Life in Athens

Μανίνα Ζουμπουλάκη: Balthazar, η ιστορία (της Αθήνας)

Το μαγαζί-concept, που άλλαξε τη βραδινή ζωή της πόλης

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 776
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Balthazar, η ιστορία (της Αθήνας)

Η συγγραφέας Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τα αγαπημένα της αθηναϊκά στέκια τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ επώνυμους στο “Balthazar” κι έχω κολλήσει σε μια εικόνα: ο Λάκης Γαβαλάς, με μπρονζέ πουκαμισο-ειδές ανσάμπλ πολύ προχωρημένο, πολύ μαυρισμένος κι ας ήταν αρχές Ιουνίου, με παπούτσια-πλατφόρμες, αγκαζέ με τη Νατάσσα Λιακουνάκου, κούκλα, εξίσου μαυρισμένη και ντυμένη αιθέρια, γερμένη απαλά στο μπράτσο του. Το φόρεμα της Νατάσσας ήταν κρεμ-λευκό, άφηνε τους κοιλιακούς στη φόρα και κυμάτιζε στο ελαφρύ αεράκι. Το θυμάμαι, γιατί κάποιος μου είπε πόσο είχε κοστίσει και δεν έχω συνέλθει ακόμα από το σοκ. 

Μπορεί βέβαια να μην είχε αεράκι καθόλου, να τη βλέπω έτσι τη Νατάσσα λόγω της βραδιάς… που όμως άντε να βρω τώρα τι είδους βραδιά ήτανε: πάρτι γενεθλίων ή επετείου στο “Balthazar”; Γκαλά; Συγκέντρωση πολλών επωνύμων στα χάι τους; Ένα συνηθισμένο βράδυ, αρχές καλοκαιριού, στο κέντρο της Αθήνας, σε έναν κήπο που έμοιαζε (και εξακολουθεί να μοιάζει) πιο εξοχικός και ταυτόχρονα πιο κοσμικός από την Ίμπιζα; 

Για εννέα ευτυχισμένα χρόνια, έμενα σε ένα διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το “Balthazar”. Όταν μετακόμισα εκεί, ο προηγούμενος ένοικος, φίλος δημοσιογράφος Γιώργος Ευσταθίου μου είχε πει «Θα περάσεις υπέροχα τα καλοκαίρια στο μπαλκόνι, αν έχεις κιάλια θα χαζεύεις τον κήπο του “Balthazar”!» Δεν είχα κιάλια. Κατέβαινα όμως στον κήπο του “Balthazar” για ψύλλου πήδημα, διστακτικά τις πρώτες χρονιές, που δεν είχα μάθει ακόμα τα «παιδιά», τους ιδιοκτήτες και εργαζόμενους, πιο τσουπωτά, όσο περνούσε ο καιρός κι έπαιρνα αέρα. Ο Θάνος ήταν στην έξω πόρτα, κι αν είχε ενδιαφέρον το πάρτι, η βραδιά, η ατμόσφαιρα, μου το έλεγε χωρίς να το λέει. Η Τζένη και η Λίζα ήταν στις δημόσιες σχέσεις – κούκλες, και καταπληκτικά κορίτσια. Ο κήπος, δροσερός, περιποιημένος, με κάτι από Αλεξάνδρεια (ήδη νοσταλγικό στα 90s), μου φαινόταν πιο όμορφος στις αρχές κάθε καλοκαιριού, λες κι είχε σημειώσει προόδους μέσα στοn χειμώνα, που το μαγαζί λειτουργούσε μόνο «μέσα».

Balthazar, η ιστορία  (της Αθήνας)

Νωρίς ένα βράδυ καθημερινής, στο βάθος του κήπου πήρα συνέντευξη από τον Νίκο Σεργιανόπουλο. «Μου θυμίζει λίγο τη Δράμα», είχε πει ο Νίκος για τον κήπο σε σχέση με την πατρίδα του, «τυχερή είσαι που μένεις απέναντι, είναι σα να μένεις στη Δράμα!» Στη Δράμα βέβαια δύσκολα συναντούσες μαζεμένους μέσα σε μια βραδιά τη Ζωή Λάσκαρη, τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τον Ντίνο Πετράτο, τη Ναταλία Δραγούμη, τη Βαλέρια Χριστοδουλίδου, τον Νίκο Μουρατίδη, τον Ντέμη Νικολαΐδη, τη Δέσποινα Βανδή, τη Γωγώ Μαστροκώστα, τη Δήμητρα Ματσούκα, τον Κλέωνα Γρηγοριάδη, τον Νίκο Χατζηνικολάου, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, την Ελένη Μενεγάκη, τον Γιάννη Πρετεντέρη, τη Μιμή Ντενίση, τον Τάκη Ζαχαράτο, για να αναφέρω στην τύχη μερικά –πολύ λίγα– ονόματα. Για την ακρίβεια, πουθενά αλλού δεν συναντούσες μαζεμένο τόσο λαμπερό κόσμο που ήξερες αμυδρά ή καλά-καλά, από την τηλεόραση ή τα περιοδικά – σάιτ δεν υπήρχαν ακόμα τότε. Το people watching ήτανε στάνταρ δραστηριότητα για τους μη-διάσημους θαμώνες του “Balthazar”. 

Το οποίο είχε πάντοτε εξαιρετικό φαγητό, όσους σεφ κι αν άλλαζε – αν και τα τελευταία χρόνια έχει δέσει η συνεργασία τους με τον ταλαντούχο Χριστόφορο Πέσκια. Κανένας δεν πήγαινε στο «Β» για ένα ξερό φαγητό, βέβαια (κι ας μην ήτανε ποτέ ξερό, κι ας θυμάμαι ακόμα τα σουβλάκια-κοτόπουλο). Πήγαινες για το χάζι, για ένα-δύο-πέντε ποτά, για την έξοδο, που γινότανε κοσμική ακόμα κι αν ήσουνα με το τζιν, μια και όλοι οι άλλοι ήτανε στην τρίχα. «Με το τζιν» ήσουν επειδή έφτανες κατευθείαν από τη δουλειά, και η δουλειά σου ήτανε σε γυρίσματα σίριαλ, διαφημιστικού ή ταινίας, σε περιοδικά, σε διαφημιστική ή δισκογραφική εταιρεία, σε ραδιόφωνο, τηλεόραση  ή σε εταιρεία παραγωγής. Μιλάμε για πολλά χρόνια χλιδής των Μίντια, μια και το «Β» άνοιξε το 1973. Πέρασε ολόχρυσες εποχές, τις οποίες πέτυχα τσακ-μπαμ, από το 1999, που κατσικώθηκα απέναντί του, μέχρι το 2008, που μετακόμισα...

Το κτίριο είναι υπέροχο, νεοκλασσικό του 1897, κάποτε ήτανε το σπίτι της Κυβέλης. Σε προδιαθέτει σαν ατμόσφαιρα από την ώρα που περνάς τη δαντελωτή σιδερένια πύλη της εισόδου: σαν να μπαίνεις σε άλλη εποχή, μαζί και σε άλλη διάσταση. Οι φωτισμοί είναι πάντοτε οι πιο μελετημένοι, για βραδινό μαγαζί – όλες και όλοι δείχνουμε ωραίοι στο ζεστό φως που με κάποιο τρόπο μιμείται το φως των κεριών. 

Στο «Β» έκανα ένα τουλάχιστον πετυχημένο προξενιό: γνώρισα την αγαπημένη δημοσιογράφο Κάτια Δημοπούλου στον Νίκο Κούλη, οι οποίοι μετά παντρεύτηκαν ωραιότατα. Έκανα κι άλλες συνεντεύξεις εκεί, επειδή μου άρεζε τόσο ο κήπος κι επειδή η μουσική ήτανε στη σωστή ένταση. Έπιασα κουβέντα με τη Μιμή Ντενίση, και τη Ζωή Λάσκαρη, γυναίκες που δεν ήξερα προσωπικά αλλά θαύμαζα ή/και συμπαθούσα. Ίσως έπαιρνα θάρρος επειδή έπινα πολλά φραουλένια Strawberry Daiquiris, και πουθενά δεν έχω πιει καλύτερα. Η Ζωή καθότανε συνήθως στο πάνω αριστερά τραπέζι, μπαίνοντας. Η Μιμή, στο ακριβώς απέναντι, πάλι στην υπερυψωμένη αριστερή πλευρά του κήπου. Τη θυμάμαι ένα καλοκαιρινό βράδυ, πολύ λαμπερή και όμορφη, να τρώει με τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Νίκο Χριστοδουλάκη. Φορούσε ένα ζαχαρί ταγιέρ με χρυσαφένιο πουκάμισο – η Μιμή, όχι ο υπουργός. 

Μερικά βράδια κατεβαίναμε νωρίς, πριν πλακώσει ο κόσμος, με τον (μικρό τότε) πρώτο μου γιο, που τρελαινόταν για το πικάντικο κοτόπουλο-σατάυ του «Β». Ο αέρας μέσα στον κήπο μοσχοβολούσε αρώματα λουλουδιών, και διάσημων οίκων μόδας, όσο περνούσε η ώρα. Το προσωπικό ήτανε άψογο, όλοι οι εργαζόμενοι έμοιαζαν να είχανε έρθει κατευθείαν από μοντελάδικα. Πολλές κανονικές μοντέλες επίσης ερχόντουσαν κατευθείαν από μοντελάδικα – αν πήγαινες αργά, όταν πια το μπαρ ήταν γεμάτο, έψαχνες με αγωνία κάπου να καθίσεις για να μην αισθάνεσαι η κοντύτερη κοντή εκεί μέσα. Μιλάμε πάντα για την εποχή της χλιδής των Μίντια-και-όχι-μόνον, 80s-90s-00s… όταν τα καλοκαίρια στο «Β» έμοιαζαν με γυαλιστερά εξώφυλλα περιοδικών, με πλατό φωτογραφήσεων ή γυρισμάτων, με υπερπαραγωγές φροντισμένες ως την τελευταία λεπτομέρεια. Με το “Frankie & Grace”, για να μας φέρω στο Σήμερα. 

Τη μέρα που μετακόμισα, βρήκα σ’ ένα συρτάρι πράγματι ένα ζευγάρι κιάλια. Τα παράτησα στο μπαλκόνι του άδειου διαμερίσματος, απέναντι από το «Β», ανάμεσα στις δύο τεράστιες γλάστρες του Γιώργου Ευσταθίου, που δεν κατάφερα να τις κουβαλήσω στο καινούργιο σπίτι. Ελπίζω κάποιος να τα χρησιμοποιεί αυτά τα κιάλια. Για να χαζεύει τον ωραίο, καλοκαιρινό κήπο του «Β» φέτος, κι όλα τα επόμενα λαμπερά καλοκαίρια του… 

* Η Μανίνα Ζουμπουλάκη είναι συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ