Life

Συγγνώμη, αλλά δεν προλαβαίνω

Γιατί δεν μπορώ να έρθω για καφέ

Συγγνώμη, αλλά δεν προλαβαίνω
Εικ.: William Stewart (1886-1967), «Interior of a Coffee Shop» (Museum of London)

Deadlines, προβλήματα διαχείρισης χρόνου, και η «ανάγκη» για socializing

«Να βρεθούμε να πάμε για καφέ». ΟΧΙ. Να μη βρεθούμε, να μην πάμε για καφέ, καλύτερα να ξεχάσουμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Ειλικρινά, δεν χρειάζεται να το κάνουμε αυτό, δεν είμαστε στο γυμνάσιο, είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, ενήλικες, οι ενήλικες δεν πάνε για καφέ — ειδικά αν μιλάμε για ανθρώπους που δεν είναι κολλητοί. Εκεί, να το καταλάβω. (Κάπως). Οι άνθρωποι έχουν ενίοτε την τάση να βρίσκονται για να συζητάνε, ή έστω για να μυρίζουν ο ένας τον άλλον όπως οι λύκοι. Κατανοητό. Οπότε δύο άνθρωποι που είναι φίλοι, δηλαδή που αγαπά ο ένας τον άλλον, έχουν κοινές αξίες (ή περίπου), κοινά γούστα (ή περίπου), και αντιπαθούν τους ίδιους ανθρώπους ή τα ίδια πράγματα, νιώθουν από καιρού εις καιρόν αυτή την παρόρμηση να βρεθούν, να τα πουν — και να πιουν εκείνον τον ρημαδοκαφέ, να μυρίσουν ο ένας τον άλλον. Αλλά μέχρις εκεί. Εγώ με σένα από πού κι ώς πού; Κάναμε φαντάροι μαζί; Ή ήμασταν συμμαθητές;

Λοιπόν, ακόμα και φαντάροι να κάναμε μαζί, ή να ήμασταν και συμμαθητές, δεν σημαίνει τίποτε. Δεν είναι απαραίτητο ότι έχουμε κοινές αξίες και κοινά γούστα, ή ότι αντιπαθούμε τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια πράγματα. Ίσα-ίσα: το να κάναμε φαντάροι μαζί και το να ήμασταν και συμμαθητές είναι το κοινωνικό αντίστοιχο της συγγένειας. Θεέ μου, δεν βγαίνουμε να πιούμε καφέ με τους συγγενείς μας! Δεν είμαστε άρρωστοι. Τους συγγενείς μας στην καλύτερη περίπτωση τους αποφεύγουμε, αλλάζουμε πεζοδρόμιο έτσι και τύχει και τους δούμε στον δρόμο — έτσι κι αλλιώς θα βρεθούμε το Πάσχα μαζί, και θα φάμε εκείνο το εξωγήινο πράγμα που γυρίζει στη σούβλα, πίνοντας Κουρτάκη και ακούγοντας (τι παραλογισμός) νησιώτικα από τους Κονιτοπουλαίους και τον Γιάννη Πάριο.

Συμμαθητές; Να σας πω εγώ για συμμαθητές. Κάναμε ένα reunion και διαπίστωσα πως ένας από αυτούς ήταν χρυσαυγίτης — κανονικός χρυσαυγίτης, όχι απλώς asshole. Ο άλλος πάλι «δεν αντέχει τους Αλβανούς, είναι σκατοφάρα». Now, seriously? Ναι, σχεδόν όλοι τους είναι χρυσά παιδιά, αλλά πάνω από ένας μαζί; Πάνω από ένας μαζί είναι ΟΧΙ. Στο κοινό μας chat το μόνο σχόλιο για την Ουκρανία δεκατρείς μήνες τώρα είναι φωτογραφίες με κορίτσια που φοράνε μπικίνι και ψάχνουν Έλληνες άντρες να «κάνει χουρό, κεράσει πουτό». Στον λόγο μου. ΣΑΝ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ. (Και δεν μιλάμε για μια διένεξη στο Τόγκο, μιλάμε για τον Γ΄ fucken Παγκόσμιο εδώ πέρα). Ακόμα χειρότερα, στο κοινό μας chat μοιράζουν καλημέρες και χρόνια πολλά λες και είμαστε στο γκρουπ «osoi efugan ston ourano einai kapou ekei kai mas prosexun» ή στο «Είσαι 50 - 60 χρονών ? έλα στη παρέα !» ή στις «oraies eikones zwhs», κάτι γκρουπ που χρηματοδοτεί ο Πούτιν κι εκεί που δείχνει δελφινάκια και γατάκια πετάει και ένα «έκτρωση = φόνος!» Σε παρακαλώ, δηλαδή.

Όχι, κανέναν καφέ. Ούτε να πάμε να φάμε φιλετάκια εξήντα χιλιόμετρα μακριά από τη γειτονιά μου, ή να πεταχτούμε στον Άλφα τού Κυνός που έχει κα-τα-πλη-κτι-κό εκμέκ κανταΐφι. Μη σώσουμε. Δηλαδή έχουμε πάει στο φεγγάρι, δεν γίνεται να εξαρτιόμαστε από τις ορέξεις μας για φιλετάκια και εκμέκ κανταΐφι που κάποιοι κάπου κάνουν καλύτερα από τους άλλους. Άσε που αυτό ΔΕΝ ισχύει. Δεν είναι καλύτερα εκεί τα φιλετάκια και το εκμέκ κανταΐφι τους, πιθανότατα είναι πολύ χειρότερα. Ίσως είναι και επικίνδυνα. Ίσως ακόμα-ακόμα έχει πεθάνει κόσμος τρώγοντάς τα. Απλώς θέλεις να πας εκεί επειδή πάνε κι άλλοι, επειδή είναι μόδα, επειδή έτσι άκουσες, και επειδή είναι ΜΑΚΡΙΑ. Θέλεις να ξεφύγεις από το εδώ και το τώρα. (Από τον άντρα σου, από τη γυναίκα σου, από το αίσθημα, από τη δουλειά, από τα παιδιά, από το καράτε και το βιολοντσέλο των παιδιών κ.ο.κ.) Εγώ πάλι δεν θέλω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι άλλο από το εδώ και το τώρα, και το γεγονός ότι θα ξενιτευτώ για να πάω κάπου αλλού για να ΦΑΩ, λες και είμαι Ινουίτ και έχουν σωθεί οι φώκιες στο παγόβουνό μου ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΠΑΓΟΥΒΟΥΝΟ για να φάω φώκια, μπορεί να με τρελάνει. Ας μην ξαναφάω ποτέ στη ζωή μου φιλετάκια, εκμέκ κανταΐφι ή φώκια. Ας τρώω άλλα πράγματα. Ας τρώω παντεσπάνι. Για να μην πω πόσο έχει υπερπροβληθεί το θέμα φαΐ έτσι κι αλλιώς. («Πάμε στο Τάδε που έχει καταπληκτικά αυγά ρέγκας με μέλι και αβοκάντο διακόσα ευρώ;» «Αχ ναι πάμε τρέχοντας»).

Είχα γράψει παλιότερα πως είμαι αγοραφοβικός. Ψέματα όλο. Το παίρνω πίσω. Δεν είμαι αγοραφοβικός, απλά δεν έχω χρόνο. Δεν έχω. Και απορώ πώς γίνεται να έχουν οι άλλοι. Απορώ μάλιστα ακόμα περισσότερο γι’ αυτό, παρά για το πώς είναι ΔΥΝΑΤΟΝ να διαδηλώνεις στα είκοσί σου για το πότε θα πάρεις ΣΥΝΤΑΞΗ: δεν θέλεις στα 62, θέλεις στα 60. (Και δεν λέω καν ότι σε σαράντα χρόνια από τώρα οι άνθρωποι θα ζουν όλοι πάνω από τα εκατό και πολλοί θα φτάνουν και τα εκατόν δέκα σαν τη χελώνα και τον καρχαρία). Δηλαδή, σύνταξη; Σοβαρά τώρα; Αυτό το Ρεκόρ Παντούφλας δεν θα σπάσει ποτέ στην ιστορία. Και βάζω στοίχημα ό,τι θέλετε. Δεν θα βρεθεί άλλος να κάνει κάτι πιο αρχετυπικά μικροαστικούλικο. «Είμαι επαναστατημένος νέος, θέλω να πάρω σύνταξη στα εξήντα». Όχι, ήρωα: είσαι ένα πιτσιρίκι με πανάκριβα παντελόνια που σου πέφτουν ώς τα μισά τού σώβρακου, κάνεις σκέιτ επειδή έτσι και γιατί κάνει θόρυβο, και δεν έχεις διαβάσει ποτέ πάνω από είκοσι λέξεις στη σειρά γιατί δεν μπορείς να τις διαβάσεις. Και δεν φταίει το «σύστημα» γι’ αυτό, ή που είχες κακό δάσκαλο, ΕΣΥ φταις. «Το έμπλεξαν το παιδί μου οι κακές παρέες». Nooo!… Λες κι εμείς μεγαλώσαμε στη Ζυρίχη, ή στο Λουξεμβούργο ξέρω γω.

Να πάμε για καφέ… Όχι, να μην πάμε, δεν υπάρχει χρόνος, αύριο θα πεθάνουμε. Σε λίγο θα μας λέτε να διαβάζουμε τα ίδια μεγάλα, δύσκολα, βαριά, κλασικά μυθιστορήματα «γιατί είμαστε άλλοι πια» και οφείλουμε να τα επισκεφτούμε ξανά, και να κάνουμε και έναν αναστοχασμό πάνω στη χαρά μας. ΜΠΑ, ΑΛΗΘΕΙΑ; Εγώ πάλι last time I checked ο ίδιος μού φάνηκα. Και υπάρχουν κάποια ΒΟΥΝΑ από βιβλία εκεί έξω που περιμένουν να τα ανακαλύψω. Νέοι, εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, κορίτσια και αγόρια που έκατσαν στα πανεπιστήμια δημιουργικής γραφής και πόνεσαν τα μάτια τους και ξενύχτησαν και διόρθωσαν και γράψανε και επιμελήθηκαν και ξαναγράψανε, και εξέδωσαν βιβλιάρες. ΑΥΤΟΙ υπάρχουν. Yessir. Δεν θα ξαναδιαβάσω Ντίκενς και το «Βιργιλίου θάνατος», καλύτερα να πεθάνω εγώ.

Και τώρα που λέμε για θάνατο. Έχω deadlines. Πώς να πάω για καφέ, τι μου λέτε; Έχω στόχους (μικρούς και ταπεινούς; ναι, μικρούς και ταπεινούς), υποχρεώσεις (μεγάλες και πελώριες), πρέπει να αφιερωθώ, δεν υπάρχει χρόνος για να λιαστώ στη σαβάνα σαν λιοντάρι που δεν κουνάει ούτε την ουρά του για να φύγει η μύγα. Ξέρετε τι θα πει «ελεύθερος χρόνος»; Είναι σαν το θησαυροφυλάκιο του Σκρουτζ Μακ Ντακ: κανείς άλλος δεν μπαίνει εκεί μέσα. Και είναι θέμα διαχείρισης χρόνου. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο task από δαύτο. Ειδικά για ανθρώπους που δεν είναι υπάλληλοι κάπου. Είμαστε σαν τους ζογκλέρ που πετάνε κορύνες. Πρέπει να συνεχίσουμε να τις πετάμε στον αέρα, ακόμα και στον ύπνο μας. Και σκέψου ότι ταυτόχρονα είμαστε πάνω σ’ αυτό το ποδήλατο με τη μία ρόδα και κάνουμε πετάλι για να μην πέσουμε. Αυτό είμαστε.

Δεν έχουμε άλλα χέρια γι’ αυτόν τον καφέ. Και, αν μη τι άλλο, πίνουμε ήδη τέσσερις με πέντε την ημέρα, θα ανατιναχτούμε με έναν ακόμα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ