Life

Είμαι αγοραφοβικός

Πώς μπορεί κανείς να ζει όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι του;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Lucian Freud, «Reflection with Two Children (Self-portrait)», 1965, λεπτ., Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Mαδρίτη.
Eικ.: Lucian Freud, «Reflection with Two Children (Self-portrait)», 1965, λεπτ., Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Mαδρίτη.

Αποφεύγοντας τις επαφές, τις εξόδους και τους «καφέδες» σε βαθμό παρεξηγήσεως

Ποτέ δεν ήμουν του πλήθους, των πολλών φίλων, της μεγάλης παρέας, του γλεντιού δίπλα σε μια σούβλα το Πάσχα —ή με κάποια παρόμοια αφορμή—, των χορωδιακών τραγουδιών μέσα στα πούλμαν, της μέθεξης γενικώς. Δεν θα με έβλεπες σε πάρτι, εννοείται, αυτό έλειπε, ενώ οι μεγάλοι χώροι διασκέδασης δεν υπήρξαν ποτέ του γούστου μου (οι ντισκοτέκ, τα κλαμπ, τα λαϊβάδικα, τα μπουζούκια, οι σινεμάδες στα mall, οι πλαζ, όλα αυτά: δεν έχω πάει ποτέ σε τέτοια). Αλλά πλέον αυτή μου η αποστροφή στην πολλή φασαρία, στο πανηγύρι, στον σαματά, στο πλήθος, έχει επεκταθεί και σε μικρότερης κλίμακας διασκεδάσεις ή —φευ— και σε απλές κοινωνικές συναναστροφές. Ίσως αναπτύσσεται πάνω στην προϋπάρχουσα αντιπάθειά μου σε κάθε πιθανή κοσμοσυρροή ένα είδος αγοραφοβίας, κάτι που αγγίζει τα όρια της μανιοκατάθλιψης και που, ενδεχομένως, θα έπρεπε να με απασχολήσει στα σοβαρά, και να το συζητούσα τέλος πάντων με κάποιον ειδικό, με κάποιον που ξέρει από αυτά. Ή πάλι μπορεί απλώς να είναι η ηλικία. Ήμουν που ήμουν κάπως στα δεκαεννιά μου, γιατί να μην είμαι ακόμη χειρότερα στα πενήντα εννιά μου. Λογικό.

«Κανονικά» δεν θα με απασχολούσε το ζήτημα, αλλά τυχαίνει να παρεξηγούνται καλοί φίλοι με αυτή μου τη στάση. Άνθρωποι φυσιολογικοί, χρυσοί, κανονικοί, νορμάλ, από αυτούς που σου λένε, «Να πάμε για καφέ» και το εννοούν. (Δεν έχω πάει ποτέ «για καφέ»). Ο άλλος, και με το δίκιο του, δεν θα κάτσει να σκεφτεί ότι δεν μπορείς να τον δεις, ότι δεν είσαι σε θέση, ότι δεν σε παίρνει. Ή ότι εν πάση περιπτώσει προτιμάς να περάσεις ακόμη δυο ώρες μόνος σου. Θα σκεφτεί ότι δεν θέλεις να τον δεις επειδή σού είναι αντιπαθής, επειδή κάτι νομίζεις ότι σου έκανε, ή ακόμη χειρότερα επειδή τον βαριέσαι. Μα έλα που δεν σου είναι αντιπαθής! Έλα που δεν σου έχει κάνει κάτι ο άνθρωπος του Θεού. Απλώς… δεν γίνεται να τον δεις. Δεν μπορείς. Δεν το ’χεις. Δεν σε παίρνει. Και, ναι, τελικά προτιμάς να περάσεις ακόμη δυο ώρες μόνος σου — το λαχταράς, βασικά. Γιατί αυτό είναι κάτι που το ξέρεις καλά, και που δεν το φοβάσαι. Ενώ όλα τα άλλα —την παρέα, τις κουβέντες, το καινούργιο, το αναπάντεχο, τη λογοδιάρροιά σου, τις αναπόφευκτες διαφωνίες με κάποιους και τα αναπόφευκτα «ναι σε όλα» που θα επιλέξεις ακριβώς για να μην τσακωθείς με κάποιους άλλους— τα φοβάσαι. Φυσικά και τα φοβάσαι.

Εξ ου και βάζω το «κανονικά» σε εισαγωγικά. Γιατί δεν ζω μόνος, κανείς δεν ζει μόνος του. Δεν μπορεί λοιπόν να μη με απασχολεί το ζήτημα. Με απασχολεί πολύ, και όσο επιδεινώνεται —και κλείνομαι περισσότερο— τόσο περισσότερο με απασχολεί. Και τόσο περισσότερο και περισσότεροι παρεξηγούνται, κι ας μην το δείχνουν πάντα, με την αλλοπρόσαλλη στάση μου. Λογικό κι αυτό. Όλα είναι λογικά.

* * *

Παλιότερα έφερνα δικαιολογίες. Έλεγα, ας πούμε, πως, καθώς είμαι είκοσι ώρες την ημέρα ονλάιν, δουλεύω δεν δουλεύω, και καθώς πράγματι επικοινωνώ με τουλάχιστον είκοσι έως τριάντα ανθρώπους καθημερινά, βρέξει-χιονίσει, δεν χρειάζεται να κάνω και κάτι παραπάνω: ήδη αυτό είναι πολύ, και το κάνω και καλά, είμαι ειδικός. Όμως πια νομίζω πως δεν στέκει το «είμαι είκοσι ώρες την ημέρα ονλάιν» σαν δικαιολογία. Οπότε δεν το λέω πια. Ή μάλλον το λέω σε όποιον μού λέει, «Να τα πούμε και τηλεφωνικά από βδομάδα», «Να το φιξάρουμε και από το τηλέφωνο», ενώ μόλις έχουμε πει τα πάντα γραπτώς και τα έχουμε εξ ορισμού καραφιξάρει: fucking scripta manent. Τι παραπάνω να πούμε από το τηλέφωνο δηλαδή; Τι χαΐρι έχει το τηλέφωνο κι εγώ δεν το ξέρω; Δεν είμαι το 112. (Και, όχι, δεν τηλεφωνώ ποτέ σε κανέναν, ακόμη και έναν υδραυλικό που ήθελα τον κάλεσα από την εφαρμογή και ήρθε σπίτι σε μισή ώρα — άσχετα αν δεν έφτιαξε τη διαρροή. Δεν βλέπω τι χρησιμότητα έχει το τηλέφωνο, και κανείς ποτέ δεν με έχει πείσει για το αντίθετο. Είναι σαν να προσπαθούν να σε πείσουν ότι είναι κακό πράγμα οι ποσοστώσεις — που, hey, είναι καλό).

Αλλά να βγω έξω; Να «βρεθούμε»; Να τα πούμε από κοντά; Ω Θεέ μου, ειλικρινά δεν το μπορώ, είμαι ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΚΟΣ. Μου αρέσει να κάθομαι στο γραφείο μου, περιστοιχισμένος από σκυλιά-γατιά και τον υπολογιστή μου. Και με το ρολό το παντζούρι μισοκατεβασμένο για να μη με βλέπει η απέναντι — και για να μη βλέπω την απέναντι. Μου αρέσει να δουλεύω τις πολλές δουλειές που κάνω (και που δεν θα τις προλάβω όλες γιατί με κάθε μία που τελειώνω σκέφτομαι άλλες δύο που ΠΡΕΠΕΙ να κάνω), να σταματάω για ένα διάλειμμα, να κάνω στρέτσινγκ τα δάχτυλά μου, τις παλάμες μου, τα χέρια μου, την πλάτη μου, να κάνω κάτι διατάσεις και σκουότς σαν τον Κωνσταντάρα, να τρώω και να μασουλάω διάφορα, να ξαναφτιάχνω καφέ το μεσημέρι και τσάι του βουνού το απόγευμα, να μιλάω στο Messenger, να στέλνω στους φίλους μου φωτό με γατιά, κουκουβάγιες, πόσουμ και παπιά που ξεστράτισαν, ή concept art από το Star Wars και παλιά, κλασικά στριπάκια — τέτοια. Μου αρέσει να βγάζω τα σκυλάκια μας τρεις φορές τη μέρα βόλτα και να μιλάμε με τους φίλους μας που έχουν μαγαζιά στη γειτονιά κάνοντας στάσεις εδώ κι εκεί. Μου αρέσει που τα Σαββάτα πάμε με ένα άλλο ζευγάρι στο καφενείο Πύργος και τρώμε μεζέδες και πίνουμε μπίρες και τσίπουρα. Μου αρέσει που πάω στα εντός του Άρεως στην μπάλα. Μου αρέσει που η Κίκα έρχεται πτώμα από τη δουλειά της το βράδυ (κάνει τρεις δουλειές, σχεδόν κάθε μέρα του έτους) και καθόμαστε με γατιά και σκυλιά και βλέπουμε το σίριάλ μας στον καναπέ, και που μετά διαβάζουμε τα βιβλία μας στο κρεβάτι ενώ τα άλλα ροχαλίζουν ήδη απλωμένα στα πόδια μας. Μου αρέσει να…

Τέλος πάντων, αυτά πάνω-κάτω, νομίζω, δεν θυμάμαι κάτι άλλο τώρα. Είναι ΠΑΡΑ πολλά, αν το καλοσκεφτείς, η μέρα μου και η εβδομάδα μου σώνεται το καντήλι τους και δεν έχω τελειώσει όσα έπρεπε να κάνω ούτε για πλάκα. Και, ναι, όσο περίεργο ενδεχομένως φαίνεται σε πολλούς, εμένα μού αρέσει να κάνω τα ίδια ακριβώς πράγματα κάθε μέρα. Είναι ωραία Ημέρα της Μαρμότας αυτή, και δεν θέλω να τελειώσει ή να διαταραχτεί. Δεν τη διαταράσσω, δε, ο ίδιος με διακοπές και ταξίδια (δεν κάνω ποτέ διακοπές και ταξίδια), ούτε παίρνω ποτέ μου άδεια. Ούτε μεταμορφώνομαι σε Δόκτορα Τζέκιλ τα Σαββατοκύριακα. Δεν μου αρέσουν τα Σαββατοκύριακα, και τα τελευταία χρόνια δεν με νοιάζει καν να παρακολουθήσω ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (έλεος) το ανάποδο μέτρημα για την αλλαγή του χρόνου. Αν πάω σινεμά; Πληρώνοντας πέντε (5) πλατφόρμες; Ε όχι, για όνομα. Αν πάω θέατρο, μπαλέτα και Μέγαρα; Εχμμμ… ΟΧΙ. Σόρι κιόλας. Είναι σίγουρο ότι θα πάθω αυτή τη σάχλα που λέγεται «ανθρώπινη αυτανάφλεξη», και δεν θα μου έχει αρέσει και η παράσταση — για να είχα τουλάχιστον κι ένα κέρδος, ένα διάφορο.

Νομίζω πως είμαι αγοραφοβικός. Ή weirdo. Ή για τα λουριά. Ή κάτι που ενοχλεί τους άλλους, ορισμένως, και παρεξηγούνται.

Έχουν δίκιο, ασφαλώς.

* * *

Με ρωτούν οι φίλοι μου που ξέρουν ότι πήγαμε να ζήσουμε τρία χρόνια στην Πράγα (επιστρέψαμε με τον κορονοϊό) πώς μου φάνηκε το Κάστρο, και τι ενδιαφέρον είδα στο σπίτι-μουσείο του Κάφκα, και πόσο κόσμο μαζεύει το εβραϊκό νεκροταφείο, και αν είναι τόσο ωραίο το Ρολόι — με κοροϊδεύουν γιατί, σε μία τόσο έντονα τουριστική πόλη, δεν πήγα σε ΚΑΝΕΝΑ αξιοθέατο μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια. Αλλά πραγματικά, δεν το σκέφτηκα. Είχα τόσο πολλά να κάνω, περιστοιχισμένος από σκυλιά-γατιά και τον υπολογιστή μου. Και με το ρολό το παντζούρι μισοκατεβασμένο για να μη με βλέπει η Τσέχα η απέναντι. Αν και ήταν ωραία.

Συγγνώμη.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ