Πολεις

Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 24.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 24.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Πέμπτη σήμερα. Άλλη μια μέρα πιο κοντά στο τέλος όλων των δρόμων, άλλη μια μέρα πιο κοντά στο τέλος όλων των πραγμάτων, και άλλη μια μέρα χαμένη — για μένα. Πλέον, το οικειοθελές κλείσιμό μας στο σπίτι, το αμπάρωμά μας μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, είναι η νέα μας ρουτίνα, η νέα μας κανονικότητα. Το ξέρουμε όλοι εδώ, και οι πέντε, και το έχουμε αποδεχτεί. Τα σκυλάκια μας δεν φωνάζουν, δεν παίζουν, δεν ψευτομαλώνουν μεταξύ τους. Τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά τα μικρά και ωραία. Απλώς ξαπλώνουν όπου βρουν χώρο —τακτοποίησα τις στρατιωτικές μου προμήθειες, αλλά μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο: τις μάζεψα στο μισό πάτωμα του σαλονιού, το ένα πράγμα πάνω στο άλλο, ελευθερώνοντας το υπόλοιπο μισό για να περπατάμε—, και κάθονται με τις ώρες εκεί, αναστενάζοντας με τα μάτια κλειστά. Έχουν βέβαια πάντα τον νου τους στις δικές μου κινήσεις: με το που αντιληφθούν ότι πάω να σηκωθώ, ακόμη και αν δεν σηκώνομαι εντέλει, ακόμη και αν απλώς μετακινούμαι ελάχιστα εκατοστά πάνω στον καναπέ, πετάγονται όρθια για να με ακολουθήσουν. Όμως όχι με τη ζέση που τα χαρακτηρίζει κανονικά. Σχεδόν μόνο, πια, από υποχρέωση, θα έλεγες. Και βέβαια με ελπίδα: «Άραγε θα κάνουμε ΚΑΤΙ τώρα; Οτιδήποτε;…» Όμως εγώ, όταν πράγματι σηκώνομαι, πηγαίνω μονάχα μέχρι την κουζίνα ή το μπάνιο, ή το πολύ μέχρι το κρεβάτι μέσα γιατί πιάστηκα στον καναπέ. Ή επειδή βαρέθηκα. Δεν κάνω απολύτως τίποτε άλλο. Ούτε μπορώ να κάνω κάτι άλλο, ούτε θέλω να κάνω κάτι άλλο, και καλά-καλά δεν ξέρω αν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, κάτι άλλο για να κάνεις.

Έχω γύρω μου βιβλία βέβαια —αν και δεν τα διαβάζω, απλώς πιάνω ένα, το ανοίγω κάπου στην τύχη, περιτρέχω λοξά πέντ’-έξι σελίδες και μετά το παρατάω, για να πιάσω ένα άλλο—, το τάμπλετ, ένα Kindle φορτωμένο επίσης με μερικές δεκάδες αδιάβαστα βιβλία, δύο τηλεκοντρόλ για την τηλεόραση, ένα για το κλιματιστικό, τον καφέ μου, ένα μπουκάλι νερό, ένα χαρτί κουζίνας, και συνήθως δύο ή τρία πιάτα με αποφάγια συν καναδυό ποτήρια μισογεμάτα νερό και άλλες τόσες χρησιμοποιημένες κούπες με κρύο, ξεθυμασμένο τσάι ή καφέ. Και τη συλλογή από τα καινούργια μαχαίρια μου βέβαια, που είναι ίσως η καινούργια εμμονή μου. Και το πιστόλι για τις φωτοβολίδες, πάντα γεμάτο και έτοιμο — χωρίς λόγο, ναι. Έχω ξεβάψει το πρόσωπό μου δύο ώρες αφότου επέστρεψα χθες τα χαράματα από την αποτυχημένη εκστρατεία μου, αλλά όχι καλά. Ακόμη φαίνονται τα ίχνη από τα χρώματα του πολέμου εδώ κι εκεί, στα μάγουλα και στο μέτωπό μου. Απλώς έχω πετάξει τα ρούχα μου γιατί δεν αισθάνομαι άνετα ντυμένος με όλα αυτά μέσα στο σπίτι. Όταν βγαίνουμε για να πεταχτούμε δυο λεπτά μέχρι το σιντριβάνι, φοράω μια βερμούδα και ένα μπλουζάκι. Πιο μετά θα ξαναντυθώ σωστά. Πιο μετά. Στη μάχη. Ή καλύτερα: στο κυνήγι. Πώς το ’λεγε στον «Μόμπι-Ντικ;» Α ναι: «Έχουμε να κυνηγήσουμε πολλές φάλαινες ακόμα, Στάρμπακς». Ναι, έχω να κυνηγήσω πολλές φάλαινες ακόμα. Ή τέλος πάντων έτσι ονειρεύομαι, αν το ονειρεύομαι κι αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα, η πρώτη φάλαινα που θα δω θα μου κάνει μια χαψιά το πόδι, και δεν θα είναι καν άσπρη. Και θα πεθάνω κι εγώ, θα χαθώ στα αφρισμένα κύματα, στη δίνη τού Μάελστρομ που θα έχει προκαλέσει χτυπώντας την επιφάνεια της θαλάσσης με την τιτάνια, φαγωμένη στις άκρες από τους καρχαρίες, ουρά της.

Κάποια στιγμή μόνο, άρχισα να σκέφτομαι —δεν έχω ιδέα γιατί, αλλά σάμπως πότε ξέρουμε πραγματικά γιατί σκεφτόμαστε αυτό ή εκείνο το πράγμα, όταν δεν το επιδιώκουμε εμείς οι ίδιοι; οι εννιά στις δέκα σκέψεις μας είναι πρωτοβουλία του μυαλού μας, του εαυτού μας: του Άλλου μέσα μας,— άρχισα να σκέφτομαι, λέω, εντελώς ξαφνικά, νομίζω προς το απόγευμα αργά, τον Σπένγκλερ. Ένας Θεός ξέρει γιατί. Ή μάλλον: ίσως τον σκέφτηκα επειδή όλο μου το μυαλό είναι γεμάτο με εικόνες από το Τέλος — το τέλος όλων των δρόμων, το τέλος όλων των πραγμάτων. Βέβαια, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό Τέλος από αυτό που προβλέπει ο Όσβαλντ Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσης», αλλά είναι Τέλος μια φορά. Μα και πάλι… ποιος να ξέρει και ποιος να μπορεί να πει.

Λοιπόν, ο μέγας αυτός φιλόσοφος της Ιστορίας, αφού μελέτησε εξονυχιστικά τη βιβλιογραφία όλων των πολιτισμών που υπήρξαν ποτέ στη γη (εξονυχιστικά και διεξοδικότατα: σπιθαμή προς σπιθαμή, ενέργεια προς ενέργεια, τάση προς τάση, ξεκοκαλίζοντας και την παραμικρή σημείωση στην εθνική βιβλιοθήκη), διαπίστωσε τα αναλογικώς κοινά τους χαρακτηριστικά: όλοι τους, κατέληξε, μολονότι βέβαια ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο (ας πούμε: η Κίνα, από τη μια, και οι Αζτέκοι από την άλλη: κανείς ποτέ δεν μπορούσε να μάθει για τον άλλον), όλοι οι πολιτισμοί που υπήρξαν ποτέ στη γη διέπονταν από μία κοινή και αναγκαία, μια «οργανική» νομοτέλεια, μια νομοτέλεια που καθόρισε και προδίκασε το πεπρωμένο τους. Γιατί, μας λέει ο μέγας αυτός φιλόσοφος της ιστορίας, οι πολιτισμοί έχουν πράγματι πεπρωμένο, μοίρα — έχουν «γραφτό». Και όχι μόνο: επιπροσθέτως, κάποια συγκεκριμένη στιγμή είναι γραφτό τους να πεθάνουν. Τη θέση τους στις ιστορικές δέλτους θα πάρει κάποιος άλλος, ή κάποιοι άλλοι.

Ο ευρυμαθής Γερμανός μελετά τους πολιτισμούς της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους σαν ξεχωριστές «οντότητες», σαν μεγαλοοργανισμούς στον χώρο και στον χρόνο, μεγα-οργανισμούς που γεννιούνται, αναπτύσσονται, φτάνουν στην ακμή τους, περνούν σε φάση παρακμής, γερνούν και εντέλει, ναι, πεθαίνουν: όπως πεθαίνει κάθε οργανισμός, όπως πεθαίνει καθετί ζωντανό. Δεν υπάρχει, μας διδάσκει, ΜΙΑ Ιστορία, γραμμική και εύκολη στην αποτύπωσή της, δεν υπάρχει ΕΝΑ σχήμα που να ξεκινά, αίφνης, από τη Μεσοποταμία, να θάλλει στη Μεσόγειο, να φθίνει στον Μεσαίωνα, να ξαναπετιέται στην Αναγέννηση και να έρχεται καμαρωτό-καμαρωτό στη Βιομηχανική Επανάσταση, στους Παγκόσμιους Πολέμους (και στον Ψυχρό Πόλεμο, και στην Παγκοσμιοποίηση, και στο Διαδίκτυο, και στην ΤΝ πλέον, σε όλα αυτά που δεν πρόλαβε ο Σπένγκλερ). Όχι, όχι: υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους πολιτισμικά πλάσματα, που όμως φέρουν κοινά χαρακτηριστικά: μεγάλες αναλογίες. Μοιάζουν τρομερά μεταξύ τους κι ας μην ήρθαν ποτέ σε οποιαδήποτε επαφή ο ένας με τον άλλο, όπως ακριβώς μοιάζουν συνήθως μεταξύ τους και οι εξωγήινοι πολιτισμοί που μας προσφέρει η Επιστημονική Φαντασία. Έτσι λοιπόν —και για να μην αναφερθούμε καν στον Μεξικανικό και στον Κινέζικο— πέθανε ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, έτσι είχε πεθάνει πιο πριν ο Αιγυπτιακός, έτσι πέθανε κατόπιν ο Αραβοβυζαντινός, και έτσι θα πεθάνει κάποια μέρα και ο τελευταίος —έως τώρα—, ο Σύγχρονος, ο Δυτικός, που αφορά, μας λέει ο Σπένγκλερ, μόνο τη Δύση και τους λαούς της (τον λεγόμενο Φαουστικό Άνθρωπο) ή όποιον εντάσσεται οικεία βουλήσει, ψυχή τε και πνεύματι, στον δυτικό κόσμο και στις αξίες του — και όχι τους «φελαχολαούς», όπως τους χαρακτηρίζει, που παρασιτούν γαντζωμένοι από το σώμα του.

Το στάδιο που σηματοδοτεί τον επερχόμενο θάνατο των πολιτισμών, κατά Σπένγκλερ πάντα, λέγεται Τεχνολογικό, και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το προηγούμενο, το Πνευματικό, κατά το οποίο, για να το θέσουμε και αυτό εντελώς σχηματικά, όλοι οι πολιτισμοί συνθέτουν πελώρια έπη και εξαίσιες μουσικές, χτίζουν ρωμαλέες πόλεις και λαμπρά κτίρια, γράφουν σπουδαία βιβλία, οργανώνουν τα άστεά τους και κωδικοποιούν τους νόμους υπό τους οποίους οι κοινωνίες τους θα ευημερήσουν και θα αναπτυχθούν — με μια λέξη: προοδεύουν, δηλαδή αναζητούν την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία, τον πλούτο και την ευρωστία. Στο Τεχνολογικό στάδιο, όμως, όλα αυτά μπαίνουν σιγά-σιγά στην μπάντα, κι αυτό για έναν κύριο λόγο: για να συντηρηθούν τα κεκτημένα —πράγμα που γίνεται όλο και δυσχερέστερο— και για να διασφαλιστούν οι απαιτούμενοι πόροι — τους οποίους νέμονται πειρατικά οι λογής φελαχολαοί, αυτοί που ζουν στις παρυφές του Δυτικού πολιτισμού (για να μιλήσουμε για τον δικό μας). Τελεολογικά, αυτό το στάδιο οδηγεί αμετάκλητα στον θάνατο ενός εκάστου πολιτισμού. Και αφήνει ένα κενό, που θα πληρώσει ο επόμενος, που αναπόφευκτα θα ακολουθήσει. Γιατί έτσι γίνεται πάντα.

Αφού οφείλω να σημειώσω εδώ ότι δεν είναι σοφό να τα βλέπει όλα αυτά κανείς με ηθικούς όρους: δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά· είναι το ανθρώπινο δράμα, απλώς, και είναι σπουδαίο· είναι η Ιστορία και τα καπρίτσια της — αφού λοιπόν το συμφωνήσουμε κι αυτό, ενδεχομένως θα πει κανείς τώρα, «Τι μπορεί να κάνει κανείς για να αποτρέψει το αναπόφευκτο; Το τέλος του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού;» Ή μάλλον: «Μπορεί να κάνει κάτι για να το αποτρέψει;» Ο Σπένγκλερ είναι κατηγορηματικός: μολονότι δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτε, οφείλει να παλεύει, και του απαγορεύεται να απελπίζεται για το ανέφικτο της αντίστασης απέναντι στην Ιστορία. Το γεγονός ότι θα χάσουμε είναι εκ προοιμίου γνωστό, ισχυρίζεται. Είναι ανάγκη, όμως, να αγαπάμε, και είναι ανάγκη να ελπίζουμε, και είναι ανάγκη να δουλεύουμε για το αύριο, σήμερα. Είναι ανάγκη, και είναι ο μόνος δυνατός ηρωισμός. Ο πόλεμος ενάντια στην εντροπία είναι ένας ιερός/ηρωικός πόλεμος. Και (οφείλει να) συνιστά το υπ’ αριθμόν ένα μέλημα του Δυτικού ανθρώπου.

Όποτε τα σκέφτομαι όλα αυτά πέφτω πάντα σε μεγάλο μαρασμό, κι αυτό για δύο λόγους: (1) γιατί ο Σπένγκλερ ξέρει, άρα το κακό μάς πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές, φορώντας τις Μπότες των Επτά Λευγών και έχοντας αφρούς στο στόμα, πύρινες γλώσσες φωτιάς στα μάτια και ένα χάραγμα με τρεις χαρακιές στο κούτελο, και (2) γιατί εγώ, ο ταπεινός, πιστεύω απεναντίας στην αδήριτη νομοτέλεια της προόδου, και στη γραμμικότητα της Ιστορίας: και μάλιστα πιστεύω σε μια γραμμική κίνηση, μια γραμμική πορεία, παρ’ όλα τα αναπόφευκτα σκαμπανεβάσματά της, ολοένα και μόνο ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ. Πώς γίνεται όμως να πέφτω εγώ μέσα, και να λαθεύει αυτός ο σοφός άνθρωπος; Δεν γίνεται. Άρα; Άρα δεν ξέρω. Απελπισία, απλώς.

Έμεινα έτσι, να τα σκέφτομαι όλα αυτά, μέχρι που με πήρε ο ύπνος, εκεί στον καναπέ. Τα σκυλάκια μας είχαν έρθει και ξάπλωσαν δίπλα μου, χωρίς να τα πάρω μυρωδιά. Και η γάτα μας… η γάτα μας ήρθε κι αυτή, έκατσε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, πάνω σε μια στοίβα περιοδικά, και με κοιτούσε. Την είχα προδώσει απόψε, καθώς μείναμε στο σπίτι παραδομένοι στην απογοήτευση, και την είχα προδώσει και χθες, όταν το έσκασα από το πεδίο της μάχης. Αν σκοπός της ανθρωπότητας είναι να αντιπαλέψει το επερχόμενο Τέλος, σκοπός εκείνης ήταν να κυνηγήσει και να φάει το φίδι που φώλιαζε στο Σπίτι.

«Αύριο», της είπα κάποια στιγμή, ξυπνώντας μες στο σκοτάδι. «Αύριο».

Μόνο που το αύριο έφτασε, και είναι τώρα. Είναι Πέμπτη πρωί πια, χαράματα, και σε δεκαοχτώ ώρες θα επιχειρήσουμε ξανά αυτό που αποτύχαμε να φέρουμε εις πέρας προχθές. Και ο Θεός βοηθός. Και ο Σπένγκλερ, επίσης.

Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 24.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ