Life

Δουλειά από το σπίτι

Τα υπέρ (και τα κατά) της εξ αποστάσεως εργασίας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δουλειά από το σπίτι
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Bing

Οι άνθρωποι του βιβλίου και οι εργασιακές, διατροφικές, ενδυματολογικές κ.ά. συνήθειές τους

1. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα επέλεγαν να δουλεύουν από το σπίτι αν τους δινόταν η δυνατότητα να επιλέξουν. Γλιτώνεις τρομερά πολύ χρόνο όταν δεν χρειάζεται να ετοιμαστείς, να βαφτείς, να διαλέξεις ρούχα, να πάρεις το αυτοκίνητό σου ή τη συγκοινωνία και να πας στη δουλειά. Και μετά να το ξανακάνεις όλο αυτό, ανάστροφα. Σε πάρα πολλές δουλειές αυτό δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να συμβεί (εννοούμε σήμερα, και για καναδυό δεκαετίες ακόμα: μετά όλα θα αλλάξουν άρδην), αλλά σε όλες τις υπόλοιπες γίνεται ήδη σε ένα ικανό ποσοστό.

Από την άλλη, υπάρχουν κι αυτοί που θα επέλεγαν να βγουν από το σπίτι τους για να πάνε ακόμα και στην έρημο Καλαχάρι. Θέλουν να αλλάξουν περιβάλλον, έστω και αν το εναλλακτικό προτεινόμενο περιβάλλον είναι αυτό της δουλειάς. Το σπίτι τους είναι μικρό, είναι άβολο, το βαριούνται, θέλουν να κινηθούν, να δουν κόσμο, να είναι μακριά από τα παιδιά τους, κ.ο.κ. Κατανοητό.

Όμως οι περισσότεροι (οι συντριπτικά περισσότεροι) θα έμεναν σπίτι τους.  

Νά και μερικά νούμερα:

Μολονότι σήμερα μόνο ένα 16% των εταιριών στις ΗΠΑ λειτουργούν χωρίς φυσικά γραφεία, μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς ο ένας στους τέσσερις Αμερικανούς θα εργάζεται εξ αποστάσεως. Και αυτό το ποσοστό δεν θα πάψει να μεγαλώνει τα επόμενα χρόνια. Γιατί; Γιατί, σύμφωνα με την τελευταία σχετική έρευνα το 98% (!) των εργαζομένων θέλει να εργάζεται από το σπίτι του τουλάχιστον μερικές ημέρες την εβδομάδα. Είναι πολύ μεγάλο ποσοστό αυτό το 98%. Και είναι πολύ μεγάλο γιατί το εργατικό δυναμικό δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ευελιξία που του προσφέρει η δουλειά από το σπίτι, για την αυτονομία του, και για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής που από τη φύση της προσφέρει η εξ αποστάσεως εργασία. Και πολύ καλά κάνει. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργοδότες, μάλιστα, δεν είναι πολύ μικρότερο. Η εξ αποστάσεως εργασία —όπως συνειδητοποιήσαμε μαζικά επί πανδημίας— είναι εντέλει κάτι παραπάνω από βιώσιμη επιλογή. Για την ακρίβεια, είναι το μέλλον, σήμερα.

Αυτά στην Αμερική. Δεν ξέρω τι γίνεται στην Ελλάδα, αλλά ξέρω κάτι άλλο: ξέρω τι γίνεται με τους ανθρώπους του βιβλίου, τόσο στην Ελλάδα όσο και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο: οι άνθρωποι του βιβλίου (όπως βέβαια και επαγγελματίες πολλών άλλων χώρων και κλάδων: πληροφορικάριοι, π.χ., κι ένα σωρό άλλοι) δουλεύουν ΗΔΗ από το σπίτι, κατά ένα συντριπτικό ποσοστό.

2. Προφανώς και τα εκδοτικά έχουν γραφεία, και καλά στελεχωμένα μάλιστα, με ανθρώπους (κυρίως γυναίκες) που έχουν συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες, καλά οξυμμένες από την πείρα. Όμως οι άνθρωποι που απασχολούνται εκεί συνιστούν ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των ανθρώπων του βιβλίου. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ΔΕΝ δουλεύουν στα γραφεία του εκδοτικού: συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, αναγνώστες χειρογράφων, ανθολόγοι, εικονογράφοι, σχεδιαστές και γραφίστες — όλοι αυτοί απολαμβάνουν τα καλά τής εξ αποστάσεως εργασίας.

Πρώτα-πρώτα, και αυτό είναι πολύ βασικό, όταν δουλεύεις από το σπίτι δεν χρειάζεται να είσαι ντυμένος. Το καταλαβαίνει κανείς αυτό. Δεν εννοώ ότι είσαι γυμνός, αν και αυτό γίνεται —ή θα μπορούσε να γίνεται— όταν κάνει πολλή ζέστη, ή τέλος πάντων όταν έχεις εξάψεις. (Και πράγματι πολλοί το κάνουν). Αλλά δεν εννοώ αυτό, εννοώ αυτό που είπαμε και στην αρχή: δεν χρειάζεται να μπεις στον κόπο να «ετοιμαστείς». Μπορείς απλώς να φορέσεις τη φόρμα που φορούσες και χθες. Πράγμα που αμέσως-αμέσως μπορεί να σε γλιτώσει από τουλάχιστον μισή ώρα κάθε ημέρα. Δεν είναι και λίγο. Ο χρόνος μας είναι η μοναδική μας περιουσία, όπως συνηθίζουμε να θυμίζουμε με κάθε ευκαιρία. Εκείνη τη φόρμα λοιπόν. Εκείνη η φόρμα μπορεί να σου χαρίζει τουλάχιστον μισή ώρα την ημέρα, ή κάπου διακόσιες ώρες τον χρόνο. Μπορείς να τη φοράς και να την ξαναφοράς εκείνη τη φόρμα. Μπορείς και να κοιμάσαι μ’ αυτήν. Και να ξυπνάς μ’ αυτήν. Και ξανά πάλι από την αρχή. Μπορείς να βγάλεις τον σκύλο βόλτα φορώντας αυτή την ίδια φόρμα. Και να παίρνεις έναν υπνάκο στον καναπέ ή στο χαλί, πάλι χωρίς να τη βγάλεις από πάνω σου. Είναι μια καλή φόρμα, και βολική.

Έπειτα, όταν δουλεύεις από το σπίτι δεν χρειάζεται να μετακινηθείς: ταυτολογία, για την οποία επίσης μιλήσαμε στην αρχή του κειμένου. Ακόμη σημαντικότερο αυτό, καθώς δεν εξοικονομείς μόνο και άλλο χρόνο (πολύ περισσότερο: υπερδιπλάσιο από αυτόν που σου χαρίζει η ηρωική σου φόρμα), αλλά και χρήμα. Και δεν βρίσκεσαι στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να μοιραστείς έναν πολύ στενό χώρο με ανθρώπους που δεν θέλεις να βλέπεις, και που, με τη σειρά τους, δεν θέλουν και εκείνοι να σε βλέπουν.  

Οπότε ξεκινάς τη μέρα σου με ένα διπλό αβαντάζ. Ή τριπλό, αν σκεφτούμε ότι στη δουλειά μπορεί επίσης να υπήρχαν ένας-δυο συνάδελφοι που δεν θα σε γέμιζε χαρά ο συγχρωτισμός μαζί τους. Όχι: δουλεύοντας μόνος από το σπίτι, είσαι κύριος του εαυτού σου. Του χώρου σου. Της ζωής σου. Είσαι εσύ, και το βιβλίο. Οι δυο σας. Οπότε, τι μπορεί να πάει άσχημα, σωστά;  

Τίποτε δεν μπορεί να πάει άσχημα.

Ίσα-ίσα. Μετά από έναν ωραίο ύπνο, θα ξυπνήσεις μία φυσιολογική ώρα, θα τρέξεις τρία χαλαρά χιλιόμετρα στον διάδρομο, θα κάνεις ένα καυτό/κρύο ντους, θα πάρεις ένα λαχταριστό πρόγευμα με ένα τέλειο σμούθι (μισό μήλο, ένα αχλάδι, μισή μπανάνα, γάλα αμυγδάλου, βρώμη, σπόρους τσία, λιναρόσπορο, και καναδυό κάσιους για την αλητεία), θα φτιάξεις ένα πράσινο τσάι και θα καθίσεις μπροστά στον υπολογιστή σου για να απαντήσεις στα μέιλ σου, να ρίξεις μια ματιά στα νέα και να αρχίσεις την ωραία σου δουλειά. Η οποία δεν μπορεί να ξεπερνά συνολικά τις τέσσερις, άντε πέντε ώρες, καθώς η δουλειά πάνω στα βιβλία είναι τόσο απαιτητική που —να τα λέμε όλα— σε εξαντλεί: από ένα σημείο και μετά, απλώς δεν αποδίδεις καλά, γιατί το σώμα σου και το μυαλό σου δεν μπορούν να αποδώσουν πια καλά. Έτσι, κάπου το μεσημέρι θα σταματήσεις, θα κλείσεις με ένα χαμόγελο τον υπολογιστή και θα κάνεις όλα τα άλλα — όλα εκείνα τέλος πάντων που λέμε συνήθως «ζωή»: θα φας, θα ξεκουραστείς, θα μιλήσεις με κόσμο, θα διαβάσεις ένα βίπερ, θα βγεις, θα διασκεδάσεις, θα κάνεις σεξ κ.ο.κ.

Όχι, ε;

3. Όχι… Οι άνθρωποι του βιβλίου που δουλεύουν από το σπίτι —δηλαδή οι περισσότεροι— απλώς δουλεύουν όλη την ημέρα. Ξέρουν πως, όποια μικροάδεια πάρουν από τη δουλειά, την έχουν πάρει από τον εαυτό τους: και του τη χρωστάνε. Κάθε ώρα μακριά από τον υπολογιστή σημαίνει μία ώρα λιγότερη από το επόμενο deadline. Και η ζωή των ανθρώπων του βιβλίου είναι γεμάτη deadline. Δεν μπορούν να λείψουν, δεν μπορούν να αργήσουν, δεν μπορούν να πάρουν αναρρωτική, και τελικά δεν μπορούν να πάρουν καν θερινή άδεια: να πάνε διακοπές. Και φυσικά δεν ξέρουν τι πάει να πει Σαββατοκύριακο. Ή αργία. Ή εθνική γιορτή. Ή Πάσχα. Δεν τα ξέρουν αυτά, παρά μόνο από φωτογραφίες και από φήμες. Από διαδόσεις.  

Νά ένα απλό παράδειγμα. Ας πούμε ότι μία δουλειά (οποιαδήποτε: μία μετάφραση, μία επιμέλεια, ένα σετ από σκίτσα, κάτι) πρόκειται να σου αποφέρει 1.000 ευρώ, καθώς στις δουλειές αυτές πληρώνεσαι «με το κομμάτι». Ωραία; Ωραία. Αν λοιπόν την κάνεις σε μία ημέρα, θα έχεις πάρει ένα μεροκάματο της τάξεως των 1.000 ευρώ. Θα είσαι κάτι σαν ένας μικρός Ίλον Μασκ. Αν όμως την κάνεις σε ένα μήνα (και κάπου τόσο χρειάζεται πολύ συχνά), θα πάρεις ένα μεροκάματο της τάξεως των 33 ευρώ. Και αν, λόγω δυσκολίας ή άλλων παραγόντων, την κάνεις σε δύο μήνες… Άσ’ τα καλύτερα. Άρα ξέρεις, και το διαπιστώνεις καθημερινά —με πόνο—, πως η δουλειά σου είναι μια δουλειά ταχύτητας. Και μία δουλειά που ταυτοχρόνως πρέπει να γίνει καλά. ΠΟΛΥ καλά. Όχι μόνο γιατί μιλάμε για βιβλία εδώ πέρα, δηλαδή για τα αγαθά εκείνα που συνιστούν το μέτρο του πολιτισμού μας, αλλά γιατί απλούστατα αν δεν την κάνεις καλά θα τη χάσεις. Και άντε μετά να ξαναβρείς.

Για να μην πούμε ότι αυτά τα 1.000, ή τα 33, ευρώ, δεν είναι ούτε 1.000, ούτε 33. Αυτά είναι τα μεικτά. Τα καθαρά είναι κάπου τα μισά. Οπότε πρέπει να δουλέψεις διπλά και τρίδιπλα για να μπορέσεις να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου, που λένε κι οι Αμερικάνοι. Ή δεκαπλάσια για να πάρεις εκείνον τον διάδρομο που λέγαμε στην αρχή. Και ΔΕΝ μπορείς να δουλέψεις δεκαπλάσια. Οπότε, ναι: δεν θα τον πάρεις ποτέ τον διάδρομο. Δεν έχεις διάδρομο στο σπίτι σου. Άλλωστε, δεν έχεις και πού να τον βάλεις. Όλο το πάτωμα είναι γεμάτο βιβλία — ντάνες από βιβλία. Άρα, και να μπορούσες, δεν θα τον έπαιρνες. Έχεις και μικρό σπίτι συνήθως. Και μια γάτα, κατά πάσα πιθανότητα. Που επίσης δεν θα ήθελε εκείνον τον διάδρομο στο σπίτι της. Επομένως θα πρέπει να βρεις άλλους τρόπους να γυμνάζεσαι. Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να γυμνάζεσαι, καθώς ήδη δεν τρέφεσαι καλά. Γιατί, όχι: δεν πίνεις εκείνο το χίψτερ-σμούθι που λέγαμε. (Και ευτυχώς). Αντιθέτως, τρως ψωμί· τρως σνακ· τρως πρόχειρο φαγητό· τρως ό,τι βρίσκεις στο ψυγείο ή στα ντουλάπια· τρως πράγματα παλιά, πράγματα που δεν θυμάσαι πότε παρασκευάστηκαν ή από ποιον. Και μετά λίγο ψωμί ακόμα. Και σοκολάτες. Και γλυκά γενικώς. Τα γλυκά σε κρατάνε, είναι μια νόμιμη κοκαΐνη.

Όχι, δεν τρέφεσαι καλά, δεν κοιμάσαι καλά, δεν γυμνάζεσαι ποτέ, και δεν αλλάζεις εκείνη την παλιοφόρμα. Ίσως να μην πολυμπαίνεις και στην ντουζιέρα. Ίσως και να μη σε βλέπει καν ο ήλιος, γιατί ούτε βγαίνεις από το σπίτι, ούτε ανεβάζεις τα παντζούρια — την τελευταία φορά που το έκανες σε είδε η γειτόνισσα και τρόμαξε. Και τρόμαξες κι εσύ, ιδίως από το πολύ φως. Ίσως να ζεις σαν το βαμπίρ, ή σαν τους Σκανδιναβούς. Όμως εσύ δεν ζεις στο Μπέργκεν ή σε μέρη όπου εμφανίζεται πανηγυρικώ τω τρόπω το Βόρειο Σέλας. Ζεις στην Κυψέλη και στη Χαριλάου.

Αλλά τουλάχιστον δουλεύεις στα βιβλία. Από το σπίτι. Με τη φόρμα. Τι να το κάνεις το Βόρειο Σέλας.

Δουλειά από το σπίτι
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Bing

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ