Health & Fitness

Τι είναι το «φαινόμενο του κοκτέιλ πάρτι»

H διάσπαση της προσοχής και το πώς ζούμε μέσα σε διαρκή θόρυβο

Athens Voice
A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τι είναι το «φαινόμενο του κοκτέιλ πάρτι»
© Aleksandr Popov / Unsplash

Το φαινόμενο του κοκτέιλ πάρτι: Πώς ο εγκέφαλος εστιάζει σε μία συγκεκριμένη φωνή ή ήχο μέσα σε ένα περιβάλλον με πολλούς ταυτόχρονους θορύβου

Σε ένα βιβλίο του Chris Hayes, με τίτλο «The Sirens’ Call: How Attention Became the World’s Most Endangered Resource» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ, αναλύεται η «οικονομία της προσοχής»: το πώς τα ΜΜΕ, οι πλατφόρμες και η τεχνολογία μετατρέπουν την προσοχή σε εμπόρευμα, βομβαρδίζοντάς μας με συνεχές πληροφοριακό και συναισθηματικό θόρυβο. Ο Chris Hayes εξετάζει όχι μόνο την ψυχολογική κόπωση και τη διάσπαση, αλλά και τις πολιτικές συνέπειες: πώς ο «πόλεμος για την προσοχή» αναμορφώνει τον δημόσιο λόγο, τη δημοκρατία και την καθημερινή εμπειρία. Ένα άλλο δοκίμιο με τίτλο «Finding Focus: Own Your Attention in an Age of Distraction» της Zelana Montminy εξετάζει το πώς η υπερσυνδεδεμένη πραγματικότητα και η διαρκής εναλλαγή ανάμεσα σε ψηφιακό και φυσικό περιβάλλον διαλύουν τη συγκέντρωση και την ευεξία, και προτείνει στρατηγικές για να «ξαναπάρουμε πίσω» την προσοχή μας. Το συμπέρασμα είναι ότι ζούμε διαρκώς σε ένα είδος κοκτέιλ πάρτι όπου πασχίζουμε να εστιάσουμε σε κάτι και σε κάποιον που μας ενδιαφέρει.

Στην ψυχολογία της προσοχής, το φαινόμενο κοκτέιλ είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο ακουστικό ερέθισμα, συνήθως μια φωνή ή μια συζήτηση αγνοώντας συνειδητά δεκάδες άλλα ερεθίσματα που φτάνουν στα αυτιά του ατόμου εκείνη την ίδια στιγμή. Ο εγκέφαλος δεν σβήνει εντελώς όλα τα υπόλοιπα: τα επεξεργάζεται σε χαμηλότερο επίπεδο και «πετάγεται» μόλις ακούσει κάτι σημαντικό, όπως ένα όνομα, κάτι απειλητικό, κάτι που αφορά άμεσα το άτομο. Το φαινόμενο παρατηρείται βεβαίως στα πάρτι, στα μπαρ και σε θορυβώδεις συναθροίσεις αλλά και σε γραφεία open space όπου ο κάθε εργαζόμενος εστιάζει στη σύσκεψη με το δικό σου team και καταφέρνει να αγνοείς τα άλλα πηγαδάκια. Αν όμως σε διπλανή κουβέντα ακουστεί κάτι τύπου «θα απολύσουν δυο άτομα» ή «το project του Τάδε…», το αυτί πιάνει αμέσως τη λέξη-κλειδί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα βαγόνι τρένου γεμάτο ανθρώπους που μιλούν γλώσσες που δεν γνωρίζουμε. Όλα ακούγονται σαν βόμβος ώσπου, αίφνης, δύο άτομα αρχίζουν να μιλούν τη δική μας γλώσσα: αμέσως ξεχωρίζουμε τη συζήτηση, ακόμα κι αν δεν προσπαθούσαμε να ακούσουμε τι λένε. Έρευνες δείχνουν ότι ακόμα και βρέφη στρέφονται πιο εύκολα προς τη φωνή του γονιού ή προς ένα παιδιάστικο ύφος ομιλίας που αναγνωρίζουν μέσα στον γενικό θόρυβο. Το φαινόμενο εμφανίζεται πολύ νωρίς στη ζωή.

Ο όρος εισήχθη από τον Colin Cherry το 1953 ο οποίος μελέτησε την ικανότητα της επιλεκτικής προσοχής στο ακουστικό σύστημα και τους μηχανισμούς που επιτρέπουν στον εγκέφαλο να φιλτράρει ήχους. Ο Cherry χρησιμοποίησε τη μέθοδο της διχοτομικής ακρόασης (dichotic listening): έβαζε διαφορετικά μηνύματα σε κάθε αυτί και ζητούσε από τους συμμετέχοντες να κάνουν shadowing —να επαναλαμβάνουν δηλαδή μόνο το μήνυμα από το ένα αυτί. Αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι οι συμμετέχοντες παρακολουθούσαν με επιτυχία το στοχευμένο μήνυμα, μπορούσαν να αναγνωρίσουν βασικά φυσικά χαρακτηριστικά του «αγνοημένου» μηνύματος (π.χ. αν ήταν αντρική ή γυναικεία φωνή), αλλά δεν παρατηρούσαν αλλαγές στο περιεχόμενο ή στη γλώσσα του αγνοημένου μηνύματος.  Ακολούθησαν οι έρευνες του Neville Moray ο οποίος διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θυμούνται το περιεχόμενο του μηνύματος που αγνοούσαν. Ωστόσο, όταν μέσα στο αγνοημένο μήνυμα ακουγόταν το όνομα του συμμετέχοντος, αυτό συχνά γινόταν αντιληπτό. Αυτό φάνηκε να υπονομεύει τις αυστηρές θεωρίες «πρώιμης επιλογής», όπου θεωρείται πως το αγνοημένο μήνυμα κόβεται εντελώς πριν από τη σημασιολογική επεξεργασία.

Το φαινόμενο έχει οδηγήσει σε διαφορετικές θεωρητικές ερμηνείες: πρώτον, στη Θεωρία πρώιμης επιλογής  του Broadbent, που προτείνει ότι τα ερεθίσματα φιλτράρονται νωρίς, με βάση φυσικά χαρακτηριστικά κι ότι τα «μη επιλεγμένα» μηνύματα δεν φτάνουν στη σημασιολογική επεξεργασία. Δεύτερον στη θεωρία εξασθένησης της Anne Treisman η οποία πρότεινε ότι τα αγνοημένα μηνύματα δεν εμποδίζονται, αλλά εξασθενούν. Έτσι το περιεχόμενό τους περνά με μικρή ένταση. Λέξεις-κλειδιά —όνομα, απειλές—μπορούν να διαπεράσουν τον μηχανισμό. Τρίτον στη θεωρία όψιμης επιλογής των Deutsch & Deutsch που λένε ότι όλα τα ερεθίσματα περνούν πρώτα από σημασιολογική επεξεργασία. Η επιλογή γίνεται αργότερα, στο στάδιο της συνειδητής προσοχής. Σύμφωνα με νεότερες νευροεπιστημονικές προσεγγίσεις έχει αποδειχθεί με τη χρήση fMRI και ηλεκτροφυσιολογικών μεθόδων, ότι η επιλεκτική ακρόαση ενεργοποιεί περιοχές του άνω κροταφικού έλικα κι ότι μετωπιαία και βρεγματικά δίκτυα βοηθούν στον έλεγχο της προσοχής. Εντοπίζονται σχέσεις με άλλες έννοιες όπως με την επιλεκτική προσοχή, την επονομαζόμενη Auditory scene analysis που ασχολείται με το πώς ο εγκέφαλος ομαδοποιεί ήχους σε ξεχωριστές ροές, καθώς και με το Sensory gating που ασχολείται με το πώς ο εγκέφαλος περιορίζει τα μη σημαντικά ερεθίσματα.

Ανάμεσα στο πλήθος των βιβλίων που κυκλοφόρησαν φέτος γύρω από τα προβλήματα της προσοχής και της διάσπασής της, ένας συλλογικός τόμος του John C. Middlebrooks, του Jonathan Z. Simon, του Arthur N. Popper και Richard R. Fay εξετάζει πώς ζούμε αδιάκοπα σε θορυβώδες περιβάλλον, πώς αποφεύγουμε τη σιωπή και πώς κινδυνεύουμε να χάσουμε τη δυνατότητα να ξεχωρίζουμε ό,τι είναι σημαντικό μέσα στον πολτό των ήχων και των πληροφοριών.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY