Κινηματογραφος

Μπουγιάρ Αλιμάνι: «Κανένα όνειρο δεν σε προδίδει»

Έφτασε στην Ελλάδα το 1992, έχοντας σπουδάσει ζωγραφική και σινεμά

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 362
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
16345-36404.jpg

Έφτασε στην Ελλάδα το 1992, έχοντας σπουδάσει ζωγραφική και σινεμά, προσόντα που κάθε άλλο παρά εξασφάλιζαν την επαγγελματική του επιβίωση σε μια χώρα που η πλειοψηφία της έβλεπε κάθε Αλβανό στην καλύτερη σαν φτηνό εργατικό δυναμικό, στη χειρότερη σαν υποψήφιο εγκληματία. Κι όμως ο Μπουγιάρ Αλιμάνι κατόρθωσε να «κρατήσει το όνειρό του ζωντανό», να γυρίσει δύο ταινίες μικρού μήκους που ξεχώρισαν και κέρδισαν βραβεία. Και τον περασμένο Φεβρουάριο να παρουσιάσει την πρώτη του μεγάλου μήκους, μια ελληνο-αλβανο-γαλλική συμπαραγωγή στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Λίγο πριν την έξοδο του φιλμ στις ελληνικές αίθουσες μίλησε στην ATHENS VOICE γι’ αυτό το μακρύ ταξίδι. Τόσο της ταινίας όσο και του ίδιου.

Η ιδέα πίσω από την «Αμνηστία» προέκυψε από μια είδηση που διάβασες. Τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σου; Διάβασα την είδηση για το νόμο που ψηφίστηκε και που επέτρεπε τη σεξουαλική επαφή των φυλακισμένων με τους συζύγους τους τo 2008. Αμέσως κατάλαβα ότι βρίσκομαι μπροστά σε μια πολύ γόνιμη γη για να σπείρω το σενάριό μου.  Ένιωσα ότι η ιστορία ήταν καταπληκτική. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην Αλβανία ψηφίστηκε ένας τέτοιος νόμος, ήταν κάτι εξαιρετικό. Το να εκδημοκρατίζεται το σωφρονιστικό σύστημα μιας χώρας που είχε τη χειρότερη εμπειρία στα χρόνια του Κομμουνισμού, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο και σε μια χώρα που δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τέτοιου είδους ελευθερία, ήταν μια ιστορία που με αφορούσε άμεσα.

Όμως αυτή η είδηση, η πολιτική της σημασία, μοιάζει να κατοικεί σε δεύτερο επίπεδο στο φιλμ. Η επιφάνεια της ταινίας είναι ένα ερωτικό δράμα. Μα πιστεύω ότι οι ερωτικές ιστορίες παγκοσμίως ήταν και είναι βαθιά πολιτικές. Και η αλήθεια είναι πως για τα δεδομένα της Αλβανίας, η ταινία μου είναι πολύ τολμηρή, αγγίζει θέματα ταμπού. Και από πολιτικής πλευράς και από πλευράς ηθών, αλλά κι απ’ όσα δείχνω στην οθόνη. Το φιλί, και φυσικά το σεξ, δεν είναι κάτι που βλέπεις στο σινεμά στη χώρα μου, είναι πρόβλημα για κάποιους από τους θεατές. Δεν φοβήθηκα όμως να δείξω τα πράγματα όπως είναι, κι όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά στο σεξ, ακόμη κι αν για κάποιους μπορεί να δείχνουν σκληρά.

Το ενδιαφέρον σου μοιάζει να στοχεύει στους ήρωες και κυρίως στη γυναίκα αυτή που βρίσκεται στο κέντρο του φιλμ. Πώς έχτισες το χαρακτήρα της; Γι’ αυτή τη γυναίκα η επίσκεψη στη φυλακή στα Τίρανα είναι σαν μια απόδραση, σαν να δραπετεύει για λίγες ώρες. Όμως μετά την πράξη, μετά το συζυγικό καθήκον, δεν φεύγει, μένει στο καφενείο της φυλακής κάνοντας σαφές ότι η ανάγκη της δεν είναι το σεξ, αλλά κάτι άλλο βαθύτερο. Είναι μια γυναίκα με χρώματα, με πάθος, με θέληση, με ένα πολύ ωραίο χαμόγελο, ένας απλός άνθρωπος που δικαιούται τα πάντα στη ζωή.

 

Σου φαίνεται παράδοξο ότι άφησες μια χώρα σε βαθιά κρίση για να έρθεις στην Ελλάδα, που τώρα μοιάζει κι αυτή στο χείλος ενός άλλου γκρεμού; Ξέρεις, πρέπει να προσέχεις πολύ όταν έχεις κάτι. Η Ελλάδα είχε, αλλά δεν πρόσεχε. Αν εγώ βγάλω λίγα λεφτά από την «Αμνηστία» δεν θα με δεις την επόμενη μέρα με ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ζω ακόμη στο σπίτι που νοικιάζω, έχω το παλιό μου αυτοκίνητο, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Εμείς λέμε στη χώρα μου ότι η άνοιξη δεν έρχεται με ένα λουλούδι. Και γι’ αυτό πρέπει να είσαι συγκρατημένος, να ξέρεις ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν ξανά με την ίδια ευκολία προς το χειρότερο, όπως άλλαξαν και προς το καλύτερο.

Πώς ήταν η κατάσταση όταν ήρθες στην Ελλάδα και πόσο εύκολο ήταν να ελπίζεις ότι μπορεί να κάνεις σινεμά σε μια ξένη χώρα, κάτω από δύσκολες συνθήκες; Ήρθα στην Ελλάδα το ’92 σε πολύ δύσκολα χρόνια. Κι όπως μπορείς να φανταστείς, έκανα ό,τι δουλειά μπορούσα να βρω για να επιβιώσω. Μόνο εγώ ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσω το όνειρο ζωντανό όταν είχε καταρρεύσει η χώρα μου, όταν εγώ ο ίδιος είχα καταρρεύσει, όταν είχε αλλάξει το δέρμα μου, όταν ήρθα σε μια χώρα που δεν ήξερα τη γλώσσα, που δεν ήξερα τίποτα. Θα μπορούσε να πει κανείς, μα εσύ σκεφτόσουν τις ταινίες, την τέχνη; Κι όμως αυτό ήταν με κράτησε, μου έδωσε κάτι να πιαστώ, ήταν η άγκυρά μου. Κάτι που κρατήθηκα πάνω του και με βοήθησε να ελπίζω. Και δεν νομίζω ότι ποτέ κανένα όνειρο δεν σε προδίδει, αν τουλάχιστον δεν είναι ουτοπία. Κι εγώ δεν ονειρεύτηκα ένα τεράστιο σπίτι στην Κηφισιά, ήθελα μόνο να ασκήσω το επάγγελμά μου. Ναι, κάποια στιγμή το είχα βάλει στο συρτάρι, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ζωγράφιζα εκείνη την περίοδο μέχρι να μάθω τη γλώσσα. Υπήρξαν χρόνια που ήμουν πολύ μοναχικός. Κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και ζωγράφιζα. Και ήταν κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ. Ήταν σαν οξυγόνο η ζωγραφική για μένα.

Και ήταν και το πρόσθετο βάρος μιας καταγωγής, μια εθνικής ταυτότητας που είχε φτάσει να κουβαλά ένα μεγάλο στίγμα για μια μερίδα Ελλήνων. Τότε δεν το σκεφτόμουν πολύ, αλλά τώρα καμιά φορά κοιτάζω πίσω και λέω, θεέ μου, πώς κουβαλήσαμε όλο αυτό το βάρος, όταν η λέξη Αλβανός έκλεινε μέσα της όλα τα κακά. Έλεγες την καταγωγή σου κι αμέσως ένιωθες το κακό βλέμμα. Αλλά ήταν πάλι το όνειρο που σου έλεγα, η καλοσύνη κι ένα χαμόγελο και η αίσθηση ότι εσύ δεν είχες σχέση με όλο αυτό. Μια εικόνα για την οποία ίσως βοήθησαν και κάποιοι συμπατριώτες μου να δημιουργηθεί κάνοντας πολλά άσχημα πράγματα. Ξέρεις είναι πολύ πιο εύκολο να γκρεμίσεις κάτι παρά να το φτιάξεις. Και για μας τα πράγματα είχαν ακριβώς έτσι, έπρεπε σιγά σιγά να χτίσουμε ξανά κάτι που χάλασαν άλλοι. Ήταν δύσκολο αλλά αντέξαμε. Η ελπίδα μου ήταν πάντα στον κόσμο των καλλιτεχνών, που ευτυχώς μας αγκάλιασε. Η κακή γνώμη κάποιων Ελλήνων ήταν ισχυρή, πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης μας είχαν κηρύξει πόλεμο, αλλά για μένα, για πολλούς από εμάς, ο κύκλος των καλλιτεχνών ήταν κυριολεκτικά σαν μια ασπίδα.

Σήμερα πώς νιώθεις για την Ελλάδα; Η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Είναι αυτή που στηρίζει το όνειρό μου. Έχω κάνει δυο μικρού μήκους ταινίες που έχουν γίνει αποκλειστικά με ελληνικά χρήματα, εξακολουθώ να δουλεύω στη χώρα, το σπίτι μου είναι εδώ. Ψωνίζω στη γειτονιά μου, ξέρω τους ανθρώπους, έχω μια συνηθισμένη θέση που παρκάρω το αυτοκίνητό μου. Τι άλλο να πω;

Η ταινία ετοιμάζεται για την ελληνική της έξοδο, πώς πήγε η προβολή της στην Αλβανία; Δίχασε. Δίχασε πολύ. Αλλά με κάποιον τρόπο είναι και μια ταινία που ήδη θεωρείται σταθμός για τη νέα γενιά σκηνοθετών. Ελπίζω να βοηθήσει να γίνει μια στροφή, οι ταινίες που θα κάνουν οι νέοι σκηνοθέτες να μην είναι κάτω από την ομπρέλα ενός τελείως κλασικού σινεμά, όπως ήταν όσες γίνονταν στην Αλβανία μέχρι σήμερα. Μακάρι να βοηθήσει το φιλμ να αναζητήσουν οι νέοι δημιουργοί νέες φόρμες και στιλ έκφρασης.

Και το κοινό πώς τη δέχτηκε; Στην Αλβανία υπάρχουν μόνο τρεις αίθουσες στα Τίρανα. Η ταινία βγήκε σε μία από αυτές και έμεινε σε προβολή δέκα μέρες. Είχα την κακή τύχη να παίζονται στις δίπλα αίθουσες οι «Πειρατές της Καραϊβικής» σε 3D, οπότε δεν είχα πολύ μεγάλες ελπίδες. Αλλά ακόμη κι έτσι, χάρηκα που προβλήθηκε στη χώρα μου και προσπαθώ να τη δείξω όπου μπορώ, τη στέλνω σε κάθε μικρό φεστιβάλ της Αλβανίας, σκέφτομαι ακόμη και να νοικιάσω μια μηχανή προβολής και να γυρίζω τα χωριά όπως έκαναν παλιά. Τι νόημα έχει να πω, «α, η ταινία πήγε στο φεστιβάλ του Βερολίνου, μπορώ τώρα να την κρατήσω σπίτι μου»; 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ