Πολεις

Το ημερολόγιο της Τρίτης | 01.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Δεν είμαι μόνος στην πόλη, αλλά αισθάνομαι έτσι. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Όσοι απομείναμε από τους μόνιμους κατοίκους, είμαστε μια μικρή μειονότητα. Βγάλε τους τουρίστες από τη μέση. Που, έτσι κι αλλιώς, ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα. Τους λυπάμαι, να πω την αλήθεια. Περπατάνε κάθε μέρα όλο και πιο νωθρά, όλο και πιο βαριεστημένα κι αυτοί, αποβλακωμένοι από τη ζέστη, ιδρωμένοι, αποκαρωμένοι — έτσι δεν το λένε; Και νιώθω κι ενοχές από πάνω εξαιτίας τους: αυτοί που τους εξυπηρετούν, το κάνουν μόνο και μόνο επειδή θα έχαναν τη δουλειά τους αλλιώς, τα μαγαζιά τους θα έκλειναν και θα έμεναν άπραγοι. Τα χαμόγελά τους είναι παγωμένα —ας είναι και κάτι παγωμένο σ’ αυτό το τοπίο, δεν λέω—, οι τρόποι τους σχεδόν ρομποτικοί, τα πάντα επάνω τους αναμενόμενα και τυποποιημένα, νωθρά, γιατί θαρρείς κι αυτοί, οι τουρίστες —και όχι η δουλειά που τους προσφέρεται: τι παραδοξότητα—, είναι ο λόγος που οι ίδιοι ξέμειναν στην πόλη. Αν έλειπαν, αν είχαν μείνει σπίτι τους, αν είχαν πάει οπουδήποτε αλλού, κάπου μακριά από δω, δεν θα απέμενε κανένας λόγος να μείνουν στην πόλη, θα πήγαιναν κι αυτοί στη θάλασσα, στο χωριό τους, σε ένα οποιοδήποτε χωριό, κάπου που να έχει σκιά.

Το σκέφτομαι συνέχεια αυτό: οι διακοπές είναι η τάση του ανθρώπου να πηγαίνει σε ένα μέρος που το καίει ο ήλιος, για να ψάξει επιτόπου να βρει το μοναδικό μέρος που έχει σκιά, μπας και προφυλαχτεί από δαύτον. Τρέχουν προς τον ήλιο, αλλά μόλις τον φτάσουν ζαρώνουν κάτω από ένα «αρμυρίκι», αν το λέω καλά, κάτω από έναν πλάτανο τέλος πάντων, μιαν ελιά, μια κρεβατίνα, ή μια ομπρέλα. Συνήθως δεν υπάρχουν πλάτανοι, και δεν ξέρω τι γίνεται μ’ αυτά τα «αρμυρίκια» (δεν ξέρω τι δέντρο είναι), αλλά οι ομπρέλες… Θεέ μου οι ομπρέλες. Η βροχή είναι κάτι που σου συμβαίνει, κάτι που δεν μπορείς να το αποφύγεις — πας στη δουλειά σου, πας σε ένα θέαμα, πας μιαν επίσκεψη, και εν πάση περιπτώσει ανοίγεις την ομπρέλα σου για να προστατευτείς. Αλλά οι ομπρέλες του ήλιου… Πας στον ήλιο, αλλά κάθεσαι κάτω από μια ομπρέλα για να τον αποφύγεις. Και για να προστατευτείς, επίσης, καθώς ο ήλιος καίει, ζεματάει, σε γεμίζει ύποπτα σημάδια. Πας στον ήλιο επιτούτου, και μετά αλείφεσαι με after sun και after burn. Δεν ξέρω. Δεν το καταλαβαίνω. Όλη αυτή τη σπουδή, όλο αυτό το ανάποδο πράγμα, τη σωρεία λαθών.

Διάβαζα κάπου πως οι πρώτοι που έκαναν διακοπές όπως τις εννοούμε εμείς—να πας κάπου για να κάνεις ό,τι και στο σπίτι σου αλλά αφού πρώτα υποστείς μία εξουθενωτικά μεγάλη ταλαιπωρία, ταλαιπωρία που σε περιμένει και στην επιστροφή, και δη πολλαπλασιασμένη επί τον αριθμό των ημερών που έλειψες— ήταν, λέει, οι Ρωμαίοι, και αυτό μόνο αφού κατέκτησαν όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αλλά μετά από ελάχιστα χρόνια αυτή η συνήθεια ατόνησε, καθώς ένας μακρύς Μεσαίωνας άπλωσε τα φτερά του πάνω από τον κόσμο. Δεν ήταν πολύ υγιές να μετακινείσαι, οι πιθανότητες να γυρίσεις πίσω περιορίζονταν αρκετά από την πραγματικότητα των σκοτεινών χρόνων, στον δρόμο καραδοκούσαν άνθρωποι με στραβά χαμόγελα και λειψά δόντια, έτοιμοι να σου κόψουν τον λαιμό. Και συχνά σ’ τον έκοβαν. Κάποιοι βασιλείς, ορισμένως, πήγαιναν στα θερινά ανάκτορα, για να κάνουν ό,τι έκαναν και στα χειμερινά, ενώ ποιητές, αρχαιομανείς, πριγκιπόπουλα, ιδαλγοί, ιεραπόστολοι, επαναστάτες και τυχοδιώκτες έκαναν μακρινά ταξίδια για να «βρουν τον εαυτό τους», να μεγαλώσουν, να ενηλικιωθούν, να «ανδρωθούν» —οι γυναίκες απαγορεύονταν, ξέρεις—, ή απλώς για να πιουν, να παίξουν κάπως άγρια με το σπαθί τους, να οργανώσουν κάποιαν εξέγερση ανάμεσα σε δυο μεθύσια, να προσηλυτίσουν τους κανίβαλους κ.ο.κ.

Το μεγάλο κακό ξεκίνησε κάτι λιγότερο από ενάμιση αιώνα πριν από τις μέρες μας, λένε πάλι· και νομίζω πως κορυφώθηκε ήδη. Πλέον, με δεδομένη την αδυναμία αναστροφής της κλιματικής κρίσης για όσους ζούμε σήμερα, θα ατονήσει κι αυτό ραγδαία. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ξαλεγράρουν κάπως οι εργαζόμενοι για να μπορούν να είναι για περισσότερο καιρό αποδοτικοί, αλλιώς ήταν φύρα: πάνω που μάθαινες να χειρίζεσαι το μηχάνημα, πέθαινες — ασύμφορο. Η κάπνα στις πόλεις σε κατέστρεφε, οι πάντες πέθαιναν γέροι πριν τα πενήντα τους, τους έθαβαν στα γρήγορα και στα μουλωχτά ρυτιδιασμένους και με καμένα πνευμόνια, λες και ο κόσμος ζούσαν ακόμη σε περίοδο πανώλης, μαύρου θανάτου. Ήταν καλό, έτσι, για όλους να πας στο μαγικό βουνό — ψέματα: στη μαγική θάλασσα, στην παραλία, στην ακρογιαλιά, στην πλαζ, στα μπάνια. Και από ένα σημείο και μετά —ειδικά μετά τον ΒΠΠ— ήταν και σχετικώς φτηνό, ήταν «για όλους». Ο σιδηρόδρομος να ’ναι καλά, δεν πήγαινες δα με το γαϊδούρι. Και αργότερα το ΚΤΕΛ, για τον χειρότερο τύπο διακοπών: την εκδρομή. Και ήταν και αποδοτικό: ξόδευες λεφτά στα ξενοδοχεία που χτίστηκαν στο άλλο άκρο της ράγας, ξόδευες λεφτά στα τυχερά παιχνίδια στα καζίνα και τις λέσχες και τα λούνα-παρκ που άνοιγαν εκεί, ξόδευες λεφτά στα παιχνίδια που αγόραζες για τα παιδιά σου —παιχνίδια φτιαγμένα στα ίδια τα εργοστάσια όπου δούλευες—, ξόδευες εν πάση περιπτώσει ένα ικανό μέρος από τις οικονομίες σου, και αργότερα ένα ικανό μέρος από τις οικονομίες σου συν το επίδομα αδείας που διεκδίκησες και σου εδόθη — μια χαρά. Ακόμη και αν δεν ξαλάργευες όσο θα ’θελες, ούτε κατά διάνοια, έπρεπε να φαντάζεσαι πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα με σένα. Ότι είχες πάρει μια βαθιά ανάσα.

Λοιπόν, δεν την είχες πάρει. Επίσης: ποτέ δεν την παίρνεις. Ή μάλλον, όταν την παίρνεις είναι πια πολύ αργά, γιατί —λυπάμαι— δεν θα πάρεις άλλη.

Ας είναι. Οι άνθρωποι, ό,τι και να πεις, αγαπούν τις διακοπές, εγώ πάλι όχι, γιατί να είμαι τόσο κακός; Έλεγα ωστόσο για τους τουρίστες, που γυρνούν αποχαυνωμένοι από τη ζέστη, αυγουστιάτικα, μέσα στην πόλη, σαν πλήρωμα καραβέλας που αποβιβάστηκε σε ακόμη ένα λάθος νησί, σε ακόμη μία λάθος ήπειρο. Δεν είναι οι Ινδίες εδώ, είναι μια μικρή Αμερική. Συγγνώμη. Δεν θέλω να πω πως ενοχλούμαι βλέποντάς τους να γυρνάνε με εμπριμέ βερμούδες και λινά πουκάμισα, διαφανή παρεό και ψαθάκια, αν και ενοχλούμαι, δεν θέλω να πω πως δεν είναι ο Πολ Μπόουλς και πως εδώ δεν είναι το Μαρόκο. Ή η Χανιώτη. Δεν είναι καν Η ΘΑΛΑΣΣΑ, οποιαδήποτε θάλασσα, η θάλασσα είναι αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα παρέκει, ή και εκατοντάδες, γιατί σάς έφεραν εδώ; Ποιος; Τι του έχετε κάνει; Θεέ μου.

Η μόνη ώρα της ημέρας που δεν τους βλέπω είναι η πρώτη μας πρωινή βόλτα, στις 5 το πρωί. Είναι η δικιά μας ώρα αυτή. Ούτε τουρίστες, ούτε οι λιγοστοί ντόπιοι που έχουμε απομείνει, οι μισοί για να εξυπηρετούν τους τουρίστες —η πόλη, στο κάτω-κάτω, απ’ αυτούς ζει— και οι άλλοι μισοί επειδή ξέμειναν εδώ. Και εγώ, βέβαια, εγώ που δεν θέλω να φύγω γιατί τα πράγματά μου είναι εδώ, η ζωή μου είναι εδώ, το σπίτι μου είναι εδώ, και δεν προλαβαίνω τίποτε από όσα βουίζουν μέσα στο μυαλό μου. Ναι, είναι η πιο ωραία ώρα της ημέρας, η πιο αναζωογονητική. Μπορεί να με ενοχλούν τα παιδιά που ξέμειναν στο μπαρ απέναντι και κάθονται ακόμα έξω, στα τραπεζάκια ή όρθιοι, με μια ξεθυμασμένη μπίρα στο χέρι, και λένε φωναχτά ανοησίες (αν δεν λες ανοησίες στις πέντε η ώρα που χαράζει έξω από ένα μπαρ, δεν πρέπει να ξαναπάς σε μπαρ), αλλά τους προσπερνάμε γρήγορα και πάμε να ανακουφιστούμε παραπέρα — έστω, τα σκυλιά, όχι εγώ. Αν ήθελα να το τραβήξω, θα έλεγα πως αυτές οι βόλτες είναι οι δικές μου διακοπές. Απλώς δεν έχουν ήλιο, και αρμυρίκι. Αλλά γι’ αυτό και δεν χρειάζομαι after burn μετά. Κι αυτό είναι καλό. Πάντως, μπορεί να μη μου τις γεμίζουν, αλλά τις τονώνουν αρκετά. Τις μπαταρίες μου. Ίσως είμαι ρομπότ.

Και λοιπόν είναι μόνο αυτό το πρωινό μισάωρο που δεν βλέπω τουρίστες όταν βγαίνω από το σπίτι. Εκτός από σήμερα. Γιατί άνοιξε αυτό το Airbnb στην παραδιπλανή πολυκατοικία, και για κάποιον απίθανο λόγο —που δεν θέλω να μάθω— σήμερα το πρωί είχε. Απέξω, στην είσοδο. Τουρίστες. Καμιά δεκαριά από δαύτους. Στέκονταν όρθιοι, άτονοι, αμίλητοι, νυσταγμένοι ή αγουροξυπνημένοι (δεν κατάλαβα), με βαλίτσες δίπλα τους και σακβουαγιάζ, κοιτώντας το στεγνοκαθαριστήριο απέναντι σαν ζόμπι που κοιτάνε το Λούβρο. Μια γυναίκα μού φάνηκε δακρυσμένη.

Αιφνιδιάστηκα, και πέρασα απέναντι τραβώντας τα τρία επίσης βαριεστημένα και αγουροξυπνημένα σκυλάκια μας μάλλον απότομα από το λουρί. Δεν θέλω να έρχομαι σε επαφή με κόσμο αυτή την ιερή (πώς να το κάνουμε) ώρα. Είναι δική μας. Δική μου. Και της νεραντζιάς που έχω υιοθετήσει στον παράλληλο δρόμο, παραπέρα. Μόνο σ’ αυτήν λέω καλημέρα στην πρωινή μας βόλτα.

Πήγαμε εκεί με το κεφάλι κατεβασμένο, και τις σκέψεις στο κεφάλι μου να οργιάζουν. Τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι εδώ πέρα πρωί-πρωί; Θα έμεναν στην πόλη; Περίμεναν να τους ανοίξουν για να μπουν ή έφευγαν; Από πού ήταν και πώς μας βρήκαν εδώ; Πώς βρίσκει κανείς οτιδήποτε; Από ποια σωρεία συμπτώσεων ένας άνθρωπος που έβγαλε, μόνος αυτός, σε μια μεγάλη, εκτεταμένη πόλη, τρία σκυλιά πρωί-πρωί, αχάραγα, να κάνουν την ανάγκη τους, βρέθηκε να πέφτει επάνω σ’ αυτή τη θλιβερή, μισοκοιμισμένη ομάδα ταξιδιωτών;

Ποτίσαμε τη νεραντζιά, της είπα ψιθυριστά καλημέρα (αισθάνομαι μια στάλα άβολα όταν τής μιλώ, είναι λογικό) και γυρίσαμε στο σπίτι κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο για να μην ξαναπέσουμε πάνω στους τουρίστες. Όταν φτάσαμε από την άλλη μεριά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας, κοίταξα προς το μέρος τους και δεν ήταν πια εκεί. Δεν ξέρω τι απέγιναν.

Αυτά. Τώρα θα δουλέψω. Πιο μετά, με τον ήλιο να καίει τα πάντα, θα διαβάσω κάτι. Ελπίζω να έχω κουράγιο.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ