Πολεις

Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 23.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 23.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Πίσω στα δικά μας. Πίσω στα δικά μας. Πίσω στα δικά μας. Λοιπόν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαζα τη γάτα μας από το σπίτι, όχι για να την πάω στον γιατρό για τα εμβόλιά της, ή για χτένισμα όταν οι κόμποι στη γούνα της ξεπερνούσαν τις δικές μου δυνατότητες ανάταξής της. Το είχα ξανακάνει. Είχε το δικό της ειδικό περιστήθιο —μια καλά μελετημένη αρπάγη από την οποία τής ήταν αδύνατον να ξεγλιστρήσει— και τον δικό της οδηγό. Είχαμε ξαναβγεί στον δρόμο, οι δυο μας, τις μικρές ώρες της νύχτας, χωρίς κίνηση αυτοκινήτων να την τρομάζει και χωρίς περαστικούς να μας ενοχλούν, μέσα στο κρύο σκοτάδι που ανατρίχιαζε τη γούνα της σαν χάδι και έφερνε ένα χαμόγελο ευφορίας σε εμένα που το αγαπώ —φρικιώ με τη ζέστη—, όχι από παραξενιά αλλά για να απολαύσει τις κρυφές χαρές ενός κυνηγιού που, μπορεί μεν να μην είχε ευτυχή και αιματηρή κατάληξη, καθώς δεν θα τα κατάφερνε τελικά να σκοτώσει ένα ποντίκι, ένα φίδι, ή ό,τι άλλο ονειρευόταν στον ύπνο της, αλλά τουλάχιστον της παρείχε για όσο λίγο διαρκούσε —δέκα ή είκοσι λεπτά— την ψευδαίσθηση πως, παρ’ όλη την τρυφή, εξακολουθούσε να είναι ένας μεγάλος κυνηγός, ένας αρχαίος παντοδύναμος θηρευτής. Κι αν στην αρχή δεν το ήθελε, κι αν κρυβόταν σε απίθανες γωνιές του σπιτιού για να μην την πιάσω, κι αν συστρεφόταν και πάλευε με όλη της τη δύναμη, κι αν δυσφορούσε με το άβολο εκείνο σύστημα από λουριά που ασφάλιζαν στις μασχάλες και στη ράχη της στερώντας της κάθε δυνατότητα απόδρασης, κι αν γαντζωνόταν με τα νύχια της από τα ρούχα μου, προσπερνώντας εύκολα το ύφασμα και φτάνοντας ώς τη σάρκα, βαθιά, σκίζοντάς τη, σιγά-σιγά καταλάβαινε πως ήταν προς το συμφέρον της όλο αυτό, και έπαψε να είναι τόσο αρνητική, αν και χωρίς να βάλει, βέβαια, τα κοφτερά της νύχια στις θήκες τους: ένα μικρό, ένα ελάχιστο αντίτιμο, αν το καλοσκεφτόταν, για να τα καταφέρει να βγει επιτέλους έξω, για να το σκάσει για λίγο από τον πολιτισμό του καναπέ και της αμμολεκάνης, για να δει και να βιώσει την πραγματικότητα του κόσμου, αυτού του άλυτου μυστηρίου που της φούντωνε τη γούνα και την περιέργεια, που πλημμύριζε έξοχες δυνατότητες, και που υποσχόταν δράση, αναζήτηση, κίνδυνο, ωραία, καυτά θηράματα, και αίμα που κοχλάζει και σου ζεματάει το στόμα.

Αυτή τη φορά, όπως παρά ταύτα το περίμενα —κι ας μην πίστευα, μόλις μια μέρα πριν, πως θα μπορούσα ποτέ να γίνω μάρτυρας του γεγονότος, ή πως θα περνούσε ποτέ καν από το μυαλό μου η πιθανότητα—, στάθηκε να την ντύσω με εκείνο το σαμαράκι που υποσχόταν ασφάλεια, χωρίς να δυσανασχετεί ούτε στο τόσο, και χωρίς να αμύνεται. Χωρίς καν να ξεθηκαρώσει τα νύχια της. Σχεδόν με βοηθούσε να της το φορέσω. Ήταν κάτι άλλωστε που ήθελε να το κάνει, σωστά; Κάτι που το είχε ζητήσει η ίδια. Είχα περάσει τη μισή μου ημέρα σκεπτόμενος ακριβώς αυτό: πώς ήταν ποτέ δυνατόν να ζητάει οτιδήποτε αυτό το ζωάκι, ή να ξέρει οτιδήποτε, ή να έχει τη νοημοσύνη και εντέλει τη δυνατότητα να μου το μεταφέρει… Ή αν, εντέλει —πράγμα πολύ καθησυχαστικό κατά τα άλλα—, όλα αυτά δεν ήταν παρά κάτι που είχε γεννήσει το ταραγμένο μου μυαλό, η εύθραυστη ισορροπία του νου μου από τη στιγμή που είχα αντιληφθεί —μόνος εγώ, δυστυχώς, μόνο εγώ μέσα σε τόσο κόσμο— τι συνέβαινε στη γειτονιά μας, που μόνο η συλλογική μας αυταπάτη αντιλαμβανόταν σαν ήσυχη και ράθυμη. Ήξερα, αν μη τι άλλο, πολύ καλά πως, από εκατό τυχαία επιλεγμένους ανθρώπους που θα ρωτούσα, δεν θα βρισκόταν ούτε ένας για να με υπερασπιστεί. Ούτε ένας. Όλοι θα με κοιτούσαν με ειρωνεία, με οίκτο, και κάποιοι με φόβο. Το ήξερα καλύτερα και από τους ίδιους. Αλίμονο, δεν τους κατηγορώ. Μπορούσα κι ΕΓΩ να αντιληφθώ το μέγεθος της καθαρής, ατόφιας τρέλας που χρειαζόταν για να πιστέψει κανείς έστω και το ένα τοις εκατό από όσα πίστευα —και φοβόμουν, και έτρεμα— αν δεν είχε τα στοιχεία που είχα εγώ στα χέρια μου, όλα αυτά που με είχαν αναγκάσει να… να αλλάξω, από τη μια μέρα στην άλλη. Και, όχι, δεν εννοώ βέβαια την «ευαισθησία» να τα διακρίνει μέσα στο ημίφως της καθημερινότητας και της αμεριμνησίας μας —δεν με χαρακτηρίζει καμία τέτοια ποιότητα, ούτε τώρα ούτε ποτέ, κι ας μην είμαι τυφλός απέναντι στις κοινωνικές αλλαγές—, αλλά τα στοιχεία απλά, τα στοιχεία σκέτα. Τα στοιχεία: την ξεκάθαρη επιθετικότητα και τις υπόγειες δράσεις του Σπιτιού.

Ανατρίχιασα καθώς προσάρμοσα με ένα κλικ τον οδηγό στο περιστήθιό της, ενώνοντάς τη μαζί μου. Εκείνη, ακούγοντας τον ήχο, στράφηκε και με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια, με μια δόση ήπιας ανυπομονησίας και λαχτάρας στο βλέμμα. «Τι συμβαίνει;» της είπα. «Τι θα δούμε εκεί; Τι θα μας συμβεί;» Δεν μου απάντησε. Ευτυχώς. Ξεροκατάπια και κοίταξα γύρω μου, τον χώρο όπου είχαμε περάσει όλη μας την ημέρα —με δύο μικρά διαλείμματα για βόλτα, φυσικά προς το σιντριβάνι—, όπου οι προμήθειες για την ορεινή διαβίωσή μου ήταν ακόμα απλωμένες φύρδην-μίγδην στο πάτωμα, καλύπτοντας σχεδόν κάθε τετραγωνικό του χώρου. Οι τελευταίες είκοσι ώρες είχαν περάσει αργά και βασανιστικά, καθώς σερνόμασταν όλοι μαζί από την πολυθρόνα δίπλα στην κλειστή μπαλκονόπορτα μέχρι το κρεβάτι και πάλι πίσω, κάνοντας πού και πού, εγώ, κάποιες προσπάθειες να διαβάσω κάτι, ή βλέποντας ανόρεχτα, όλοι μαζί, παλιά σίριαλ στην τηλεόραση, και μασουλώντας επίσης ανόρεχτα το φαγητό μας. Όλη η Τρίτη πήγε στα χαμένα, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τα σκυλάκια μας με ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινα με την ουρά πεσμένη, με μικρά βιαστικά βήματα, κοιτώντας το πάτωμα, χωρίς να ζητούν τίποτα, χωρίς να ενοχλούν, χωρίς να παίζουν καν μεταξύ τους, ξέροντας ακριβώς πώς ένιωθα. Ρουφούσαν με το δέρμα τους όλα μου τα συναισθήματα, τα ξεκολλούσαν από την ψυχή μου και τα έκαναν δικά τους, με εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν οι σκύλοι, εκείνο το παράδοξο, θεϊκό χάρισμα, να παίρνουν από πάνω σου τη στενοχώρια, να την ενσωματώνουν, και να τη σβήνουν μέσα τους — ακόμη κι αν τους βαραίνει το φάντασμά της για πάντα, ακόμη κι αν γίνεται ένας μουντός όγκος που τα κατατρώει σιωπηλά, λίγο-λίγο. Άλλες πάλι φορές, ένιωθα το παράπονο στα μάτια τους —τους ήταν αδύνατο να μου το κρύψουν άλλο— και άπλωνα το χέρι μου να τα χαϊδέψω. Δέχονταν το χάδι μου με ευγνωμοσύνη, αναριγώντας. Και τώρα, χαράματα Τετάρτης πια, κοιτούσαν εμάς τούς δυο να πηγαίνουμε προς το χολ χωρίς να καταλαβαίνουν, χωρίς να μπορούν να ξέρουν, χωρίς να είναι σε θέση καν να διαμαρτυρηθούν. Κάτι βαρύ τα εμπόδιζε ακόμη και να έρθουν και να μπερδευτούν στα πόδια μου, έτσι όπως κρατούσα τη γάτα μας αγκαλιά και τραβούσα τον σύρτη για να ανοίξω την πόρτα. Αν οι σκύλοι έκλαιγαν με δάκρυα, σαν κι εμάς, θα είχαν μουσκέψει και τα τρία το πρόσωπό τους.

* * *

Από τότε έχουν περάσει δύο ώρες όλες κι όλες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μέσα μου αυτές οι δύο ώρες μοιάζουν με βουνό — ένα φλογισμένο βουνό, μια Κόλαση φωτιάς. Κι αν τώρα στέκομαι εδώ, δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τα κατεβασμένα στόρια, με έναν ήδη κρύο καφέ στο χέρι, φαινομενικά ήσυχος, σχεδόν ατάραχος, κι αν είμαι εδώ και κρατώ αυτές τις σημειώσεις, εξακολουθώ να νιώθω την κάψα του πύρινου μετώπου που χωρίζει το τότε από αυτήν εδώ τη στιγμή. Κάτι, μάλιστα, που με εμποδίζει —κι αυτό είναι που έχει σημασία— να διακρίνω ακριβώς τι συνέβη, τι ήταν αυτό που με έκανε να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στο μικρό μας διαμέρισμα, με όλη αυτή την τρομερή αταξία στο πάτωμα, αλλά και με τα θερμά σώματα από τα τρία αναστατωμένα σκυλάκια μας ολόγυρά μου.

Ας είναι. Βγήκαμε στον δρόμο και κοίταξα με προσοχή δεξιά και αριστερά στο στενό μας, μην τυχόν και υπήρχε κανείς εκεί που να με παρακολουθεί. Δεν υπήρχε κανείς. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, γεμάτη κάπνα, και μύριζε άσχημα. Έγλειψα τα χείλη μου και γεύτηκα την αγωνία που με έτρωγε. Αλλά θα την κατανικούσα, γιατί είχα μια αποστολή μπροστά μου. Κάτι που ήταν να κάνω. Και δεν ήμουν μόνος σ’ αυτό. Είχα βάψει με φαρδιές μαύρες πινελιές τα μάγουλά μου, φορούσα επιχειρησιακά ρούχα εφόδου, είχα βάλει ακόμη και τον ορειβατικό σκούφο μου στο κεφάλι παρά τη ζέστη, είχα φορτώσει με φακούς και εργαλεία τις τσέπες μου, και είχα περάσει καλού-κακού στη ζώνη μου ένα από τα στρατιωτικά μαχαίρια που είχα παραλάβει χθες, κι ας ήξερα κατά βάθος πως οι κίνδυνοι που θα συναντούσαμε δεν αντιμετωπίζονταν με συμβατικά μέσα. Ένιωθα τα πόδια μου βαριά στα καινούργια ορειβατικά μου μποτάκια, και όλο μου το σώμα δυσπιστούσε μπροστά σ’ αυτό που ήταν να κάνουμε. Αλλά: δεν ήμουν μόνος σ’ αυτό.

Άφησα τη γάτα μας στο πεζοδρόμιο, κρατώντας σφιχτά στο γαντοφορεμένο μου χέρι τη λαβή του οδηγού. Κι εκείνη, αφού μύρισε λίγο τα λερά πλακάκια καμπουριάζοντας στιγμιαία τη ράχη της, άρχισε να βαδίζει προς την άκρη του στενού — προς το τέλος του — προς τη φοβερή γωνία. Σαν να ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Δεν μπορούσα παρά να την ακολουθήσω, λοιπόν. Και αυτό ακριβώς έκανα.

Διασχίσαμε εκείνα τα πενήντα μέτρα μέσα σε απόλυτη ησυχία. Εγώ τρέμοντας ολόκληρος και ιδρώνοντας μέσα στη στολή μου, κι εκείνη γλιστρώντας στο πεζοδρόμιο σαν ψάρι που κολυμπά μαζί με το ρεύμα του ποταμού. Και έπειτα φτάσαμε. Στη γωνία. Αριστερά μας, έχασκε το Σπίτι. Όμως δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που άρπαξα τη γάτα μας και γύρισα εδώ, τρέχοντας, με την ανάσα μου πιασμένη και με την καρδιά μου να σφυροκοπά μέσα στο στήθος μου. Ήταν εκείνοι οι άλλοι. Όχι φύλακες του Σπιτιού. Όχι σύμμαχοι. Όχι ανίεροι ένοικοι εκείνου του βδελυρού κτιρίου. Αλλά άνθρωποι σαν κι εμένα. Γείτονες. Ήταν ντυμένοι αλλόκοτα, όπως κι εγώ, και τα βαμμένα πρόσωπα όλων τους ήταν επίσης σαν το δικό μου: μεταμορφωμένα από τον τρόμο. Δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν στοιχειωμένοι από εκείνη τη σκοτεινή δύναμη πέρα από τον χρόνο. Ήταν άνθρωποι —πέντε με έξι— σαν κι εμένα. Γείτονες.

Γείτονες που είχαν κατέβει κι αυτοί, με μια γάτα ο καθένας μαζί του, και είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από το Σπίτι, πολιορκώντας το έντρομοι.

Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 23.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ