Πολιτικη & Οικονομια

Η εκδίκηση της ακραίας…κεντροαριστεράς

Έτσι ίσως εξηγείται και η καταφυγή στον κατά τα άλλα αδιέξοδο ανταρτοπόλεμο

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα
© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει την αντιπολιτευτική στρατηγική της αντιπολίτευσης και τις συνθήκες που θα κρίνουν τις πολιτικές εξελίξεις.

Όταν διαβάζεις Φίλη καταλαβαίνεις ένα πράγμα: με τέτοια μυαλά που κουβαλάνε, δύσκολα θα δουν ξανά εξουσία. Ο τρόπος που βλέπει για παράδειγμα τους ψηφοφόρους μυρίζει κομμουνιστική ναφθαλίνη. Κακώς τους αντιμετωπίζουμε, λέει, ως πρώην Πασόκ.  Είναι δικοί μας ψηφοφόροι, οι οποίοι είναι αναγκαίο να οργανωθούν «προγραμματικά και ιδεολογικά στο έδαφος της ριζοσπαστικής αριστεράς». Η διεύρυνση με άλλα λόγια δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να εκφράσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, προσαρμόζοντας την πολιτική του, αλλά ακριβώς το αντίθετο:  θα κάνουμε τους πολίτες κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση μας. Και για να μην αφήσει περιθώρια αμφιβολίας για το τι εννοεί εγκαλεί την ηγεσία ότι έδωσε την εντύπωση της «ιδεολογικής ταλάντευσης» με τον τρόπο που έκανε την διεύρυνση. Η ιδεολογική καθαρότητα είναι το ζητούμενο. Το έγκλημα του Τσίπρα στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ρητορική για την ανάγκη να προσεγγίσουν το κέντρο, το  οποίο κατά τον Φίλη, έχει προσελκύσει ο Μητσοτάκης. Αλλά ποιο κέντρο; Το «λεγόμενο ακραίο κέντρο που έχει πλέον υιοθετήσει την πιο σκληρή γλώσσα αλλά και συμπεριφορά». Με άλλα λόγια δεν φταίμε εμείς που τους χάσαμε αλλά αυτοί που έγιναν ακραίοι. Ο ναρκισσισμός της απομόνωσης.

Στο σημείο αυτό έκανε και ένα μικρό άνοιγμα στον σουρεαλισμό. Αυτή η εντύπωση της ταλάντευσης, πρόσθεσε, ενισχύθηκε και από την προσχώρηση προσώπων που «έχουν ταυτιστεί με τα μνημόνια». Προφανώς τα άλλα, τα κακά μνημόνια, διότι τα δικά τους μνημόνια είναι καλά.

Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα κερδίσει ξανά εκλογές, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να τις χάσει ο Μητσοτάκης. Ένας πρώτος προφανής λόγος είναι αυτό που λέμε «τα γεγονότα». Για παράδειγμα η πανδημία. Κανείς δεν γνωρίζει τι έχουμε ακόμα μπροστά μας. Μπορεί να χρειαστεί να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις, ένα νέο λοκντάουν ή  σκληροί περιορισμοί για τους ανεμβολίαστους. Κινήσεις που, ακόμα κι αν στηρίζονται από την πλειοψηφία της κοινωνίας, έχουν σίγουρα πολιτικό κόστος. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που στα κοινωνικά δίκτυα αποδομούνται τα πάντα. Σιγά μην έχουμε ανάγκη τους ειδικούς. Άλλο παράδειγμα βέβαια είναι οι φωτιές. Δεν χρειάζεται να γίνουν λάθη. Αρκεί το καθημερινό σφυροκόπημα των ειδήσεων και οι εικόνες καταστροφής για να τραυματιστεί μια κυβέρνηση. Η φθορά είναι αναπόφευκτη. Πόσο μάλλον όταν η επικοινωνία, παρά την στήριξη των περισσότερων μέσων ενημέρωσης, δεν είναι το δυνατό σημείο της κυβέρνησης.

Από μόνοι τους βέβαια τέτοιοι συγκυριακοί  παράγοντες σπάνια οδηγούν στην ήττα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ωστόσο έχει εκλεγεί με ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό σχέδιο που εκτός από τις προσδοκίες προκαλεί και αντιδράσεις. Συνήθως όμως οι αντιδράσεις προηγούνται ενώ τα οφέλη, αν και όσα υπάρχουν, θέλουν χρόνο. Δεν είναι όλα αρμοδιότητας Πιερακάκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παιδεία. Το πώς θα επηρεαστούν τα πανεπιστήμια από την ελάχιστη βάση εισαγωγής ή την πανεπιστημιακή αστυνομία θα το δούμε στο μέλλον. Το Φθινόπωρο ωστόσο θα δούμε τις προσπάθειες να καταργηθεί ο νόμος στην πράξη, με ότι ξέρουμε ότι σημαίνει κάτι τέτοιο. Και επί αυτού ο Φίλης ανέλαβε να μας προειδοποιήσει. Και βέβαια υπάρχει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση με την αντίθεση των συνδικαλιστών κάθε απόχρωσης, στην αξιολόγηση.

Και πάλι βέβαια αυτού του είδους οι συντεχνιακές αντιδράσεις δεν είναι ικανές για να μπει υπό αίρεση η δημοκρατική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης. Χρειάζεται να γενικευθεί η αμφισβήτηση, να δοθεί η αίσθηση ότι χάνει τον έλεγχο. Κάτι τέτοιο μοιάζει δύσκολο σήμερα. Οι μνήμες της εποχής ΣΥΡΙΖΑ είναι νωπές και η αντιπολιτευτική του τακτική μάλλον τις ενισχύει. Η «δομική αντιπολίτευση» που έχει υιοθετήσει, ουσιαστικά δηλαδή μια εκδοχή πολιτικού ανταρτοπόλεμου, δεν είναι η καλύτερη συνταγή για να θεωρηθεί ότι αποτελεί πειστική εναλλακτική λύση. Τουλάχιστον όχι για το περίπου 40% το οποίο σε όλη την διάρκεια της κρίσης δεν μπήκε στον πειρασμό να ακολουθήσει τις δημαγωγικές λύσεις. 

Μπροστά μας ωστόσο υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες. Εκτός από τα ελληνοτουρκικά  έρχονται δύο μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις, σε Γαλλία και Γερμανία, οι οποίες μπορεί να αλλάξουν τους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Κι όπως είναι σαφές, το μόνο που δεν θα αντέξει η οικονομία είναι να τεθεί υπό αμφισβήτηση η συνέχεια της στήριξης από την Ευρώπη. Αν ένας τέτοιος κίνδυνος είναι μικρός, πιο σοβαρή πηγή αβεβαιότητας είναι ο εκλογικός νόμος. Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να βγει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Αρκεί η φθορά της ΝΔ να είναι τέτοια που το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας της στις επαναληπτικές εκλογές να μη θεωρείται εφικτό ή πάντως δεδομένο. Έτσι ίσως εξηγείται και η καταφυγή στον κατά τα άλλα αδιέξοδο ανταρτοπόλεμο στον οποίο έχει επιδοθεί.

Για τον Μητσοτάκη μια ενδεχόμενη απάντηση θα ήταν οι πρόωρες εκλογές. Θα εξαρτηθεί από παράγοντες που δεν ελέγχει, όπως η πανδημία, αλλά και από την πορεία της οικονομίας, τα χρήματα που θα έρθουν και το πώς θα αξιοποιηθούν. Σίγουρα θα προσμετρήσει και άλλες «λεπτομέρειες», όπως τη στάση του ΚΙΝΑΛ. Οι εσωκομματικές εκλογές για τη νέα ηγεσία μπορεί να αποδειχθούν πιο σημαντικές από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Εκτός από το ακραίο κέντρο υπάρχει και η ακραία κεντροαριστερά για να βάλει τέλος στα σχέδια του Τσίπρα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ