Πολιτικη & Οικονομια

Ένα έγκλημα, πολλές κακές στιγμές

Όσο η κοινωνία ανέχεται τους τσαμπουκάδες και τους νταήδες, τόσο θα έρχεται αντιμέτωπη με τα εγκλήματα των τσαμπουκάδων, των νταήδων και των παλληκαράδων

41586-784579.jpg
Μάνος Βουλαρίνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βία κατά των γυναικών και γυναικοκτονίες
© Mika Baumeister / Unsplash

Σχόλιο για τη βία κατά των γυναικών και τις γυναικοκτονίες με αφορμή το έγκλημα στη Φολέγανδρο

Το έγκλημα στη Φολέγανδρο δεν είναι το πρώτο στο οποίο ακούγεται η φράση «ήταν η κακιά στιγμή». Και δεν είναι οι δράστες ενός εγκλήματος ή οι υπερασπιστές τους που αποκλειστικά τη χρησιμοποιούν. Με την ίδια ελαφρότητα την ξεστομίζουν ή τη γράφουν και απλοί σχολιαστές που συχνά χρησιμοποιούν κι άλλες εξοργιστικές φράσεις. Φράσεις όπως «το θύμα δεν είχε δώσει δικαιώματα» (γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, όποιος «δίνει δικαιώματα», ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η φράση, τη θέλει την τιμωρία του) ή όπως «τον τύφλωσε η ζήλια/ο έρωτας/το πάθος» (γιατί, όπως επίσης όλοι ξέρουμε, για τις δολοφονίες ή τη βία φταίνε δυνάμεις ανώτερες στις οποίες ο καημένος ο θύτης αναγκαστικά υπέκυψε). 

Αλλά προς το παρόν ας μείνουμε στην «κακιά στιγμή».

Κακιά στιγμή είναι να μην καταφέρεις να κρατήσεις το δυνατό φτέρνισμα που σου ήρθε την ώρα που κουβαλάς έναν δίσκο γεμάτο καυτά ροφήματα. Κακιά στιγμή είναι να λιποθυμήσεις την ώρα που οδηγείς και να τρακάρεις. Το να σηκώσεις το χέρι για να χτυπήσεις ή να σπρώξεις στο γκρεμό ή να πυροβολήσεις ή να μαχαιρώσεις, δεν είναι αποτέλεσμα καμιάς κακιάς στιγμής. 

Η χρήση της φράσης, εκτός από προσφορά ελαφρυντικού σε εγκληματίες, κάνει και κάτι ακόμα πιο πρόστυχο: υπονοεί ότι όλοι μπορούμε να βρεθούμε στη θέση του δράστη. Εφόσον πρόκειται για μια «κακιά στιγμή», κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι μια τέτοια στιγμή δεν θα τον βρει κι εκείνον. Όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε δολοφόνοι κι απλώς δεν είχαμε μέχρι τώρα μια κακιά στιγμή. Κι αφού όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε δολοφόνοι πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως επιεικείς με τον συνάνθρωπο που η «κακιά στιγμή» τον έκανε.

Μπούρδες.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όχι μόνο δεν θέλουμε, αλλά ούτε και μπορούμε να σηκώσουμε το χέρι για να χτυπήσουμε. Όταν τσακωνόμαστε, το χέρι μας το πιο πολύ που μπορεί να κάνει είναι καμιά χειρονομία. Μπορεί επειδή έτσι μεγαλώσαμε, μπορεί επειδή, αφού μεγαλώσαμε, συνειδητοποιήσαμε τη φρίκη του χεριού που σηκώνεται για να χτυπήσει, μπορεί για άλλους λόγους, η ουσία είναι ότι το χέρι μας δεν χτυπάει. Κι επειδή δεν έχουμε αιματοβαμμένες «κακές στιγμές», δεν έχουμε και καμία σχέση με κανέναν τραμπούκο και κανέναν δολοφόνο. 

Παρά τον γνωστό μπακαλιάρο, σύμφωνα με τον οποίο «μια λεπτή γραμμή μας χωρίζει από το έγκλημα», στην πραγματικότητα αυτό που μας χωρίζει είναι μια μεγάλη τάφρος. Φυσικά από απροσεξία όλοι μπορούμε ακόμα και να σκοτώσουμε, αλλά να δολοφονήσουμε σε «μια κακιά στιγμή» οι περισσότεροι δεν το μπορούμε. Γιατί στις δολοφονίες δεν υπάρχει «κακιά στιγμή». 

Υπάρχουν πολλές κακές στιγμές, που όμως προηγούνται πολύ του εγκλήματος.

Είναι όλες εκείνες οι στιγμές που ο δολοφόνος απείλησε και χτύπησε χωρίς να τιμωρηθεί. Είναι όλες εκείνες οι στιγμές που είδε άλλους να απειλούν και να χτυπούν χωρίς να τιμωρούνται. Είναι όλες εκείνες οι στιγμές χάρη στις οποίες έμαθε ότι μπορείς να απειλείς, να τραμπουκίζεις, να χτυπάς και να το κάνεις ανενόχλητος, χωρίς συνέπειες.

Όσο αυτές οι στιγμές επαναλαμβάνονται ή όσο αυξάνονται, τόσο θα επαναλαμβάνονται και τόσο θα αυξάνονται τα εγκλήματα σαν αυτό της Φολεγάνδρου. Όσο το χέρι που σηκώνεται δεν κόβεται (ναι, βρε παιδιά, μεταφορικά, δεν είμαστε ταλιμπάν) τόσο εξασφαλίζεται το ότι θα ξανασηκωθεί − και μάλιστα με μεγαλύτερη δύναμη κάθε φορά. Όσο οι απειλές για τη σωματική ακεραιότητα αντιμετωπίζονται όπως τα μπινελίκια, τόσο πιο συχνά θα γίνονται πράξεις. Όσο η κοινωνία ανέχεται τους τσαμπουκάδες και τους νταήδες, όσο χειροκροτεί ή έστω χαμογελά συγκαταβατικά στα αντριλίκια και τους παλικαράδες, τόσο θα έρχεται αντιμέτωπη με τα εγκλήματα των τσαμπουκάδων, των νταήδων και των παλληκαράδων. Και μπράβο της.

Υ.Γ. Παρατηρώ πως κάποιοι συμπολίτες εξακολουθούν να έχουν αλλεργία στον όρο «γυναικοκτονία» επειδή, λέει, προωθεί συγκεκριμένη ατζέντα (που όντως συχνά την προωθεί, αλλά κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι και οι ενοχλημένοι ενοχλούνται επειδή δεν εξυπηρετεί τη δική τους ατζέντα). Οι συμπολίτες αυτοί, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να παραδεχτούν πως καλό είναι να έχουμε διαφορετικές λέξεις για να περιγράφουμε διαφορετικά είδη εγκλημάτων. Και μετά να καταλάβουν ότι, όπως και να τα πούμε, τα εγκλήματα στα οποία το θύμα είναι γυναίκα η οποία δολοφονείται στο πλαίσιο του ρόλου που κάποιοι ηλίθιοι έχουν στο μυαλό τους για τη γυναίκα (επειδή αντιμίλησε/επειδή δεν ήταν πιστή/επειδή ήθελε να χωρίσει/επειδή αρνήθηκε την παρέα του δράστη κ.λπ.) είναι ένα ξεχωριστό είδος εγκλημάτων. Όταν τα παραδεχτούν και τα καταλάβουν αυτά, η λέξη «γυναικοκτονία» θα τους ενοχλεί λιγότερο ή αν τους ενοχλεί το ίδιο, μπορούν να προτείνουν μια άλλη για να την αντικαταστήσει. Η ουσία είναι ότι οι άνθρωποι για να συνεννοούνται χρειάζονται διαφορετικές λέξεις για διαφορετικά πράγματα. Θυμίζω επίσης ότι και η λέξη «φασίστας» χρησιμοποιείται συνεχώς για εξυπηρέτηση συγκεκριμένης ατζέντας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φασίστες ή ότι πρέπει να καταργήσουμε τη λέξη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ