Life in Athens

Όλοι εμείς

Τα δυο μηχανάκια περνούσαν μαρσάροντας σύριζα στο πεζοδρόμιο της Πατησίων, μέρα μεσημέρι...

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 364
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
16793-37127.jpg

Τα δυο μηχανάκια περνούσαν μαρσάροντας σύριζα στο πεζοδρόμιο της Πατησίων, μέρα μεσημέρι, τα παιδιά που επέβαιναν πετούσαν χούφτες φέιγ-βολάν της Χρυσής Αυγής που προσγειώνονταν στα απλωμένα υφάσματα των Αφρικανών μπροστά από τον ΟΤΕ. «Έξω οι παράνομοι μετανάστες!», «Έξω οι ξένοι απ’ την Ελλάδα!», «Ουστ από δω, κωλο-αράπια», «Λέρες!» μαίνονταν οι νεαροί, με το βλέμμα να στάζει φονική δικαιοφάνεια. Οι περαστικοί έσφιγγαν αμήχανα τις τσάντες με τα ψώνια τους κι επιτάχυναν το βήμα. Όχι όμως όλοι.Ούτε δυο μέτρα μπροστά μου, ένα ζευγάρι σαραντάρηδων, μετά από στιγμιαίο δισταγμό στράφηκαν και άρχισαν να ορύονται σε αντίστοιχους τόνους: «Ντροπή σας, ρεεε! Αίσχος, φασιστόμουτρα!».

Οι νεαροί θορυβήθηκαν. Δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση, όχι από Έλληνες. Ένας καταστηματάρχης που πρόβαλε στην είσοδο του μαγαζιού του τους έδωσε τη χαριστική βολή: «Εσείς δημιουργείτε πρόβλημα! Εσείς να μας αδειάσετε τη γωνιά, παλιοαλήτες!». Τα μηχανάκια εξαφανίστηκαν στην πρώτη στροφή, τα φέιγ-βολάν τσαλαπατήθηκαν. Διάρκεια επεισοδίου, ίσως ενάμισι λεπτό.

Συνεχίζω προς Κυψέλη, με σκοπό να περάσω από τη λαϊκή. Είναι μία το μεσημέρι και γίνεται το αδιαχώρητο, ως συνήθως. Μέσα σε είκοσι λεπτά έχω τα χέρια μου γεμάτα – βρήκα μελιτζάνες, βρήκα πατάτες, τομάτες, μπανάνες, απ’ όλα. Μια κοτσονάτη Αφρικανή μπροστά μου ζουπάει ένα ένα τα ακτινίδια σ’ έναν πάγκο, συζητώντας ταυτόχρονα ζωηρά με μια φιλενάδα της. Πίσω της, το καροτσάκι με τα ψώνια της εκτείνεται διαγώνια στην κατάμεστη αγορά και μπλοκάρει το μισό δρόμο. Από το στενό χώρο που εναπομένει, κυλάει  ένας χείμαρρος ανθρώπων με αντίθετη φορά από τη δική μου.

«Συγνώμη» της λέω, «μπορώ να περάσω;». Δεν με ακούει ή με αγνοεί. «Συγνώμη!» ξαναλέω επιτακτικά. Καμία αντίδραση πέρα από το μεθοδικό ζούπηγμα και τη φλυαρία με τη φιλενάδα. Σκύβοντας, μετατοπίζω κατά τι το καρότσι της με το πόδι και προσπαθώ να ισορροπήσω νυχοπατώντας μέσα από τον ελάχιστο χώρο που δημιούργησα. Μα δεν τα καταφέρνω καλά. Σκοντάφτω άθελά μου στη γυμνή της φτέρνα. Βγάζοντας μια κραυγή σα να τη μαχαίρωσα, η γυναίκα στροβιλίζεται γύρω από τον άξονά της, τινάζει σα φίδι το λαιμό της και …με φτύνει! «Ποιος εσύ κλωτσάει εμένα;» απαιτεί να μάθει με μάτια που αστράφτουν από οργή.

Το ξέρω το εύφλεκτο ταμπεραμέντο αυτών των γυναικών. Έχω δει το θυμό τους να στρέφεται επάνω στον άνεργο, αλκοολικό σύζυγο, επάνω στον ξένο που νομίζουν πως τις υποτιμά. Μα δεν περίμενα να έχω κι εγώ σειρά! Μετά το πρώτο σοκ, νιώθω σα να μου έχουν κάνει ένεση αδρεναλίνης. Δεν έχω λέξεις για να της απαντήσω, δεν ακουμπάω καν τις μελιτζάνες κάτω για να σκουπίσω το σάλιο της απ’ το σαγόνι μου. Δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου με τα χέρια μου ελεύθερα.

Τρέμοντας, κάνω μεταβολή κι απομακρύνομαι ενώ, σ’ όλο το δρόμο για το σπίτι, με κατακλύζει μια εικόνα: ότι τη χαστουκίζω, ξανά και ξανά και ξανά. Είναι ένα κύμα καθαρού μίσους που διαρκεί ίσως πέντε λεπτά και με αφήνει εξουθενωμένο. «Ευτυχώς που δεν είμαι νέος» σκέφτομαι καθώς σωριάζομαι σε μια καρέκλα, «ευτυχώς που  δεν έχω την ενέργεια να συντηρήσω κάτι τόσο τραχύ και απόλυτο».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ