- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Γιώργος Φλωράκης: Ρόδον Live - Regina Rosas Amat
«Δεν ήταν εύκολο να θεωρείς το Ρόδον δεύτερο σπίτι σου»
Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Φλωράκης γράφει για το θρυλικό Ρόδον Live, τον ιστορικό συναυλιακό χώρο της Αθήνας, που δεν υπάρχει πια.
Στην αρχή, ένας κινηματογράφος β΄ προβολής και μια αποθήκη ηλεκτρικών συσκευών. Ύστερα, ένα μεγάλο υποκατάστημα supermarket. Κι ενδιάμεσα, ο τόπος που μας πρόσφερε απλόχερα την προσωπική μας ταυτότητα και τη συλλογική μας συνείδηση.
Από Πετράλωνα μέχρι Θησείο δεν πιάνεται, είναι πάνω-κάτω η αυλή σου. Ύστερα ανεβαίνεις Ερμού για να πιάσεις την Αθηνάς και μετά, δεξιά μέχρι την Ομόνοια. Στην τσέπη ένα cd-walkman, από εκείνα που συνηθίζονταν την εποχή πριν από τα κινητά με το cd του συγκροτήματος της βραδιάς, έτσι για να φτιάχνεις ατμόσφαιρα. Τρίτης Σεπτεμβρίου κι έφτασες. Κόσμος μαζεμένος απ’ έξω, συζητήσεις, υποψία ντου, κάποιοι που θέλουν να πουλήσουν εισιτήριο, κάποιοι που ζητιανεύουν εισιτήριο, κάποιοι που απλώς πέρασαν, τέτοια πράγματα…
Ήμουν τυχερός άνθρωπος. Την εποχή που ξεκινούσε το Ρόδον, τον Νοέμβρη του 1987, δούλευα σε δισκοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας. Πουλούσαμε και εισιτήρια, οπότε έσκαγαν προσκλήσεις σχεδόν για τα πάντα. Μετά, από τις αρχές των 90s ήμουν (και) στον Ηχώ FM, οπότε έρχονταν προσκλήσεις κι από ‘κει. Ύστερα, από το ’93, τα περιοδικά, Ποπ+Ροκ, Metal Hammer, κι έτσι κύλησαν οι καλές εποχές στο 24 της οδού Μάρνη. Αν δεν ήσουν τόσο τυχερός έπρεπε να κάνεις αιματηρές οικονομίες και οδυνηρές επιλογές. Δεν έβγαινε αλλιώς. Δεν ήταν εύκολο να θεωρείς το Ρόδον δεύτερο σπίτι σου.
Θυμάμαι που ήταν μαύρο, θυμάμαι που είχε την απόλυτη κάπνα. Θυμάμαι που η σκηνή ήταν στο τέλειο ύψος. Θυμάμαι τη σκάλα που σε ανέβαζε στον εξώστη, τα πλαστικά ποτήρια της μπίρας, την αναμονή για τις μπάντες που αγαπούσα, την πρώτη ματιά σε μπάντες που δεν ήξερα καλά, μερικές μουσικές (και όχι μόνο) απογοητεύσεις, τον dj στ’ αριστερά κι ύστερα πάνω. Θυμάμαι που, αν δεν κάπνιζες, καλύτερα να ήσουν στο φουαγιέ. Θυμάμαι που, όταν καλοκαίριαζε, καλύτερα να έμενες στο πρώτο σου σπίτι, το κανονικό.
Η Ελλάδα ήταν μια χώρα εκτός συναυλιακού χάρτη πριν από το Ρόδον. Ο χειμώνας ήταν ημιθανής με κάτι ψιλά στο Σπόρτινγκ και μόνο το καλοκαίρι είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον με τον Λυκαβηττό και μερικά ακόμη ανοιχτά μέρη. Με το που άνοιξε το Ρόδον και ειδικά στα 90s, οι χειμώνες ήταν γεμάτοι συναυλίες, τρεις φορές την εβδομάδα κάτι φορές, μπέρδευες τις μέρες, άλλο περίμενες κι άλλο σου ’βγαινε. Αν είχες πρόσκληση, ήξερες τι cd να βάλεις στο player. Αν δεν είχες πρόσκληση, έπαιρνες τηλέφωνο στη φάση, «Ρε Μαίρη, τι παίζει σήμερα»; κι εκείνη, εκτός που σήκωνε όλα τα τηλέφωνα, ήξερε να σου πει ακόμη κι αν η μπάντα ήταν καλή από το sound check που είχε ακούσει.
Αρκεί να βρισκόσουν εκεί. Μπροστά αν ήθελες να χτυπηθείς, πάνω αν ήθελες να παρακολουθήσεις, στο φουαγιέ αν ήθελες να κάνεις δημόσιες σχέσεις, στο μπαρ αν ήθελες να πιεις, backstage αν είχες πάρει την τελευταία συνέντευξη, στα σκαλιά αν βαριόσουν τη ζωή σου. Η σχέση με τη ζωντανή μουσική κρατιόταν ζεστή, τα βράδια της Αθήνας των 90s.
Στα sold out ανέπνεες το υπέροχο χάος του rock n’ roll: Motorhead, Τρύπες, Iggy Pop, Ramones, μια κόλαση χωρίς επιστροφή, να γίνεσαι κομμάτι ενός και μοναδικού τεράστιου σώματος, πέρα-δώθε μπρος-πίσω σχεδόν μέχρι την είσοδο, δηλαδή όσο πέρα-δώθε, μπρος-πίσω ήταν εφικτό με τέτοιον συνωστισμό. Θυμάμαι έναν ή δύο απίθανους Cave στο όριο, θυμάμαι το δερμάτινο σετάκι του Blixa, θυμάμαι που στο “Mercy Seat” δεν έβλεπα το δεξί χέρι του Mick Harvey –τόσο γρήγορα έπαιζε–, θυμάμαι τον Cave στη φάση «φίλε, δεν θα τη βγάλει καθαρή». Ήταν σαν εκείνο το club να τον ανέβαζε στα φτερά του.
Θυμάμαι τις απίστευτες κιθάρες του Gravenites με τον Cipollina, δεν θα πίστευα ότι τις είχα ακούσει αν δεν είχε βγει εκείνος ο δίσκος με το “Walking Blues” και το “Born In Chicago”, θυμάμαι τον Nikki Sudden να πίνει εις υγείαν της προ αιώνων νεκρής Γαλλικής Επανάστασης σ’ ένα σχεδόν άδειο Ρόδον, θυμάμαι τον Peter Hammill στο “Too Many Of My Yesterdays”, τον Jonathan Richman να γίνεται ένας από τους μουσικούς της ζωής μου, τα Κρίνα, τη Λευκή Συμφωνία, τους Fall του Mark E. Smith, τον Greg Sage με τους Wipers, τους Mano Negra, τους Sonic Youth κι αργότερα την Kim με τη Lydia Lunch ως Harry Crews (ναι, από τότε αγαπούσα τα obscure σχήματα), τον Bevis Frond σχεδόν σαν σε όνειρο, τη Marianne Faithfull, τους Walkabouts, τον Steven Wilson με τους Porcupine Tree…
Ήταν ακόμη και τα παζάρια των δίσκων. Ένας τρόπος να επανασκηνοθετήσεις τον χώρο, να πιείς μπίρα το μεσημεράκι ή το απόγευμα, να μαζέψεις μερικούς από τους δίσκους που σου έλειπαν και να συναντήσεις κάποιους φίλους.
Θυμάμαι το φουαγιέ. Συχνά μαζευόμασταν όσοι γράφαμε σε περιοδικά ή παίζαμε σε ραδιόφωνα κι ανταλλάσσαμε απόψεις για τα καινούργια album, για τις καινούργιες τάσεις, συχνά σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Παρακολουθούσαμε δυο ή τρία τραγούδια, όση ώρα περιμέναμε στο bar για τον επόμενο γύρο με μπίρες. Αν ήξερα πόσο θα νοσταλγούσα, δεν θα ξεκόλλαγα μπροστά απ’ το αριστερό ηχείο.
Το ότι το Ρόδον στάθηκε ο πιο σημαντικός χειμερινός συναυλιακός χώρος στην Ελλάδα είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, που ελάχιστη σημασία έχει να το επισημάνεις σήμερα. Το Ρόδον ήταν πάνω απ’ όλα το σημείο που χτίστηκε η ταυτότητα του καθενός από εμάς, ως μουσικόφιλου, ως ανθρώπου που δηλώνει πίστη στο rock n’ roll, ως ανθρώπου που διάλεξε να ζει μια ολόκληρη –ή έστω μια παράλληλη ζωή– ακούγοντας δίσκους και παρακολουθώντας συναυλίες. Ταυτόχρονα, έγινε ο τόπος όπου καθιερώθηκε μια ιδιότυπη συλλογική συνείδηση, ένα ισχυρότατο rock «εμείς», που δεν τελείωσε μαζί με το Ρόδον αλλά μας συνδέει ακόμη και σήμερα. Είμαστε μια φαντασιακή κοινότητα προσώπων, που αναγνωρίζονται ως μέλη μιας πολύ ιδιαίτερης μουσικής συνομοταξίας. Είναι αστείο αλλά χαιρετιόμαστε ακόμη και τώρα, αν τύχει να διασταυρωθούμε πουθενά.
Ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις το Ρόδον ήταν να πηγαίνεις μόνος και να επιστρέφεις μόνος. Πάντα με τα πόδια. Στα Πετράλωνα με ευκολία, στη Νέα Σμύρνη και τα Πατήσια, κάπως πιο δύσκολα. Τις δύο φορές που μ’ έφεραν τα πόδια μου στο 24 της Μάρνη, μετά το τέλος των ένδοξων εποχών, μπήκα στο super market, προσπαθώντας να ανασυνθέσω τον χώρο, όπως τον είχα ζήσει. Δεν ήταν δύσκολο: εκεί η σκηνή, εδώ τα σκαλιά, ο εξώστης όπως ακριβώς τον είχες αφήσει. Κι εσύ, απαράλλαχτος, όπως σε διαμόρφωσε το Ρόδον, αυτό που σε υιοθέτησε στα 23 και σε πέταξε από το σπίτι στα 41 σου. Μισή ζωή, μπορεί και λίγο παραπάνω, αν λογαριάσεις την ουσία των νοημάτων της.
* Ο Γιώργος Φλωράκης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της EΡΑ και στο Kosmos 93,6 & 107
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Χάρης Δούκας: «Η Αθήνα υποδέχεται αθλητές και δρομείς από όλον τον κόσμο»
Το βιβλίο-λεύκωμα για το εμβληματικό ξενοδοχείο με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων λειτουργίας του
Το παζάρι του Ελαιώνα αξίζει να μελετηθεί, κάποια στιγμή από αμιγώς ανθρωπολογική σκοπιά
H συνιδρύτρια του Lean In. org, οργανισμού υποστήριξης, εκπαίδευσης κι αλληλεγγύης των γυναικών στους χώρους εργασίας, μιλάει για τα ευρήματα της νέας έρευνας «Γυναίκες στον Χώρο Εργασίας 2024
Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου στη σκηνή του Ωδείου Αθηνών
Μια συζήτηση με τον επικεφαλής του δικτύου για τη Βιώσιμη Κινητικότητα CIVINET Ελλάδας-Κύπρου, τον συγκοινωνιολόγο-πολεοδόμο Κοσμά Αναγνωστόπουλο
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Τα απογεματινά ηλεκτρονικά πάρτι – θεσμός με την υπογραφή του Plissken Festival επιστρέφουν με μία σεζόν που θα μας δώσει ακόμα περισσότερα από όσα υπόσχεται.
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα στη Ντισκομπάλα στον πεζόδρομο της Δελφών και στον Αρχάγγελο στο Μεταξουργείο
Χάρης Δούκας: «Με παρεμβάσεις χαμηλού κόστους μπορούμε να σώσουμε ζωές»
Μια συζήτηση με τον αρχισυντάκτη του getelectric.gr Δημήτρη Σκιάννη
Πανηγύρια που ξετυλίγονται σαν τεράστιες λαϊκές αγορές, με θρησκευτικό πρόσχημα αλλά με κοινωνικό περιεχόμενο
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα: Ίσως υπερβολή που περπατάω τόσο δρόμο τέτοια ώρα για να ακούσω τέκνο, αλλά το έχω ανάγκη να χτυπηθώ στο μπάπα μπούπα, που λέει και ο μπαμπάς μου.
Οι ημερομηνίες και οι θεματικές
Μια συζήτηση με τον πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων Θανάση Τσιάνο
Λίγο πριν μετατραπεί σε ξενοδοχείο φιλοξενεί την έκθεση «Wanderlust /all passports», σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.