Πολιτικη & Οικονομια

Ο Τσόρτσιλ, ο Χίτλερ και... ο Μεγαλέξαντρος

Σκέψεις με αφορμή μια ταινία

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
68d917c39ac299e0912a97de94aefb32.jpeg

Παίχτηκε πρόσφατα –και παίζεται ακόμη– η ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα» του Τζο Ράιτ. Θέμα της, οι εξαιρετικά κρίσιμες μέρες που ακολούθησαν τη γερμανική προέλαση και τη συντριβή των Συμμαχικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο, τον Μάιο του 1940 – θέμα που εφάπτεται με εκείνο μιας άλλης σχετικά πρόσφατης ταινίας, της περσινής «Δουνκέρκης» του Κρίστοφερ Νόλαν.

Και οι δυο αυτές ταινίες, χωρίς ασφαλώς να αποτελούν κάποιου είδους τομή στην ιστορία του κινηματογράφου, λένε κατά τη γνώμη μου πολύ καλά αυτό που θέλουν να πουν. Ειδικά η πρόσφατη «Πιο σκοτεινή ώρα» ευτύχησε επιπλέον να έχει στο ενεργητικό της μια από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες των τελευταίων χρόνων: αυτή του Γκάρι Όλντμαν, ηθοποιού έτσι ή αλλιώς πολυτάλαντου, πολύπλευρου και πολυπρισματικού, στον ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Οι κινήσεις του σώματός του, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει (τρώγοντας τις λέξεις), ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο κρατάει το πούρο ή το ποτήρι με το ουίσκι, είναι όλα δουλεμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Παρεμπιπτόντως πάντως, ως προς το θέμα του απεγκλωβισμού περίπου 350.000 ανδρών (κυρίως Βρετανών, αλλά και αρκετών Γάλλων) από τη Δουνκέρκη, συνιστώ ανεπιφύλακτα, με σινεφιλικούς και όχι μόνο όρους, την κλασική ταινία του Ουίλιαμ Ουάιλερ «Η κυρία Μίνιβερ», του 1942. Εκεί η ιστορία της μεταφοράς σε βρετανικό έδαφος των εγκλωβισμένων στη Δουνκέρκη δίνεται με εξαιρετικό τρόπο, και μάλιστα όχι από τη στρατιωτική/επιχειρησιακή πλευρά, αλλά από την πλευρά των Άγγλων πολιτών που έσπευσαν να βοηθήσουν την όλη επιχείρηση ακόμα και με τα πιο στοιχειώδη πλεούμενά τους, ταχύπλοα ή/και λιγότερο ταχύπλοα.

Κάποιοι είπαν πως στην «Πιο σκοτεινή ώρα» ο Τσόρτσιλ, αλλά και γενικότερα η περίοδος των πρώτων ημερών του ως επικεφαλής της κυβέρνησης συνασπισμού, παρουσιάζονται με όρους σχεδόν καρικατούρας. Και όμως, όλα όσα αποτυπώνονται στην ταινία ελάχιστα απέχουν από την πραγματικότητα – με εξαίρεση, βέβαια, τη σαφώς επινοημένη (για λόγους γλαφυρότητας) σεκάνς στην οποία ο Τσόρτσιλ  αποφασίζει να πάρει τον υπόγειο σιδηρόδρομο, προκειμένου να αφουγκραστεί κατά πόσο οι Βρετανοί πολίτες είναι διατεθειμένοι ή όχι να συνθηκολογήσουν με τους Γερμανούς. Έτσι ο Χάλιφαξ, υπουργός Εξωτερικών τότε, ήθελε πράγματι να προχωρήσουν σε επαφές με τον Χίτλερ (με μεσολαβητή τον Μουσολίνι) προκειμένου να διερευνηθούν οι προθέσεις των Γερμανών αναφορικά με το ενδεχόμενο σύναψης ειρήνης. Όχι βέβαια γιατί ήταν μειοδότης, κουΐσλιγκ ή γερμανόφιλος, όπως ορισμένοι θεώρησαν ότι τον παρουσιάζει η ταινία, αλλά επειδή εκτιμούσε πως αυτό επέβαλλε το συμφέρον της χώρας υπό τις δεδομένες συνθήκες, με τους Γερμανούς να έχουν ήδη καταλάβει την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη βορειοανατολική Γαλλία.

Για να γίνουν, πάντως, καλύτερα κατανοητές οι απόψεις του Χάλιφαξ, αλλά και γενικότερα οι συντεταγμένες και το κλίμα εκείνων των ημερών, αξίζει νομίζω να επισημανθούν κάποια δεδομένα. Η επιχείρηση εκκένωσης της Δουνκέρκης άρχισε στις 26 Μαΐου. Ωστόσο, για λόγους που δεν δείχνουν να εξηγούνται με αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια (φόβοι πλαγιοκόπησης ή Συμμαχικών αντεπιθέσεων), οι Γερμανοί είχαν ήδη σταματήσει στις 23 Μαΐου την κεραυνοβόλα προέλασή τους, η οποία, αν συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό, θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη περικύκλωση, και επομένως αναγκαστικά την παράδοση, του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (BEF).

Φαίνεται, λοιπόν, πως η προοπτική μονομερούς ειρήνης με τους Βρετανούς δεν ήταν κάτι που απέκλειε ο Χίτλερ. Έχοντας ήδη συντρίψει τους Γάλλους, κατεξοχήν μισητούς σε εκείνον λόγω της ταπείνωσης του 1918 αλλά και παραδοσιακούς «εχθρούς» της χώρας του, το ενδεχόμενο ειρήνης με τους Βρετανούς ήταν κάτι που τον απασχολούσε. Βάση αυτής της ειρήνης θα μπορούσε να αποτελέσει η αναγνώριση της γερμανικής επικυριαρχίας στην ηπειρωτική Ευρώπη, ίσως και η επιστροφή στη Γερμανία κάποιων αποικιών που της είχαν αφαιρεθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, μια τέτοια ειρηνευτική συμφωνία θα μπορούσε να αφήσει αλώβητη τη βρετανική ισχύ (οι απώλειες των Βρετανών ήταν ελάχιστες έως τότε), και κυρίως τη Βρετανική Αυτοκρατορία και τη βρετανική θαλασσοκρατορία. Από την άλλη, μια τέτοια «ρύθμιση» θα έλυνε τα χέρια του Χίτλερ ώστε, απερίσπαστος και χωρίς άλλα ανοιχτά μέτωπα, να στραφεί κατά της Σοβιετικής Ένωσης, συμμάχου του μεταξύ Αυγούστου 1939 και Ιουνίου 1941 (ας μην το ξεχνάμε αυτό).

Υπέρ αυτής της άποψης ως προς τις προθέσεις του Χίτλερ συνηγορούν, άλλωστε, δύο ακόμα επιχειρήματα. Πρώτον, αν διαβάσει κανείς κείμενα των θεωρητικών του εθνικοσοσιαλισμού, θα διαπιστώσει ότι γενικά δεν διαπνέονται από μίσος, ή έστω αντιπάθεια, κατά των Άγγλων. Οι σύγχρονοι Άγγλοι θεωρούνταν –και είναι εν πολλοίς– απόγονοι των Σαξόνων, γερμανικού φύλου της κεντρικής Ευρώπης (εξού και η Σαξονία, στη Γερμανία), και επομένως θα μπορούσε να υπάρχει θέση για αυτούς στη χιτλερική/ναζιστική νέα τάξη πραγμάτων. Δεύτερον, τον Μάιο του 1941, λίγο πριν ο Χίτλερ επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση, και αφού προηγουμένως είχε αποτύχει να κάμψει εντελώς την αντίσταση των Βρετανών οι οποίοι είχαν κερδίσει τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας στον αέρα (κι αυτό ας μην το ξεχνάμε), έπεσε με αλεξίπτωτο στη Σκοτία ο Ρούντολφ Ες, κορυφαίο στέλεχος του ναζιστικού καθεστώτος. Προφανώς, εκόμιζε «συμβιβαστικές» προτάσεις, αρκετά δελεαστικές για τους Βρετανούς, ώστε αυτοί να βγουν από τον πόλεμο, αφήνοντας έτσι ανενόχλητο τον Χίτλερ να εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση. Και πάλι ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση απέρριψε τις προτάσεις του Χίτλερ, τον οποίο άλλωστε, πέρα απ’ όλα τα άλλα, δεν εμπιστευόταν και προσωπικά ο Τσόρτσιλ.

Από την ταινία του Τζο Ράιτ και την ερμηνεία του Γκάρι Όλντμαν ξεκίνησα και να πού κατέληξα. Δεν πειράζει, όμως. Ας θεωρηθούν όσα προηγήθηκαν κάτι σαν «σκέψεις με αφορμή μια ταινία», αλλά και ως μικρή ευκαιρία να ξεφύγουμε για λίγο από το όλο και πιο τοξικό περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε, κάπου μεταξύ αστεριού της Βεργίνας και Novartis.  Άλλωστε, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, να ασχολείται κανείς με το τι έγινε το 1940, παρά με το αν απευθείας  (sic) απόγονος του Μεγάλου Αλεξάντρου είναι ο Γκρούεφσκι ή ο Παναγιώτης Ψωμιάδης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ