Θεατρο - Οπερα

Νίκος Καραθάνος

Μιλάει στην A.V. για την παράσταση «Παραλλαγές θανάτου»

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 462
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
56254-122766.jpg

Πρωταγωνιστεί στις «Παραλλαγές θανάτου» του Γιον Φόσε, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς. Θα χρειαζόμουν συγγραφικό ταλέντο για να σας μεταφέρω τον τρόπο που εκφράζεται. Τις σιωπές και τις εξάρσεις του, το χρωματισμό της φωνής του για σκέψεις ουσιαστικές – μέσα από αυτές καταλαβαίνεις πως είναι αυτός ο Ηθοποιός και Σκηνοθέτης, γιατί σκέφτεται έτσι.

«Το έργο του Φόσε είναι μια εξερεύνηση της σιωπής και της οικονομίας. Αυτός ψαρεύει μόνος του στα φιορδ κι εκεί συλλαμβάνει τον εαυτό του και αυτά που γράφει. Ο ίδιος θυμάται πως η σχέση του με τη γραφή ξεκινάει από ένα επεισόδιο της παιδικής του ηλικίας – κατεβαίνοντας στο υπόγειο του σπιτιού του για να πάρει μια πορτοκαλάδα έπεσε και το γυαλί τον τραυμάτησε σοβαρά. Η εικόνα του σπιτιού του μέσα στο χιόνι, όπως πρόβαλλε από το παράθυρο του ασθενοφόρου που τον έπαιρνε στο νοσοκομείο, τον έχει «στοιχειώσει».

Είναι από αυτά τα έργα που με 250 λέξεις τα λένε όλα. Απαιτεί από εσένα να μη βαραίνεις τον εαυτό σου ως καλλιτέχνη. Σου υπενθυμίζει πως δεν πρέπει «να κάνεις τέχνη», αλλά πως απλά «πηγαίνεις εκεί». Μας θυμίζει εμάς, τους «καταρτισμένους καλλιτέχνες», πως το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται από επαγγελματία.

Το πρόβλημα είναι πως σε πολλούς συγγραφείς δίνουμε ένα δυσβάσταχτο βάρος – σκεφτόμαστε «είναι πολύ σημαντικός» και «λέει πολύ σοβαρά πράγματα», όταν στην πραγματικότητα οι σκέψεις τους είναι κοινές, αλλά υπέροχες, και απαιτούν από μέρους σου μια φιλοσοφία και έναν τρόπο του ζειν για να τις συνειδητοποιήσεις. Ζούμε λίγο κάλπικα και δεν μπορούμε να ψηλαφίσουμε το αληθινό νόημα της ζωής καταπιέζοντας το ένστικτό μας.

Σε κάποια στιγμή του έργου ο πατέρας λέει στην κόρη του, προκειμένου να της επαναφέρει τη χαρά της ζωής: «Υπάρχει κάτι που δεν φεύγει και συνεχίζεται μέσα σου, κάτι που είναι εσύ που σε βοηθάει να ζεις;» Αυτό το rosebud κουβαλάμε όλοι. Αυτή τη στιγμή που συλλάβαμε τον κόσμο – όταν ήμασταν δέκα, δώδεκα; Αυτό είμαστε εμείς. Το δικό μου…; Μια εικόνα ενός μεσημεριού που από την πόρτα βλέπω τα πόδια των δικών μου στην κουζίνα και μετά η ανοιχτωσιά.

Αφορμή για να καταπιαστώ με τη σκηνοθεσία ήταν η περιέργεια· αιτία μπορεί να ήταν η ανάγκη να κάνεις «το καλό». Σαν να βρίσκεις παιδιά του δρόμου, να τα πάρεις και να τους δώσεις ένα πιάτο φαΐ. Ίσως το βλέπω σαν ένα σπίτι, μια οικογένεια, μια παρηγοριά. Μου αρέσει η συνενοχή, η σκανδαλιά. Όχι, δεν υπήρξα, μικρός, αρχηγός συμμοριών. Μια φορά βγήκα πρόεδρος της τάξης, κανόνισα να πάμε στο Ηρώδειο και από κακή συνεννόηση το βρήκαμε κλειστό και το κοιτούσαμε από πάνω. Χάλια, αποτυχία.

Οι δουλειές μου ξεκίνησαν πάντα από ένα μικρό κάτι, μια λέξη, μια παρόρμηση, όλα τα υπόλοιπα μετά είναι υλοποίηση. Όταν δίνω τους διαλόγους στους ηθοποιούς, πάντα βάζω μια φωτογραφία στο εξώφυλλο: Στον «Συρανό» τη φωτογραφία ενός παιδιού που πηδάει από μια γέφυρα· στην «Γκόλφω» της μητέρας μου με μια μπουγάδα να ανεμίζει δίπλα της, τώρα στο «Δεκαήμερο» που ετοιμάζουμε για το Εθνικό μια φωτογραφία ενός παιδιού της Αφρικής. Μη με ρωτήσεις γιατί. Αυτές οι φωτογραφίες είναι για μένα τα έργα.

Όταν συνεργάστηκα με τον Γκότσιεφ, αγχωμένος τον ρώτησα αν θα είμαι καλός σε αυτό που μου ζήτησε. Για λίγο χρόνο δεν μίλησε, είχε σκύψει το κεφάλι και όταν το σήκωσε, είπε: «Κανείς μας δεν είναι καλός για τίποτα». Μια φράση που σε ξεκλειδώνει. Γιατί βγάζεις το επάγγελμά σου από την κορνίζα στην οποία το έχεις τοποθετήσει. Επίσης η φράση του εμπεριέχει ένα έλεος. Στην εκκλησία λένε «Θεέ μου, δείξε μου την αλήθεια Σου κατά τη νύχτα και το πρωί το έλεός Σου».

Χόρεψε. Μα δεν ξέρω να χορεύω. Δεν έχει σημασία, χόρεψε. Αφέσου στην παρόρμηση, στην κλωτσιά, στο σπρώξιμο. Δεν αξίζει να μπαίνεις στη θάλασσα για να σπάσεις το ρεκόρ, αλλά για να βουτήξεις. Κάθε κλείσιμο είναι και μια καινούργια αρχή. Όταν συνειδητοποιήσεις πως ζεις σ’ ένα παρηγορητικό κόσμο, αυτό σου δίνει χαρά. Το να υπάρχουμε όλοι μαζί, το να κάνουμε από κοινού μια σκανδαλιά.

Μια φορά, θυμάμαι, όταν παίζαμε τις «8 γυναίκες» μια κυρία, φτωχικά ντυμένη, είχε έρθει 2 ώρες πριν την παράσταση κρατώντας στο χέρι το εισιτήριο σαν κάτι πολύ πολύτιμο. Ντράπηκα, όταν την είδα. Γιατί για εμάς ήταν μια συνηθισμένη παράσταση – μπορεί να παίζαμε λίγο καλύτερα ή μπορεί και χειρότερα, και αυτή η γυναίκα είχε έρθει ελπίζοντας σε κάτι.

Οι γυναίκες εκδηλώνονται πιο εύκολα και το θέατρο το βλέπουν και ως μια αφορμή για συγκίνηση. Στην “Γκόλφω” ήρθε μια φορά ένας χειρούργος, και αφού με ευχαρίστησε με ρώτησε: «Μου επιτρέπετε να κλάψω;». Και αφέθηκε – ήταν τόσο ωραίο.

Πρέπει να είσαι εσύ, «το τρυφερό σου βάθος κι όχι το κακομαθημένο σου εγώ». Πολλές φορές δεν στέκεσαι στο δικό σου καραβάκι κι ακολουθείς τα πράγματα της μόδας. Η εποχή δεν βοηθάει να ανακαλύπτεις τις πιο απλές έννοιες: ζωή, θάνατος, αγάπη, έρωτας, οικογένεια... σ’ αυτά τα δάχτυλα πρέπει να κινείσαι. Όταν ξενυχτήσεις στο πλευρό ενός άρρωστου ανθρώπου συνειδητοποιείς τι είναι σημαντικό, το πόσο υπέροχη είναι η ανθρώπινη φύση. Έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει σοβαρό.

Έχουμε γίνει μεταμοντέρνοι ρατσιστές. Ξεχνάμε πως εμείς οι ίδιοι απαρτιζόμαστε από χιλιάδες μειονότητες. Κάποιο όργανό μας έχει πρόβλημα, κάποιος συγγενής είναι σε ψυχιατρείο, ο πατέρας μας είχε ένα κουσούρι, η μάνα μας δεν μας είπε πως μας αγαπάει. Όλοι κουβαλάμε το γόρδιο δεσμό μας. «Does anybody know what we are living for? I guess Ι ’m learning…» που λέει και το τραγούδι των Queen.

Την αγάπη μπορείς να την ανακαλύψεις στα πιο απλά πράγματα – την ώρα, για παράδειγμα, που περνάς από το περίπτερο και βλέπεις πως ο περιπτεράς δεν είναι μόνος του, αλλά υπάρχει και κάποιος άλλος να του κάνει παρέα.

Παγίδα είναι το «να αρέσω». Τι λυπηρό ο κορεσμένος εαυτός μας από φαντασιώσεις που δεν σ’ αφήνει να λατρέψεις, για παράδειγμα, ένα χοντρό κορμί.

Ωριμότητα για μένα είναι να περπατάς αργά. Έχω πετύχει λίγο να χαμηλώσω την ταχύτητα, αλλά ακόμα δεν κατάφερα το «αργά».

Είναι ωραίο να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως δελτίο καιρού, αφού συνέχεια μεταμορφώνεται και αλλάζει. Μερικές φορές είναι ωραίο να ανατινάζεσαι, να εξεγείρεσαι. Εμείς συνεχώς προσπαθούμε να τσιμεντώσουμε τον εαυτό μας με τις απαντήσεις που δίνουμε στις ερωτήσεις που θέτουμε σε εμάς.

Προσπαθώ να συλλαβίσω τον κόσμο, αλλά όχι κρατώντας στο χέρι το λεξικό του σύγχρονου πολιτισμού. Θα ήθελα να ξαναδιαβάσω την Ιλιάδα και να καταλάβω το πώς καταφέρνεις να δείχνεις δύο εχθρούς χωρίς να παίρνεις το μέρος κανενός, εξυμνώντας και τους δύο.

Πολιτιστικά την Ελλάδα πολλοί προσπάθησαν (και προσπαθούν) να τη μετατρέψουν σε μουσείο, λόγω αρχαιολαγνείας. Επιμένουν να σεβόμαστε τον ελληνικό πολιτισμό ως κάτι νεκρό και όχι ζωντανό. Μιλάμε για νεκροφίλημα και όχι για το φιλί του έρωτα.

Χρησιμοποιώντας το θέατρο σαν καθρέφτη της σημερινής ελληνικής κοινωνίας διακρίνω τη λογική τού όποιος φωνάζει περισσότερο νομίζει πως θα κυριαρχήσει. Άλλο όμως το να τσακωθείς γιατί «δεν φτιάχνεις τη βρύση, θα πλημμυρίσουμε» και άλλο για το «πρέπει ή όχι να τρέχει η βρύση».

Τι ωραίο να μπορούσαμε να κάνουμε καλά όλοι τη δουλειά μας. Τίποτα περισσότερο δεν χρειάζεται, μόνο αυτό.

Η τέχνη μού αρέσει όταν είναι χρήσιμη. Έτσι κι αλλιώς αυτό θέλω. Να είμαι χρήσιμος, να μπορούμε να είμαστε χρήσιμοι.

Θυμάμαι μια φορά, την περίοδο που έξω από το Εθνικό θέατρο υπήρχαν πάρα πολλοί τοξικομανείς, πέρασε ένας πάνω σ’ ένα μηχανάκι και φώναξε: «Ρεεεε, έξω γίνονται οι παραστάσεις, όχι μέσα!». Δεν μπορώ να την ξεχάσω.

Ως άνθρωπος δεν είμαι καθόλου ισχυρός. Στις συνεντεύξεις φαινόμαστε ότι τα ξέρουμε όλα και πως είμαστε κάτι περισσότερο. Μια καλή μου φίλη με κοροϊδεύει: «Παιδάκι μου, δεν μπορείς να μιλάς πιο απλά; Τι είναι αυτά τα βαρύγδουπα που λες;». Φαίνομαι σα να διυλίζω τον κώνωπα, ενώ τελικά είμαι αυτό που είμαι και ίσως δεν σε αφορά κιόλας».


Info «Παραλλαγές θανάτου» του Γιον Φόσε. Σκην.: Γιάννης Χουβαρδάς. Παίζουν: Ν. Καραθάνος, Χρ. Λούλης,

Γ. Περλέγκας, Αλκ. Πουλοπούλου, Μ. Πρωτόπαπα, Λ. Φωτοπούλου.

ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ, Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας, 210 8210991, 210 8210082

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ