Ταξιδια

Ένα ταξίδι στη Νότια Ιταλία και στο παρελθόν

Η άγρια ομορφιά του ιταλικού νότου μέσω μιας προσωπικής διαδρομής

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μολφέττα
Μολφέττα

Νότια Ιταλία: Ταξίδι στο πλούσιο ιταλικό παρελθόν με στάσεις σε Νάπολι, Μολφέττα και Ματέρα. 

Τα τελευταία 20 χρόνια έχω ταξιδέψει και περιηγηθεί αρκετές φορές στην Ιταλία, αλλά όλα τα ταξίδια ήταν στο Βορρά αυτής της πολύ όμορφης και ποικιλόμορφης χώρας. Πριν λίγες μέρες έκανα ένα ακόμα ταξίδι εκεί, αλλά μετά από 27 περίπου χρόνια, πήγα στον Νότο. Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιτηδευμένος εκ μέρους μου, και όσοι έχουν επισκεφθεί και τα δύο άκρα της Ιταλίας, γνωρίζουν καλά τι εννοώ. Ενώ υπάρχει μια σχετική ομοιομορφία σε κάποια πράγματα, οι διαφορές φαίνεται μερικές φορές να ξεπερνούν τις ομοιότητες.

Η τελευταία φορά που πήγα ήταν πριν 1,5 χρόνο όπου πέταξα για Μιλάνο και πήρα το τρένο για το Βαρέζε, μια πολύ όμορφη μικρή πόλη, 40 λεπτά μακριά. Εκεί συνάντησα μια πολύ καλή μου φίλη και παλιά συνάδελφο, η οποία μένει εδώ και λίγα χρόνια στο Λουγκάνο της Ελβετίας με την οικογένειά της. Περάσαμε δυο μέρες εκεί κάνοντας ένα τύπου girls trip, και μετά ήρθε ο σύντροφός της να μας πάρει για να πάμε στο Λουγκάνο, όπου έμεινα μαζί τους άλλες δυο μέρες.

Ομολογώ ότι το Βαρέζε μου άρεσε πολύ καλύτερα από την ιταλόφωνη Ελβετική πόλη του Λουγκάνο, όπου αν εξαιρέσεις το παραλιακό κομμάτι και τη θέα της λίμνης και των Άλπειων από το τελεφερίκ, ήταν ένα αδιάφορο, πανάκριβο «χωριό».

Ματέρα
Ματέρα

Το φετινό αυτό ταξίδι ήταν πολύ διαφορετικό καθότι ο πρωταρχικός σκοπός ήταν άκρως προσωπικός και δεν είχε σα βάση τον τουρισμό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εντέλει επιτεύχθηκαν και τα δύο. Ο κύριος προορισμός ήταν η κωμόπολη της Μολφέττα, ένας δήμος στην επαρχία του Μπάρι στην Απουλία, όπου κατοικούν οι δύο ετεροθαλείς αδελφές του συντρόφου μου, τις οποίες θα συναντούσε για πρώτη φορά δια ζώσης. Η ιστορία αυτή έχει στοιχεία «Πάμε Πακέτο» και «Οικογενειακές Ιστορίες» ταυτόχρονα, πάει πίσω δεκαετίες και περιέχει περίπου όσο δράμα φαντάζεσαι, and more.

Ιδανικά θέλαμε να πετάξουμε για Μπάρι αλλά η Aegean έχει απευθείας πτήσεις μόνο μέσα στο καλοκαίρι, οπότε αντ’ αυτού πετάξαμε για Νάπολι και από εκεί νοικιάσαμε αυτοκίνητο για να φτάσουμε στη Μολφέττα οδικώς. Το οδικό ταξίδι ήταν 2,5 ώρες· περίπου όσος χρόνος χρειάζεται για να εξοικειωθείς ψυχολογικά με τον απώτερο σκοπό του ταξιδιού αυτού. Not.

Με το που φτάσαμε, οι Ιταλίδες αδελφές μάς περίμεναν έξω από το b&b και μάς κρατούσαν μάλιστα και μια θέση πάρκινγκ. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και έκανα ένα βήμα πίσω όχι μόνο για να αποθανατίσω τη σουρεαλιστική αυτή στιγμή, αλλά και γιατί ήθελα να δώσω επίσης χώρο σε αυτό που συνέβαινε. Σαν ένας εξωτερικός τρίτος παρατηρητής, μπορούσα μόνο να φανταστώ πως αισθάνονταν αυτοί οι τρεις άνθρωποι μπροστά μου, και από την άλλη, έχοντας και εγώ η ίδια δύο αδελφές, αναρωτιόμουν πως μια ετεροχρονισμένη σύζευξη θα κατάφερνε να αναπληρώσει έστω ένα ψήγμα των χαμένων αυτών χρόνων και την έλλειψη κοινών εμπειριών.

Ένα ταξίδι στη Νότια Ιταλία και στο παρελθόν

Χαμόγελα, αγκαλιές, δάκρυα, φιλιά. Απροσδιόριστοι ήχοι κλαψίγελου άνηκαν σε αυτή τη στιγμή περισσότερο από οποιαδήποτε λέξη σε οποιαδήποτε γλώσσα. Σε μια ήσυχη, δροσερή ακόμα, μικρή πόλη, συνέβαινε κάτι μεγάλο, για λίγους. Σε έναν αδιάφορο, επαρχιακό δρόμο στον βαθύ νότο μιας μεσογειακής χώρας ενώθηκε ένα κομμάτι υπαρξιακού παζλ που είχε μείνει χρόνια μισοφτιαγμένο· αφημένο λίγο από αμέλεια, λίγο από δυσκολία, λίγο από περιπλοκότητα και λίγο ―ή πολύ;― από επιλογή.

Οι λέξεις ήρθανε μετά, και ήταν πολλές, ήταν βαρύγδουπες, ήταν ουσιώδεις, ήταν πολύπλοκες, αλλά δεν είχαν τρόπο μεταφοράς. Εκείνες δεν μιλούσαν αγγλικά, εκείνος δεν μιλούσε ιταλικά, οπότε με τα μέτρια ―τα οποία εντέλει αποδείχθηκαν υπέρ του δέοντος επαρκή― ιταλικά μου, προσέφερα τις υπηρεσίες μου ως διερμηνέας. Για τέσσερεις ολόκληρες ημέρες μετέφερα συναισθήματα, γεγονότα και δεκαετίες ανθρώπινων ζωών και εμπειριών από τη μία πλευρά στην άλλη όσο πιο καλά μπορούσα, κρατώντας παράλληλα ελβετική ουδετερότητα, μένοντας πιστή στο ρόλο μου.

Μετά από μια βόλτα, μετά από ένα ελαφρύ γεύμα, μετά από έναν εξαιρετικά νόστιμο, ιταλικό καφέ, η συνειδητοποίηση είχε γίνει λίγο πιο ευδιάκριτη. Μετά από χρόνια άγνωστης απουσίας, μετά από λίγα ακόμα ψηφιακής παρουσίας και γνώσης, είχε έρθει ο χρόνος για σύνδεση· για μια σταδιακή αλλά αναπόφευκτα «βίαιη» επικοινωνία, η οποία επιτεύχθηκε με υπομονή και ανυπομονησία, με φαγητό, με περιήγηση, με φιλία, με καφέ, με κορνέτι γεμάτα φρέσκια κρέμα, με χιούμορ, με αλκοόλ και πίτσα, μέσα και έξω από αρχαίους τόπους όπως το Άλμπερομπέλο, το Πολινιάνο, και η Ματέρα.

Από τις τρεις αυτές τοποθεσίες γνώριζα μόνο το Άλμπερομπέλο, του οποίου φωτογραφίες είχα δει στο Instagram πολλές φορές. Είχα διαβάσει για τα παράξενα αυτά γκρι και λευκά σπιτάκια, και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους, αλλά από κοντά δυστυχώς, όσο παράξενα και cute κι αν ήταν, ήταν εξίσου απογοητευτικά. Δύο δρόμοι όλοι και όλοι, και ένα κανονικό χωριό γύρω γύρω, σε ένα άκρως τουριστικό μέρος με μια παραδοσιακά μεγάλη πλατεία, και αδιάφορα μαγαζιά να την περιβάλλουν. Ο καιρός η αλήθεια είναι δεν βοήθησε γιατί ενώ είχε την απαραίτητη δροσιά, είχε επίσης και πολύ συννεφιά, κάτι το οποίο έκανε το τοπίο λίγο χλωμό και μίζερο. Τέλος, εκεί ήταν που έφαγα και το χειρότερο φαγητό· και δεν θυμόμουν καν την τελευταία φορά που έφαγα άσχημα στην Ιταλία.

Στην επιστροφή μας από το Άλμερμπέλο περάσαμε από το Πολινιάνο για βόλτα, καφέ και παγωτό. Τον καφέ τον ήπιαμε όρθιοι, όπως συνηθίζεται στην Ιταλία, με ένα σφηνάκι νερό, σε ένα παραδοσιακό «μπαρ» το οποίο ήταν πάνω από 100 ετών, αλλά από άποψη ντεκόρ είχε μείνει λίγες δεκαετίες πίσω, στο 1980. Όπως πάντα, ο καφές ήταν απαλός σε γεύση αλλά ταυτόχρονα δυνατός σε ένταση, και ακριβώς ότι χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε.

Η παλιά πόλη μέσα από τα τείχη, χτισμένη πάνω σε έναν βράχο, ήταν γεμάτη γραφικά στενάκια τα οποία οδηγούσαν σε μικρά μπαλκονάκια που έβλεπαν τη θάλασσα και μικρές σπηλιές μέσα στους βράχους. Σε ένα τέτοιο μπαλκόνι συναντήσαμε ένα ζευγάρι Γάλλων, οι οποίοι με τις σκηνές τους και όλα τους τα μπαγκάζια σε μια μηχανή με ένα κάθισμα στα δεξιά περνούσαν από εκεί για να καταλήξουν στην Ελλάδα.

Ένα ταξίδι στη Νότια Ιταλία και στο παρελθόν

Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε συναντήσει ούτε έναν Έλληνα στο ταξίδι αυτό. Δεν είχαμε ακούσει πουθενά Ελληνικά, σε αντίθεση με την Αυστρία λίγους μήνες πριν όπου όπου και αν πήγαινα δεν μπορούσα να τους αποφύγω και ένιωθα ότι τους είχα πάρει μαζί μου.

Το βραδάκι γυρίσαμε κατάκοποι πίσω από τις περιηγήσεις και το περπάτημα, πήραμε λίγο φαγητό απ’ έξω και το φάγαμε κουρασμένα στο σπίτι της μίας αδελφής, με πολλή κουβέντα και πολύ αλκοόλ. Σφηνοπότηρα από Αμαρέττο και Γκράπα γέμιζαν και άδειαζαν με απροσδιόριστη συχνότητα και ταχύτητα· και όσο η ποσότητα αυξανόταν, το κεφάλι άδειαζε από κούραση και γέμιζε με αυτή την αφρώδη χαλαρότητα που επιτρέπει σε μικρά, γλυκά σύννεφα να θολώσουν το μυαλό από άγχος και ανησυχίες, και να σε αφήσουν απλά χαρούμενο στη στιγμή, ανάλαφρο και ελεύθερο, έστω για λίγες ώρες.

Την επόμενη ημέρα επισκεφθήκαμε τη Ματέρα, μια πανάρχαια πέτρινη πόλη χιλιάδων ετών που έχει φιλοξενήσει σετ ταινιών όπως «Τα πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον και άλλες. Ο καιρός ήταν ιδανικός, με λίγη δροσιά, λίγα σύννεφα και λίγη ηλιοφάνεια. Περπατήσαμε όσο αντέχαμε, έχοντας πια συσσωρευμένη κούραση, και ξαποστάσαμε το μεσημέρι σε ένα τύπου ιταλικό μπιστρό όπου ένας ιδιαίτερος Ιταλός ιδιοκτήτης του εστιατορίου με πολλή προσωπικότητα μας υποδέχθηκε με χαμόγελο και διάθεση και μας έφερνε το ένα υπέροχο πιάτο μετά το άλλο. Όταν μας ρώτησε από που είμαστε και του είπαμε από Ελλάδα μας είπε πόσο συχνά πηγαίνει, πόσο την αγαπά, και πως οι παραλίες ο καιρός και οι άνθρωποί της την κάνουνε το καλύτερο μέρος στον κόσμο. Μετά, με το αριστερό του χέρι, ανέβασε λίγο το μανίκι του για να μας δείξει ένα τατουάζ στον δεξί του πήχη εμπνευσμένο από κάτι ελληνικό.

Πολινιάνο
Πολινιάνο

Μετά ήρθε η Κυριακή, την οποία ελπίζαμε αρχικά να περάσουμε πίσω στη Νάπολι, από την οποία πετούσαμε τη Δευτέρα νωρίς το πρωί. Με τα πολλά όμως φτάσαμε γύρω στις 6 το απόγευμα. Και ενώ ιδανικά, από οποιοδήποτε ταξίδι, αλλά ειδικά από ένα τέτοιο, τόσο συναισθηματικά βαρύ, θες στο τελείωμά του ένα τοπίο ήπιο, ευπρόσδεκτο και χαλαρό, η Νάπολι απεδείχθη το ακριβώς αντίθετο. Ήταν θορυβώδης και βρώμικη όσο δεν μπορούσαμε να φανταστούμε· οριακά απεχθής, θα έλεγα.

Έζησα λίγο έξω από τη Νάπολι, στη Λάγκο Πάτρια, για 2 χρόνια όταν ήμουν 5 ετών. Οι αναμνήσεις μου είναι κυρίως από τη γειτονιά μου και από μερικά μέρη που επισκεφθήκαμε στα διάφορα οδοιπορικά που κάναμε. Ότι μου έχει μείνει είναι κυρίως εικόνες και στιγμές, όχι ολόκληρες αναμνήσεις. Από τη Νάπολι, αν και πηγαίναμε συχνά, δεν έχω καμία, αλλά ήλπιζα ότι μετά από 35 χρόνια κάτι θα ήταν καλύτερο και κάτι θα μου επέστρεφε. Κάναμε μια μικρή, αδιάφορη βόλτα για να την κάνουμε, φάγαμε μια αδιάφορη πίτσα για να τη φάμε, και επιστρέψαμε στο χειρότερο δωμάτιο που έχω κλείσει ποτέ σε ταξίδι για να κοιμηθούμε.

Στις 3:11 τα ξημερώματα ξύπνησα από ένα όνειρο κλαίγοντας, έχοντας δει τον παππού μου ο οποίος «έφυγε» το 2017. Σηκωθήκαμε κακήν κακώς στις 5:30 και πήγαμε στο αεροδρόμιο. Ενώ περιμέναμε στην πύλη με έπιασε μια μικρή λιγούρα, και έτσι κατευθύνθηκα προς ένα μαγαζάκι να πάρω κάτι γλυκό να φάω. Εκεί είδα κάτι που με έκανε να χαμογελάσω ξανά, κάτι που «έκλεισε» αυτό το ταξίδι με έναν αναπάντεχα όμορφο τρόπο: ένα μικρό γλυκό τύπου πάστα φλώρα αλλά με σοκολάτα μέσα… ένα γλυκό που έπαιρνα πάντα μικρή στη Λάγκο Πάτρια κάθε Σάββατο από το φούρνο της γειτονιάς μας. Τότε μάλιστα έτρωγα κυρίως τη σοκολάτα μέσα με το δάχτυλο, και άφηνα το κέλυφος. Το πήρα και ξεκίνησα να το τρώω, ολόκληρο πια, μέχρι που μπήκαμε στο αεροπλάνο.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.