός θα σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου και θα αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα.

Αναφέρθηκα σ’ αυτό το μυθιστορηματικό βιογραφικό για να πω ετούτο: ότι τα διηγήματα που αναφέρονται στους έξι ποταμούς (Νείλος, Πηνειός, Ινδός, Τίγρης, Τίβερης, Σηκουάνας) απηχούν το «βιωμένο» της ταλαντούχου συγγραφέως που δεν υπερτονίζεται, ούτε αποτελεί καν, θα έλεγα, μέλημά της. Πηγάζει ωστόσο από κάτι λεπτομέρειες που μόνο κάποιος που έχει ζήσει πραγματικά σ’ έναν τόπο, πονώντας για τη φτώχεια του κι ανακαλύπτοντας μέσα απ’ αυτή την ομορφιά του, μπορεί να τις γνωρίζει. Η αυθεντικότητα της γραφής και των ανθρώπων που περιγράφει, με τρόπο όσο γίνεται πιο λιτό, αναδεικνύει τη βαθύτερη ποιητική τους φλέβα.

image

Τα έξι διηγήματα δίνουν μια απόλαυση στον αναγνώστη που είχα αισθανθεί μόνο στις «Χίλιες και μία Νύχτες». Μέσα στη νευρωτική εποχή που ζούμε αποτελούν οάσεις στην έρημο. Ξεδιψάει η ψυχή σου. Γαληνεύουν τα άγχη σου. Ξαναβρίσκεις τη χαμένη ονειρική διάσταση των απλών ανθρώπων. Κάθε διήγημα, ανάλογα με το «αξονικό ποτάμι» της ιστορίας, αποτελεί ένα θησαύρισμα της χαμένης ανθρωπιάς μας. Βρισκόμαστε μπροστά στην ασκήμια ενός κόσμου που γίνεται ομορφιά. Οι άνθρωποι που κατάντησαν ρομπότ στην εποχή μας ενώ ξεκίνησαν από τον πίθηκο και τον ουρακοτάγκο, ξαναγίνονται άνθρωποι, με όνειρα, με καλοσύνη, μες στον πιο δύσκολο αγώνα της επιβίωσης (όπως τα δύο ορφανά της Νάπολης που δραπετεύουν στη Ρώμη)· ή με τον έρωτα που «κινεί τον ήλιο και τ’ άλλα αστέρια» (όπως στο τελευταίο διήγημα) όπου το ζευγάρι για να εκπληρώσουν τα διαμετρικά αντίθετα όνειρα της ζωής τους (ναυτικός εκείνος, στη στεριά με δικό της σχολείο αυτή) βρίσκουν τη λύση της ποταμίσιας μαούνας για να στεγάσουν τον έρωτά τους, αφού μπορούν και να αρμενίζουν με αυτήν στα μεγάλα ποτάμια φορτωμένη εμπόρευμα και να τη δένουν σαν το «σπίτι» τους στην όχθη του Σηκουάνα.

Κι ενώ σήμερα μιλάμε για το Ιράκ (και τη Συρία) που καταστράφηκαν, να ένα μικρό απόσπασμα για την αληθινή καταστροφή που προηγήθηκε: «Στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα δύσκολα διέκρινες τις μνήμες της παλιάς, μυθικής Βαγδάτης. Ελάχιστα τα ίχνη από τα παλιά χρόνια, με τα παραμυθένια σαράγια των χαλίφηδων, του Μάχντι, του Χαρούν Αλ Ρασίντ, τότε που η Βαγδάτη ήταν σταυροδρόμι του εμπορικού δικτύου ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Λίγα στενά σοκάκια, κάποια ξύλινα καφασωτά μπαλκόνια ή παράθυρα, η Μαστανσιρίγια, το πρώτο πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε στον Μεσαίωνα, το τέμενος Χαντιμάιν, με τον χρυσό τρούλο, και μερικά άλλα παλιά τζαμιά, λείψανα αξιόλογης ισλαμικής αρχιτεκτονικής, έστεκαν ακόμα όρθια για να θυμίζουν την αρχαία αίγλη της πόλης.

Τα πλούσια σουκς, τα περίφημα παζάρια της Βαγδάτης, έφθιναν. Η βιοτεχνία είχε γίνει παρελθόν. Οι ατέλειωτες στοές είχαν αδειάσει από βιοτέχνες, δημιουργούς και μικρέμπορους με τα κομψοτεχνήματά τους. Το πετρέλαιο είχε φέρει την οικονομική ανάπτυξη μα και την αλλοτρίωση.

Οι άνθρωποι είχαν απορροφηθεί στην οικοδομή, στα κατασκευαστικά έργα, στη βιομηχανία, στο εμπόριο. Γιαπιά για κάθε είδους έργα είχαν μετατατρέψει τους δρόμους της νέας πόλης σε ατέλειωτους λάκκους που έχασκαν[...] Μόνον ένα λιοντάρι διαβρωμένο έστεκε όρθιο, φύλακας μοναχικός ενός σωρού τούβλων».

Όπως ο Λέων της Αμφίπολης σε μας. Γιατί κι εμείς, ακόμα και χωρίς πετρέλαιο, είχαμε το ίδιο τη δεκατία του εβδομήντα αλλοτριωθεί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ