Κινηματογραφος

Rocketman

Η ταινία συλλαμβάνει το πνεύμα της μουσικής του Έλτον Τζον ( I'm gonna love me again)

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Rocketman Έλτον Τζον
© 2018 - Paramount Pictures

H Σώτη Τριανταφύλλου γράφει τις εντυπώσεις της για την οσκαρική ταινία Rocketman που αφηγείται τη ζωή του Έλτον Τζον.

Υπερμεγέθεις πόρτες ανοίγουν διάπλατα, εκτυφλωτικά φώτα ξεχύνονται, ένας δαίμονας φτεροκοπάει: το δράμα είναι high camp· τα οπτικά εφέ, οι κινήσεις της κινηματογραφικής μηχανής μετουσιώνουν ακόμα και μια απόπειρα αυτοκτονίας σε νούμερο καμπαρέ. Μια πλύση στομάχου, ένα όργιο σε νυχτερινό κλαμπ· η Νέα Υόρκη στη δεκαετία του 1980· gender in the blender κι όλοι φαινόμαστε ψηλότεροι γιατί φοράμε πλατφόρμες. Μουσικές βιογραφίες όπως το I'm not there είναι πιο πρωτότυπες αλλά δεν τις απολαμβάνω: μου θυμίζουν τη μικρή απογοήτευση που νιώθω όταν στις συναυλίες οι αγαπημένοι μου ροκ τραγουδιστές διασκευάζουν τα κομμάτια: μα, όχι, θέλω να τα ακούσω όπως τα ξέρω και, σας το υπόσχομαι, θα είναι σαν να τα ακούω για πρώτη φορά.

Οι κινηματογραφικές ροκ εντ ρολ βιογραφίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους: όχι μόνο ως σενάρια, δομή και μορφή, αλλά ως προϊόντα με παρόμοια καταναλωτική ομάδα-στόχο. Με λίγα λόγια, όλες, όλες, όχι μόνο αυτή του Έλτον Τζον, φτιάχνονται για μας που το 1972 ακούγαμε το LP HonkyChâteau: ήταν ήδη το πέμπτο του LP, άνοιγε σαν άλμπουμ και περιείχε τους στίχους του Μπέρνι Τόπιν. (Γουάου). Και σαν μην έφτανε αυτό, ο Μπέρνι ήταν όμορφος σαν ζωγραφιά (Ξανα-γουάου). Τώρα που το σκέφτομαι, κι εμείς τότε, αν και δεν είχαμε φτάσει ακόμα στο ενήλικο ύψος μας, δεν πηγαίναμε πίσω. Εξάλλου, φορούσαμε πλατφόρμες. Τα γράφω αυτά επειδή αμφιβάλλω ότι η ταινία μπορεί να συγκινήσει ανθρώπους που μετά το Honky Château δεν προχώρησαν με τρέλα στο Don't Shoot Me I'm Only the Piano Player και στο Goodbye Yellow Brick Road. (Γουάου, γουάου).

Η ταινία του Ντέξτερ Φλέτσερ ακολουθεί τη συνταγή: αρχίζει από μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του Έλτον Τζον, όπου ντυμένος διάβολος συμμετέχει σε ομαδική ψυχοθεραπεία για να ξεπεράσει μια δέσμη εθισμών, και επιστρέφει αποσπασματικά στο παρελθόν ― να λοιπόν πώς φτάσαμε εδώ, στην κορυφή της επιτυχίας και στο χείλος της καταστροφής. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν με ενδιέφερε η κουζίνα του μουσικού· πολύ λιγότερο τα παιδικά του τραύματα κι ακόμα λιγότερο οι σεξουαλικές του συναντήσεις. Με ενδιέφεραν «οι δίσκοι». Και παρ' όλ' αυτά, όταν οι βιογραφικές ταινίες έχουν ηχητικές μπάντες σαν αυτή του Rocketman αντέχω όλα τα κλισέ· τα επιζητώ σχεδόν: απόντες μπαμπάδες, μαμάδες χωρίς μητρικό ένστικτο, ερωτικά αντικείμενα που στρέφονται γύρω μας αδιάφορα όπως οι πλανήτες και μουσικά κομμάτια που γράφονται σ' ένα πάρτι της Μάμα Κας στο Λος Άντζελες.

Η μουσική ιδιοφυΐα ―ο Έλτον Τζον ήταν, για πάνω από είκοσι χρόνια, ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του ροκ εντ ρολ― δεν είναι αποτέλεσμα ανατροφής· είναι το μυστηριώδες, μαγικό εκείνο πράγμα που σε κάνει να κάθεσαι στο πιάνο και να βγάζεις από τα δάχτυλά σου μουσική, που σε μεταμορφώνει σε piano killer. Όλα τ' άλλα, έρχονται αργότερα· η «καριέρα», η επιτυχία έρχονται αργότερα· κι είναι αποτέλεσμα, εκτός από την ίδια την εργασία, από το ταλέντο, μιας σειράς τυχαία στοιχεία: κοινωνική συνθήκη, timing, σωστές συναντήσεις τη σωστή στιγμή.

Το Rocketman θα μπορούσε εύκολα να γίνει παρωδία, αλλά δεν υπάρχει χώρος για παρωδίες μετά το Spinal Tap και το Walk Hard: the Dewey Cox Story· όλα έχουν ειπωθεί για το πώς το ροκ εντ ρολ μπορεί να γίνει χοντρή πλάκα. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί τον ασφαλέστερο δρόμο που ταιριάζει στη φαντασμαγορία του Έλτον Τζον· εξάλλου, οι διάλογοι δεν είναι το φόρτε του Ντέξτερ Φλέτσερ. Όταν ακούω αφορισμούς «Πρέπει να σκοτώσεις το άτομο που ήσουν για να γίνεις αυτό που θέλεις να γίνεις» με πιάνει απελπισία: κάτι τέτοια γράφουν τα εγχειρίδια αυτο-βοήθειας. Ωστόσο, ο Φλέτσερ ξέρει να σκηνοθετεί θέαμα: μερικές σκηνές, όταν ο πιανίστας απογειώνεται με τα χέρια στα πλήκτρα, ξεπερνούν τη θεατρική φαντασμαγορία· γίνονται όνειρο· σε παρασύρουν σ' ένα τοπίο από κομματιασμένες αναμνήσεις: από το Tommy, αλλά προπάντων από έναν πυρήνα ζωής που το 1975 προσπαθούσε να περισώσει το ροκ εντ ρολ, τα φλιπεράκια, τα μηχανάκια και τα τζουκ μποξ, όταν κάτω, στον δρόμο, ακούγονταν αντάρτικα.

Η ταινία συλλαμβάνει το πνεύμα της μουσικής του Έλτον Τζον, αλλά δεν έχει στόχο κάποια βιογραφική αποκάλυψη· εκτός του ότι, όπως είπα, δεν με πολυενδιαφέρουν τα μυστικά, η ταινία πραγματοποιήθηκε με την έγκριση και τη χρηματοδότηση του καλλιτέχνη ―άρα, τα ελαττώματά του και οι σκοτεινές γωνίες εμφανίζονται σε μικρές δόσεις: όλοι έχουμε τα στραβά μας ―αυτοκαταστροφικότητα, σπατάλες, εγωπάθεια― πλην όμως στο μέλλον θα λυτρωθούμε· κάπως έτσι. Αυτό το πνεύμα συλλαμβάνει και η ερμηνεία του Tάρον Έτζερτον: συγκίνηση, χάρισμα, παράκαμψη της μίμησης (που μου φάνηκε ανώφελη στο Bohemian Rhapsody) δονήσεις υπερβολής, έλλειμμα αγάπης ―The Bitch is Back, όπως έλεγε ο ίδιος ο Έλτον Τζον κι όπως ονόμασε τη συναυλία του στη Νέα Υόρκη το 1984. (Δεν τον ξαναείδα από τότε, στο Μadison Square Garden· νομίζω ότι από εκείνη τη στιγμή τα εισιτήρια στις συναυλίες του άρχισαν να κοστίζουν γύρω στα 300 δολάρια). Αλλά τίποτα στον Έλτον Τζον δεν υπήρχε σε μικρή δόση: ακόμα και η επιτυχία του ήταν τόσο οικουμενική ώστε τα τραγούδια του έγιναν μουσική υπόκρουση σε ασανσέρ και σούπερ-μάρκετ, και πιθανότατα το συνηθέστερο υλικό του καραόκι. Η τόσο μεγάλη επιτυχία σε μεταμορφώνει σε καρικατούρα, ιδιαίτερα αν ορμάς στη σκηνή σαν στρόβιλος από φτερά και κρύσταλλα.

Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για τα φανταχτερά γκέι ροκ ινδάλματα, αλλά πρέπει να υπενθυμίσω ότι ήταν τα ινδάλματα εκείνων που μεγάλωσαν στη δεκαετία του 1970 χορεύοντας το κροκοδειλορόκ: το Velvet Goldmine τα λέει όλα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που παραμένει ελκυστικό στην ταινία του Φλέτσερ είναι η σύντηξη του glitter που χαρακτηρίζει τον Έλτον Τζον από το 1973, με το κινηματογραφικό και θεατρικό μιούζικαλ, το ότι δεν πρόκειται για απόπειρα ρεαλισμού όπως συμβαίνει συνήθως στις μουσικές βιογραφίες, αλλά μάλλον για ένα παλίμψηστο εικόνων, alter egos. Νομίζω ότι τα γυαλιά αφηγούνται ολόκληρη την ιστορία· στην αρχή, παιδικά κοκάλινα της δεκαετίας του '50, ύστερα σε σχήμα καρδιάς, τεράστια με χάντρες, αργότερα συρμάτινα, χρυσά, «διακριτικά». You've come a long way baby. Κι εμείς μαζί σου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ