Εικαστικα

Κατερίνα Κοσκινά: 200 χρόνια από την Επανάσταση. Μετά τι; Πώς;

«Οι συμμετοχές στον διαγωνισμό ήταν πολλές, πράγμα που έδωσε στην επιτροπή και τους διοργανωτές χαρά αλλά και την απάντηση ότι η τέχνη συνεχίζει να εμπνέεται ή να προβληματίζεται από την επανάσταση του 1821»

114914-643675.jpg
Κατερίνα Κοσκινά
ΤΕΥΧΟΣ 811
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
 Κατερίνα Κοσκινά, Ιστορικός τέχνης - Μουσειολόγος
© Θανάσης Καρατζάς

Η Κατερίνα Κοσκινά γράφει για τον ανοιχτό εικαστικό διαγωνισμό της ATHENS VOICE «Open Call 1821 - 2021: 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Και μετά;»

Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης φτάνει ημερολογιακά στο τέλος της, αν και πολλές είναι οι εκδηλώσεις που, λόγω της πανδημίας, καθυστέρησαν να υλοποιηθούν και θα ολοκληρωθούν ή ακόμη και θα ξεκινήσουν μέσα στο 2022. 

Είναι πραγματικά καίρια η ερώτηση «Και μετά τι;». Αυτό το ερώτημα επιτρέπει πολλές αναγνώσεις και απαντήσεις και πιστεύω ότι επιδέχεται πολλές ερμηνείες, όπως: Tι αποτύπωμα θα αφήσουν οι διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις του 2021; Πώς θα αξιοποιηθεί ο κόπος και η ενέργεια τόσων ανθρώπων που συνέπραξαν, ίσως και ακούσια, για να αναδείξουν την αντοχή των μηνυμάτων της Παλιγγενεσίας μελετώντας, γράφοντας, ζωγραφίζοντας, αποδίδοντας, ερμηνεύοντας, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές γεγονότων, ρόλους ανθρώπων, αναθεωρώντας ενίοτε και τη μέχρι σήμερα κοινώς αποδεκτή και διδασκόμενη, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ιστορία; Πόσες από αυτές τις εκδηλώσεις είχαν εν τέλει μια χρησιμότητα; Ποιες από αυτές συνέβαλαν ουσιαστικά στην αναθεώρηση ή συμπλήρωση της ιστορίας; Τι καινούργιο αποκόμισε ο σύγχρονος  Έλληνας από τις διάφορες επιστημονικές έρευνες και καλλιτεχνικές δράσεις; Τι θα προστεθεί στην ιστορική και ηθική παρακαταθήκη του αγώνα για να βρουν οι επόμενες γενεές; Πόσο θα τις συγκινούν ή θα τις αφορούν οι θυσίες και το όραμα των αγωνιστών; Πώς μπορεί να συμβάλει κανείς στην ενίσχυση με νέα στοιχεία και πρακτικές της ιστορικής και συλλογικής μνήμης; Κάθε απάντηση, θετική ή αρνητική, οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε τουλάχιστον ένα ερώτημα, που πρέπει να αντιμετωπισθεί κατά προτεραιότητα: στο «πώς», δηλαδή με ποιον τρόπο, θα αξιοποιηθεί το προϊόν που προέκυψε, όχι μόνο ως επιστημονικό ή πολιτισμικό υλικό αλλά και ως οργανικό τμήμα της νέας πραγματικότητας, για να αφομοιωθεί στοχαστικά ως ενεργό στη συνείδηση του σύγχρονου Έλληνα.

Η αναδίφηση της ιστορίας 200 χρόνια μετά θεωρώ ότι είχε σε γενικές γραμμές θετικό πρόσημο, διότι πραγματικά αποτέλεσε αφορμή για να μάθουμε περισσότερα, να εκτιμήσουμε θυσίες, να ανακαλύψουμε καλά κρυμμένες ιστορίες που φωτίζουν το πραγματικό μέγεθος ανθρώπων και γεγονότων και πληροφορούν για διεργασίες εντός και εκτός επικράτειας, που συνέβαλαν στο να γίνει η Ελλάδα, από μια οθωμανική επαρχία, η σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα που είναι σήμερα. Ταυτόχρονα, προβλήθηκε και ο σημαίνων ρόλος των ξένων παραγόντων και των ιστορικών, ιδεολογικών, κοινωνικών και άλλων συγκυριών που επέτρεψαν, με τη βοήθεια όχι μόνον πολιτικών αλλά και διανοούμενων και καλλιτεχνών και ποιητών, την ανάδειξη της σημασίας του απελευθερωτικού αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων, τους λόγους πλαισίωσής τους από ξένους που συμμερίζονταν τα ίδια ιδεώδη και ιδανικά και που επέτυχαν κυρίως να συγκινήσουν τον κόσμο. Όμως η μελέτη και η έρευνα έφεραν στο φως σκιώδεις ρόλους, συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά που αποκαλύφθηκαν, όταν το νεοσύστατο κράτος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει άμεσα προσδοκίες, «δάνεια» και ηρωικές και γενναιόδωρες πράξεις υποτιμημένες ή και άγνωστες, δίπλα σε εγκληματικές ενέργειες που ίσως «σκέπασαν» ή «αγνόησε» η ιστορία ως επουσιώδεις, επιλέγοντας στο όνομα της εθνικής ενότητας και της υπερηφάνειας των νεότερων γενεών τα πιο λαμπρά γεγονότα. 

Το διάστημα που μεσολάβησε από τότε, πέραν των πραγματικών γεγονότων, εποποιϊών και καταστροφών, κρίσεων και ριζικών, κοινωνικών, οικονομικών και αναπτυξιακών αλλαγών, έδωσε τον χρόνο και την απόσταση για να δουν το φως γεγονότα και αλήθειες που δεν αποκαλύφθηκαν παρά πρόσφατα. Επιπλέον, ανέδειξε και μια δυναμική, στην οποία θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει ένα πιθανό σενάριο του μέλλοντος, στοχαζόμενος τα τερτίπια του ιστορικού χρόνου, την επίδραση της παγκοσμιοποίησης και της συλλογικής ψηφιακής ενημέρωσης αλλά και τις αναθεωρήσεις αξιών, αναφορών και διηγήσεων που για πολλά χρόνια αποτελούσαν συνεκτικό υλικό της ελληνικής κοινωνίας. Ασφαλώς, δεν συζητείται ούτε ζητείται η επιστροφή στο παρελθόν. Η αγωνία των ανθρώπων μιας εποχής για το αύριο και η επιθυμία τους να το προβλέψουν ο καθένας με τα «εργαλεία» και για τους λόγους του, προϋποθέτει οπωσδήποτε έρευνα, αντικειμενικότητα, απόσταση και ψυχραιμία για την εκτίμηση όσων συνέβησαν και όσων ακολούθησαν εντός της περιόδου των 200 χρόνων που μας χωρίζουν από το 1821. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι να αποτυπωθεί η δυναμική μιας εποχής και να δοθεί μια ενδεικτική εικόνα του στίγματος που άφησε. Ένας εξ αυτών είναι σίγουρα οι καλές τέχνες.

Η τέχνη, παραδοσιακή, κλασική, λαϊκή, αφηρημένη ή ακόμη και ψηφιακή, παραμένει ένας τρόπος για να διαβάζουμε μέσα από αυτήν μέχρι και σήμερα το παρελθόν, να διαπιστώνουμε μέσα από μια κοινή γλώσσα την ταυτότητα του παρόντος και να επιχειρούμε να μαντέψουμε το κοντινό, τουλάχιστον, μέλλον. Μέσα από τα έργα καλλιτεχνών όλων των εκφράσεων και τεχνοτροπιών, προβάλλει η συνισταμένη των κυρίαρχων κοινωνικών και αισθητικών μοντέλων μιας εποχής, αλλά και η αμφισβήτηση και η ανατροπή άλλων. Παρουσιάζονται προτάσεις, αντιστάσεις και κάποτε προοιωνίζεται το αύριο, όχι μόνο από την ιδέα του καλλιτέχνη και τις πρακτικές διαμεσολάβησης της τέχνης, αλλά και από τη μαζική ή όχι πρόσληψή της από τον κόσμο, με πιο ενδεικτικό κριτήριο την αποδοχή ή την απόρριψη του θεατή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας κρίσιμος δείκτης που δείχνει κατά πόσο το έργο είναι ή όχι συμβατό με το modus vivendi μιας ευρείας πληθυσμιακής ομάδας. Μαρτυρά τη σχέση της, μεταξύ άλλων, με το περιβάλλον, κοινωνικό και φυσικό, την παιδεία, τις πεποιθήσεις, την καθημερινότητα, τη μόδα, τις τεχνικές, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις των ανθρώπων μιας εποχής. Το έργο τέχνης ως αξία μπορεί να μην ορίζεται από αυτά. Προσφέρεται όμως, σήμερα περισσότερο από ποτέ, ως ένα ανοιχτό πεδίο διαλόγου, για θεωρήσεις και αναθεωρήσεις που δεν υπακούουν σε αυστηρούς επιστημονικούς και χρονικούς περιορισμούς και, υπό αυτήν την ιδιότητα, μετατρέπεται σε μαρτυρία μιας κοινότητας και μιας εποχής. Γίνεται οργανικό στοιχείο στο ψηφιδωτό του τοπικού αλλά και παγκόσμιου πολιτισμού. Γιατί το έργο δηλώνει και κρύβει, εννοεί και υπονοεί, και η σημασία του γνωρίζει υποτιμήσεις, υπερτιμήσεις και ανανοηματοδοτήσεις στο πέρασμα των χρόνων.
Πώς όμως μπορεί να συνδεθεί το τεκμήριο μιας εποχής, το πολιτισμικό στίγμα μιας περιοχής, με το άχρονο και το ατέρμονο της τέχνης; Πώς ένας οργανισμός, ένας δήμος, με την ευρύτερη έννοια, μπορεί να «παγώσει» το αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης στιγμής με την αφορμή μιας επετείου;

Η συνδιοργάνωση του Δήμου Αθηναίων με την ATHENS VOICE, υπό την αιγίδα της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», ενός ανοιχτού καλλιτεχνικού διαγωνισμού προσπάθησε να δώσει μιαν ενδεικτική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ο διαγωνισμός δεν είχε ως στόχο την καλλιτεχνική απόδοση των προσώπων και των αγώνων του 1821 σήμερα. Στόχος του ήταν η διερεύνηση του κατά πόσο ιδέες, επιτεύγματα, πληγές του τότε, αντιστέκονται στον χρόνο και τη συλλογική μνήμη, επουλώνονται από αυτόν, και πόσο μπορούν να μας εμπνέουν ή να μας θυμίζουν παθογένειες και ελαττώματά μας, πόσο μας προκαλούν και μας αφήνουν να διαχειριστούμε την ιστορία μας με διάθεση κριτική, ειλικρινή, ανατρεπτική, αποκαταστατική, χιουμοριστική κ.λπ. Σημαντικό ζητούμενο είναι και το αν και με ποιον τρόπο η τέχνη συνεχίζει να διατηρεί, από άλλους διαύλους, άλλες εμπειρίες, άλλους τρόπους και μέσα ισχυρό δεσμό με την ιστορία, την παράδοση και το όραμα του ’21. 

Η ATHENS VOICΕ ιδρύθηκε πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες και εξαρχής εφάρμοσε την πρακτική να φιλοξενεί στο πρωτοσέλιδό της ένα έργο τέχνης, που δεν θα συνδεόταν απαραίτητα με έναν γνωστό καλλιτέχνη. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των έργων θα ήταν η διασύνδεση της επικαιρότητας με τη σύγχρονη έκφραση. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα εξώφυλλα αυτά εκτέθηκαν, συμπεριλήφθηκαν σε εκδόσεις της εφημερίδας, οι καλλιτέχνες που τα φιλοτέχνησαν μεγάλωσαν, κάποιοι χάθηκαν, κάποιοι έγιναν πολύ γνωστοί, και η εφημερίδα συνέχισε να αφουγκράζεται τη φωνή και να βλέπει την εικόνα της Αθήνας (και όχι μόνον), να τυπώνει εξώφυλλα με έργα τέχνης που σηματοδοτούν ένα σημαντικό γεγονός της επικαιρότητας. Ποιος λοιπόν θα ήταν πιο κατάλληλος συνοδοιπόρος για τον Δήμο της Αθήνας στην προσπάθεια να αναζητηθούν καλλιτέχνες από όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης, Έλληνες ή ξένοι, που θα απαντούσαν με το έργο τους στο ερώτημα «Και μετά (την επέτειο) τι;»

Οι συμμετοχές στον διαγωνισμό ήταν πολλές, πράγμα που έδωσε στην επιτροπή και τους διοργανωτές χαρά αλλά και την απάντηση ότι η τέχνη συνεχίζει να εμπνέεται ή να προβληματίζεται από την επανάσταση, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει υποδορίως. Το παρόν ή και το μέλλον της Ελλάδας παρουσιάζεται στα έργα με διάφορες μορφές και περιεχόμενο, χωρίς όμως να χάνει τη σχέση με το θέμα. Μάλιστα, η ερώτηση «Και μετά τι;» θα μπορούσε να απευθύνεται προς τους συνδιοργανωτές, αλλά και γενικότερα τους πολιτιστικούς οργανισμούς, δημόσιους και ιδιωτικούς, από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Και να συμπληρώνεται με το ερώτημα «Πώς». Διότι μόνον αν απαντηθεί αυτό το ερώτημα έμπρακτα από τους διαχειριστές της τέχνης, παρέχοντας τις δυνατότητες στους καλλιτέχνες, θα είναι εφικτό να εγγραφεί και να διαχυθεί με σωστό τρόπο το αποτύπωμα του κοινού ερεθίσματος του παρελθόντος στο παρόν, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τη συνοχή του τοπικού πολιτισμικού στίγματος ως ιδιολέκτου στην κοινή, παγκόσμια γλώσσα της τέχνης. 
Μπορεί η πανδημία να στάθηκε εμπόδιο στην υλοποίηση της έκθεσης, όπως αρχικά υπολογιζόταν, λόγω των υγειονομικών μέτρων και της γενικότερης ανασφάλειας που επικρατεί για την οργάνωση οποιασδήποτε εκδήλωσης. Όμως η δυσκολία παρουσίασης των έργων σε έκθεση οδήγησε στην έκδοση αυτού του βιβλίου και στην παρουσίασή τους μέσω μιας ψηφιακής Πινακοθήκης. 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η φετινή επετειακή δράση έρχεται να επικυρώσει τη δέσμευση της ATHENS VOICΕ να δίνει χώρο στο εξώφυλλό της στη σύγχρονη τέχνη για τον σχολιασμό της επικαιρότητας στην πόλη της Αθήνας και το «άνοιγμα» του Δήμου Αθηναίων στο να εντάξει τη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση στην καθημερινότητα της πόλης, δίνοντάς της τη δυνατότητα να επεκταθεί με όλους τους τρόπους, εφήμερους και μόνιμους. 
Είναι σημαντικό που η ανοιχτή πρόσκληση έδωσε τόσο διαφορετικά έργα.

Θερμά συγχαρητήρια στους καλλιτέχνες που κατέκτησαν τις τρεις πρώτες θέσεις, τον Δημήτρη Μεράντζα, τον Γιώργο Κουτσούρη και τη Μάριον Ιγγλέση. Οι δουλειές τους, αν και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, αποτελούν σύγχρονες αφηγήσεις της ιστορίας μας και αποδεικνύουν ότι ό,τι και αν έχει μεσολαβήσει, ο διάλογος του παρόντος με το παρελθόν παραμένει ανοιχτός και κατά συνέπεια επίκαιρος, ζωντανός και επιδεχόμενος νέες αναγνώσεις και αναδιατυπώσεις, αποδεικνύοντας τους ισχυρούς, συγγενικούς  δεσμούς μεταξύ του τότε και του αύριο.


Δείτε εδώ όλες τις συμμετοχές 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ