Life in Athens

I hate καραχείμωνο…

Κάνει ψόφο, δεν ξέρεις τι (άλλο) να φορέσεις, ρουφάς τη μύτη σου συνέχεια...

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 243
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
42632-95884.jpg

Κάνει ψόφο, δεν ξέρεις τι (άλλο) να φορέσεις, ρουφάς τη μύτη σου συνέχεια κι ο Νένες χαίρεται που παγώνουν τα μάγουλά του: ό,τι χειρότερο. Καραχείμωνο, go away. Ή τουλάχιστον συμμαζέψου.

Μέρα με βροχή και κρύο στη Σκουφά, απ’ αυτές τις μουτζουρωμένες μέρες που θυμίζουν σχολείο: έχω διάφορες δουλειές, συν μία επιταγή που μάλλον θα την κάνω κάντρο (γιατί να την εξαργυρώσω, θεόχλωμο). Αλλά κρυώνω, έχω ψιλο-συνάχι, μουλιασμένες μπότες και γκρινιάρικη διάθεση. Με παρηγορεί το ότι βρίσκομαι στη Σκουφά, και όχι στην Αχαρνών π.χ., ή σε οποιαδήποτε περιοχή της Αθήνας στην οποία δεν αναλογεί μία καφετέρια ανά τετραγωνικό εκατοστό. Δηλαδή αν πρέπει οπωσδήποτε να φας το χειμώνα σου σ’ ένα δρόμο, η Σκουφά είναι ό,τι πρέπει: στα μικρά διαστήματα πεζοδρομίων χωρίς καφε-μπαρ-εστιατόρια, υπάρχουν ταμπελίτσες με γιατρούς κάθε τύπου. Αν σε πειράξει το σάντουιτς ή αν κουφαθείς απ’ τη μουσική ή αν αρχίσεις να βλέπεις αστράκια απ’ τα κοκτέιλ (λέμε τώρα), μπορείς άνετα να μπεις στην πρώτη παλιακιά πολυκατοικία και να διαλέξεις γιατρό της αρεσκείας σου. Αφήστε που σε περίπτωση που σου ’ρθει να χωρίσεις μάνι-μάνι, απλώς κοιτάζεις τις ταμπελίτσες στις εισόδους – όπου δεν έχει καφέ-μπαρ ή/και γιατρούς, έχει συμβολαιογράφους ή/και δικηγόρους…

Το αν θα καθίσεις πλέον στα «Τρία γουρουνάκια», στο “Circus” ή στο «Φίλιον» είναι «σηκώνω τους ώμους με μπλαζέ ύφος»: έχεις τόσες επιλογές, που ακόμα και σε σαββατιάτικο χαμό κάπου θα βρεις να αράξεις το οκταωράκι σου. Μέσα σ’ ένα χειμώνα μπορείς να γυρίσεις τα άπαντα και να αποφασίσεις ποιανού ο καφές είναι στα μέτρα σου ή ποιος έχει μεγαλύτερη κονσομασιόν σε σάντουιτς. Σε όλα τα μαγαζιά σχεδόν, το σέρβις είναι αξιοπρεπές και trendy. Λόγω ανταγωνισμού, δηλαδή, εννοείται ότι όποιος είναι γάιδαρος μέσα σε λίγο καιρό θα βαράει μύγες – και κανένα καφέ/μπαρ στη Σκουφά δεν βαράει μύγες…

Τη μέρα που έβρεχε μονότονα και είχα γίνει κασάτη, κάθισα στο “Cabayor”, ένα μικρό μαγαζί που μου φάνηκε καλόγουστο χωρίς να είναι ντιζάιν του σκοτωμού. Είχα φάει ένα «κουλούρι αγιορίτικο» από το παραδιπλανό “Momus”, το οποίο ενώ είναι μια χαρά σνακ-μπαρ σού δίνει κάπως την εντύπωση ότι δεν αποτελεί στέκι πωλητών βιβλίων, π.χ., αλλά μπάτσων. Ή, έστω, πυροσβεστών. Πράγμα που δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό – απλώς κάποιος μου είχε πει ότι εκεί τσιμπάνε οι πωλητές βιβλίων, και δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδέψεις έναν πωλητή βιβλίων με έναν μπάτσο, είτε είσαι συγγραφέας είτε μπετατζής. Άρα είχα λάθος πληροφορία. Άρα, ναι. Δεν έγινε και καμιά ζημιά, αν θέλετε ένα ωραίο κουλούρι με σουσάμι μπορείτε άνετα να το φάτε στο “Momus” καθιστοί σ’ ένα σκαμνάκι, κοιτάζοντας τη βρεγμένη κίνηση της Σκουφά. Στο “Cabayor”, πάλι, μπορείτε να πιείτε ωραίο καπουτσίνο ή ζεστή σοκολάτα. Και στο μεν και στο δε, οι υπάλληλοι φαίνονται καλά παιδιά.

Ξεμπέρδεψα πολύ γρήγορα με τη Σκουφά και το μόνο που μου μένει τώρα, εκτός από τη (μάλλον κλάψε-με) επιταγή, είναι ένα μπαράκι στου Ψυρρή από το βράδυ της ημέρας που έβρεχε μονότονα (και που συνέχισε να σκυλοβρέχει καραμονότονα). Το “Mybar” λοιπόν έχει καλή μουσική τύπου ντίσκο ή ποπ, τύπου «μπορεί και να χορέψω αργότερα εγώ που με βλέπετε», είναι ζεστό, μαζεμένο, φιλικό και χαριτωμένο, με φτηνά ποτά και διάθεση καλοπέρασης. Πώς είναι η «διάθεση καλοπέρασης» σε ένα μπαρ; Δεν ξέρω, είναι αυτό που σε πιάνει απ’ τα μούτρα όταν μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί και ή σε κερδίζει ή αντίθετα… σου κάνει τα μούτρα κρέας. Είναι το να χαμογελάς μπαίνοντας στο μαγαζί ακόμα κι αν δεν ξέρεις κανέναν εκεί: σου αρέσει, σου γεμίζει το μάτι, κολλάει με τα μυαλά σου, θα μπορούσες να είχες έρθει άλλες εκατό φορές κι απορείς πώς άργησες τόσο να το ανακαλύψεις. Και τέτοια ποιητικά.

Ας ομολογήσω ωστόσο ότι πήγα και σε ένα συμπαθητικό οφθαλμίατρο στη Σκουφά: σε μία απ’ αυτές τις παλιακές πολυκατοικίες με τα ασανσέρ που βογγάνε ενώ σέρνονται από όροφο σε όροφο, με ξύλινες πόρτες που μυρίζουν γράσο και θολούς καθρέφτες που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι δικαίως χρειάζεσαι οφθαλμίατρο (δεν βλέπεις Χριστό). Η Σκουφά είναι γεμάτη τέτοιες πολυκατοικίες, χτισμένες τη δεκαετία του ’50 ίσως, με χοντρούς τοίχους που δεν αφήνουν το θόρυβο της κίνησης να σε φτάσει. Έχουν στενά μπαλκονάκια στα ιατρεία/συμβολαιογραφεία/δικηγορεία και αυτά τα χολ με τα μπιχλιμπιδωτά μωσαϊκά που φωνάζουν «παππουζέλ» αλλά είναι ταυτόχρονα πολύ συγκινητικά.

Κι όλη μαζί η Σκουφά τελικά είναι οκέι το χειμώνα, κοσμική, παλιά, αριστοκρατική στο άσχετο ξαφνικά και ζωντανή. Μέσα στο φριχτό καραχείμωνο, μιλάμε…


Cabayor, Σκουφά 75, Κολωνάκι, 210 3390.302

Momus, Ναυαρίνου 6 & Ιπποκράτους

Mybar, Κακουργιοδικείου 6, Ψυρρή, 693 2336551, 694 4862161       

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ