Πολιτικη & Οικονομια

«Δρόμοι ζωής» ενός εκσυγχρονιστή ηγέτη

Αναρωτιέται κανείς πότε η ιστορία θα επαναλάβει αυτόν τον κύκλο

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
136472-312133.jpg

Το 1996 είχα τσακωθεί με όλους τους πολιτικούς συντάκτες που γνώριζα: Επέμεναν οτι ο Άκης Τσοχατζόπουλος έχει τον μηχανισμό και τα «κουκιά» ώστε να εκλεγεί. Εγώ επέμενα οτι η κοινωνία και το κόμμα θα πίεζαν, ώστε να επιβληθεί η δουλειά και η σοβαρότητα, μετά την παρακμή, που χαρακτήρισε τους τελευταίους μήνες της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου.

Συνάντησα τον Κώστα Σημίτη δύο χρόνια μετά, στην καθιερωμένη δεξίωση στο Μαξίμου για τους εκπροσώπους του τύπου. Από κοντά αυτός ο συνεσταλμένος, αλλά αυστηρός, πολλές φορές, πολιτικός σου έδινε την εντύπωση οτι ζούσε σε έναν δικό του, παράλληλο κόσμο. Λίγους μήνες αργότερα, μου προκάλεσε το μεγαλύτερο καρδιοχτύπι πάνω στη δουλειά: Μετέφραζα απευθείας για την ΕΡΤ, όταν ανέβηκε στο βήμα της πανηγυρικής 50ής Συνόδου του ΝΑΤΟ, στη σκιά των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία - και αντί να εκφωνήσει ένα τυπικό δίλεπτο, όπως όλοι οι ηγέτες, άρχισε να αφηγείται μια παραβολή, από το σκηνικό του εμφυλίου στην Ελλάδα. Για αρκετά δευτερόλεπτα, κανείς δεν καταλάβαινε «πού το πήγαινε».

Και μάλλον πολλές φορές, πολλοί δεν καταλάβαιναν «πού το πήγαινε», αυτός ο «επίμονος κηπουρός» της πολιτικής. Όχι γιατί δεν ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Αλλά μάλλον γιατί δεν δεχόταν οτι η πολιτική είναι φανφάρες στο μπαλκόνι και στο στούντιο, παρέκκλιση δηλαδή από δημοκρατικές αρχές, προγράμματα, σχέδια, ουσία, πολιτικές. Ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ με αταλάντευτη αφοσίωση, αλλά ποτέ με ομαδοποιήσεις, ο «καθηγητής που έβαζε βόμβες», μπορούσε να είναι μειλίχιος και να ακούει τους πάντες, αλλά να μη δέχεται και μύγα στο σπαθί του. Η προγραμματική αντίθεση και η παραίτηση ήταν τα πιο συχνά του όπλα - και δεν ήταν μικροπολιτικοί ελιγμοί.

Όλα αυτά τα αφηγείται στην πολιτική αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Δρόμοι Ζωής», λίγο πριν κλείσει τα 80 του χρόνια. Οι καταβολές του και τα θραύσματα προσωπικής ζωής που παραθέτει, από τα νιάτα του εως την εκλογή του στην πρωθυπουργία της χώρας και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, το 1996, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του βιβλίου. Γιατί βοηθούν να εξηγηθεί ο χαρακτήρας, η κοσμοθεωρία και η συνεπακόλουθη πράξη.

Η αφήγηση του είναι γραμμική, απλή, κατανοητή, εξαντλητική μερικές φορές - και σίγουρα αποστασιοποιημένη, χωρίς εμπάθειες. Είναι σαφές οτι ο Κώστας Σημίτης θέλει να γράψει την ιστορία, όπως εκείνος την προσλαμβάνει. Να εξηγήσει, ενδεχομένως σε συνοδοιπόρους του, κάποιες από τις κινήσεις της πολυκύμαντης πολιτικής του διαδρομής. Να περιγράψει στους σημερινούς αναγνώστες πώς ήταν η Ελλάδα και πώς άλλαξε. Να βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας ως κοινωνία. Δεν γράφει μυθιστόρημα, αφήνει παρακαταθήκες.

Ο Κώστας Σημίτης υπερασπίζεται τις επιλογές του με πάθος, αλλά μοιάζει πολλές φορές και να απολογείται στον ιστορικό του μέλλοντος: Ναι μεν η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 υποκατέστησε ένα τρικοσμικό και εμφυλιακό κράτος της δεξιάς, που χαρακτηρίστηκε από διώξεις και αδικίες, αλλά δεν θέλησε να επιβάλει έναν μηχανισμό αξιοκρατίας, ώστε οι ανισότητες να μην αντικατασταθούν από ισοπεδωτική επικράτηση της μετριότητας. Χαρακτηριστικό είναι ένα από τα πολλά επεισόδια που διηγείται:

[Υπουργός και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου υποστήριζε, εκείνη την εποχή, οτι δεν θα έπρεπε να απαιτείται η γνώση ξένης γλώσσα από τους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους της Διπλωματικής Υπηρεσίας! Η απαίτηση των δύο γλωσσών ευνοούσε, κατά την άποψη του, τα παιδιά των μεγαλοαστών. Θεωρούσε λοιπόν σημαντικότερο ζήτημα την κατάργηση των προσόντων, εν ονόματι της ισότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, επιδίωκε να διευρύνει τον κύκλο των εξυπηρετήσεων τις οποίες θα μπορούσε να παρέχει].

Ο Κώστας Σημίτης στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τον συντεχνιασμό και τον πελατειασμό, τον οπαδικό ανταγωνισμό και την εχθρότητα, το «συντηρητικό βαθύ» όπως το αποκαλεί. Διαβάζοντας τον, περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όλες οι παθογένειες της Ελλάδας, όλη η υστέρηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Έμβλημα του ήταν το σύστημα, με την έννοια που έπρεπε να αναζητά η Ελλάδα: Αυτήν του συστηματικού πολιτικού άνδρα- και όχι του «συστημικού», όπως αρέσκεται να αφορίζει η καφενειακή μας επιπολαιότητα.

Ευρωπαϊστής από την έναρξη της πορείας του, ακόμα κι όταν ηχούσαν τα λαϊκίστικα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «να φύγουν οι βάσεις του θανάτου» (που έφυγαν από μόνες τους, αφού είχε υπογραφεί μια ακόμα παράταση της συμφωνίας παραμονής τους), επεδίωξε πάντοτε την αναβάθμιση της χώρας, μέσα από την ευρωπαϊκή συνεργασία. Πάντοτε «αντάρτης», από την εποχή του ομίλου Παπαναστασίου και της «Δημοκρατικής Άμυνας», κατηγορήθηκε συχνά ως «σοσιαλδημοκράτης» και «δεξιός», εν μέσω πομφολύγων του «τριτοδρομικού» ΠΑΣΟΚ.

Κατήγγειλε πάντοτε το παλαιοκομματικό σύστημα, που αδιαφορούσε για τις γενικότερες πολιτικές και φρόντιζε μόνο να επιλύει τα τοπικά προβλήματα. Βλέποντας μπροστά, τάχθηκε από πολύ νωρίς κατά του σταυρού προτίμησης, που δημιουργεί εμφύλιο ανταγωνισμό στον εκλογικό αγώνα. Στάθηκε, με κόστος, απέναντι τον αρχηγισμό (και τον εθνικισμό) του Αντρέα και του ΠΑΣΟΚ που εκπροσωπήθηκε από τον Κουτσόγιωργα και τον Τσοχατζόπουλο μέχρι τη Δήμητρα Λιάνη και τον Χρήστο Παπουτσή. Και κυρίως στάθηκε απέναντι στο χυδαίο φαινόμενο του αυριανισμού.

Το επίτευγμα του διαγράφεται ανάγλυφο: Πιστεύοντας στις αξίες και στα προσόντα, ο Κώστας Σημίτης φαίνεται να έχει φτιαχτεί από το σπάνιο εκείνο μέταλλο των ανθρώπων, που δεν δέχονται να αποκλειστούν από πουθενά. Δεν χαρίζει την εξουσία και την πρόσβαση σε αυτήν, ούτε στα «τζάκια» και στους μεγαλοαστούς που είχαν το κοινωνικό προβάδισμα, αλλά ούτε και στους «λαϊκούς εκφραστές και αγωνιστές», που χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά αιτήματα, για να φτιάξουν καριέρες. Το αουτσάιντερ, που κέρδισε την πιο μακρόχρονη πρωθυπουργία και την προεδρία του κόμματος του, σε μια έξαρση απογαλακτισμού του εκλογικού σώματος από τις τρείς παραδοσιακά ισχυρές πολιτικές οικογένειες της χώρας, λοιδορήθηκε ως ο «άχαρος» - λες και οι ηγέτες πρέπει να είναι χαριτωμένοι.

[Αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός και έλεγχος δαπανών θεωρούνταν μέσα για να παρακαμφθούν οι καθιερωμένες πρακτικές «κοινωνικής δικαιοσύνης». Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιαζόταν από τους ίδιους ως μια αυθαίρετη διαδικασία καθιέρωσης ανισοτήτων]…[Κάθε ορθολογική παρέμβαση αποτελούσε κίνδυνο για όσους είχαν εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση στο υπάρχον σύστημα. Τη δυσφημούσαν εκ των προτέρων και την απέρριπταν ρητά.]

Και φυσικά λοιδορήθηκε το κυριότερο αίτημα της πολιτικής του πορείας, κάτι που θα έπρεπε να είναι η επικεφαλίδα του Συντάγματος κάθε χώρας που θέλει να προοδεύσει: Ο εκσυγχρονισμός. Ο μεθοδικός πρωθυπουργός με το μπλοκάκι, που δεν είχε εύκολη την επικοινωνιακή ικανότητα, αντιμετωπίστηκε με δυσανεξία από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος, ανεξαρτήτως των πολιτικών του προτάσεων, γιατί ξένισε τον παραδοσιακό «ελληναρά», που θέλει τον ηγέτη του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Ακόμα και σήμερα, δύσκολα θα παραδεχθούν κάποιοι οτι «η χώρα επιβιώνει χάρη στους οικονομολόγους που αναδείχθηκαν από τον Σημίτη», όπως μου είπε πρόσφατα καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

[Αργότερα, όταν ως πρωθυπουργός θα συναντούσα πρώτη φορά τον Βούλγαρο ομόλογο μου, το Υπουργείο Εξωτερικών μου έδωσε ένα υπηρεσιακό σημείωμα για την προετοιμασία της συνομιλίας. Ως κύριο θέμα αναφερόταν η επιστροφή μιας εικόνας της Παναγίας, που την είχαν πάρει οι Βούλγαροι από την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, είχαν κατά την άποψη των συντακτών του σημειώματος, δευτερεύουσα σημασία. Όπως είναι αυτονόητο, αγνόησα αυτό το σημείωμα.]

Και οι προσωπικές του ευθύνες και εξηγήσεις; Μερικές μένουν ημιτελείς. Η αφήγηση δεν περιλαμβάνει την οκταετή πρωθυπουργία του (θα χρειαζόταν ίσως ακόμα ένας τόμος), ωστόσο ο Κώστας Σημίτης παραδέχεται την αδυναμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στον έλεγχο του πολιτικού χρήματος και στη διαφθορά, που δεν οφείλεται όμως, όπως λέει, αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ - το ίδιο ισχυρίζεται και για τον λαϊκισμό. Παραδέχεται επίσης την αστοχία στην επιλογή συνεργατών, ωστόσο δεν αναλύει γιατί δεν άντλησε περισσότερους από τη δεξαμενή της αξίας και του κύρους, ως ένας από τους λίγους που πίστευαν σε αυτήν μέσα στο κόμμα του.

Οι υψηλές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις (42,4 δρχ στις 100 αγροτικού εισοδήματος) που πέτυχε στο τέλος της πρώτης υπουργικής του θητείας ως υπουργός Γεωργίας είχαν τελικά θετικό αποτέλεσμα, στην μετέπειτα νοοτροπία των αγροτών; Μπορεί να καταδικάζει μεν τα γαλάζια ψηφοδέλτια της εκλογής Σαρτζετάκη, αλλά να δικαιολογεί και τη στάση του ΠΑΣΟΚ, απέναντι στη ΝΔ, με το ρήμα «αναγκάστηκε»; Μπορεί απλώς να «διαπιστώνει» εκ των υστέρων τη νοθεία στις εσωκομματικές διαδικασίες ή οτι τα αντισταθμιστικά οφέλη στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς εξυπηρετούν αποκλειστικά τις μίζες; Ίσως σε μια αναθεωρημένη έκδοση χρειάζεται να δοθεί περισσότερος χώρος σε αυτές τις απαντήσεις.

Το πώς θα καταγραφεί ο Κώστας Σημίτης στην ιστορία είναι υπόθεση του μέλλοντος. Αυτό που είναι σίγουρο είναι οτι αντιτάχθηκε σθεναρά και οργανωμένα σε φαινόμενα, που μας ταλαιπωρούν διαχρονικά και λειτουργούν ανασχετικά στην πρόοδο του τόπου. Διαβάστε την αναφορά του, όχι στο σήμερα, αλλά στην πολιτική πραγματικότητα 20 χρόνια πριν: Σας θυμίζει κάτι;

[Κατά την παρουσίαση των θέσεων του, το κόμμα ακολουθούσε σταθερά το πρότυπο της διαμάχης των δύο πόλων, του καλού και του κακού. Οι εχθροί του ήταν, ανάλογα με την περίσταση, η Δεξιά, η Άκρα Αριστερά, οι Αμερικάνοι, το κατεστημένο, οι διαφωνούντες μέσα στο κόμμα. Εκπρόσωποι του καλού ήταν, κατά περίπτωση, οι λαϊκές μάζες, το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του, ο Τρίτος Κόσμος κλπ. Η υπεραπλουστευτική αυτή προσέγγιση απέκλειε κάθε αναφορά στους οικονομικούς περιορισμούς και τις υστερήσεις της χώρας, στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, στην επιβεβλημένη αφιέρωση πόρων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη. Τα πάντα έμοιαζαν δυνατά. Αν δεν πραγματοποιούνταν, έφταιγαν “άλλοι”: οι Ευρωπαίοι, οι τεχνοκράτες, οι υποστηρικτές αντιλαϊκών πολιτικών, οι δυνάμεις που δρούσαν στα παρασκήνια της πολιτικής.]

Ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά από την πιο παρακμιακή πολιτική περίοδο της μεταπολίτευσης (και έδωσε τη σκυτάλη σε μια νέα, αυτή τη φορά πιο επικίνδυνη κατρακύλα). Τότε η κοινωνία είχε δώσει εντολή να σηκώσουμε επιτέλους τα μανίκια και να σοβαρευτούμε. Αναρωτιέται κανείς πότε η ιστορία θα επαναλάβει αυτόν τον κύκλο…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ