Life

Τα εικοσάρικα

Θα σας κρατήσω, μωρά μου, πανάκριβά μου, είπα στα δυο ασημένια εικοσάρικα. Και τα ’βαλα στην Παναγία μου.

44690-100503.jpg
Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 397
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
23337-51647.jpg

Με τα εικοσάρικα έπαιρνες μια κούτα τσιγάρα, τα ’βαζες και στη βασιλόπιτα αντί για τη λίρα.

Σήμερα βρήκα δύο παλιά εικοσάρικα ασημένια. Τα κρατάγαμε για συλλεκτικά. Κολέκτορς. Τα ’ριξα στο μαρμάρινο τραπεζάκι και τα άφησα να μιλάνε. Το ένα ήταν από βασιλόπιτα του ’65. Χρυσά χρόνια. Το άλλο από ρέστα. Είχαν αξία τα εικοσαρικάκια τα έρημα. Ασημένια και με τον καβαλάρη επάνω και τον βασιλέα, χωρίς το φίδι!

«Δεν τη χαμπάριασα εγώ την ενωμένη Ευρώπη, την ενωμένη Ελλάδα φαντάστηκα» λέει το ένα.

«Κι ήρθε η ενωμένη Ευρώπη και κατάργησε την ενωμένη Ελλάδα» λέει το άλλο. 

«Είστε δυο άχρηστα εικοσάρικα» είπα εγώ απ’ την κουζίνα.

«Είμαστε δυο πρίγκιπες» είπανε αυτά.

«Να τα δώσουμε σε καμιά κακιά φτωχή οικογένεια» είπε η Καίτη η αλμπάν, που είναι κανίβαλος και που μου κοιτάει το σπίτι.

«Να τα αφήσεις ήσυχα, θα σου δώσω την αξία τους σε ευρά» τσίριξα στην αναιδέστατη Καίτη, «στα χρόνια τους πήγαινα μπουάτ και άκουγα τη Μοσχολιού μ’ ένα εικοσάρικο».

«Άσ’ τα κάτω, θα στα δώκω σε ευρώ. Που πόσα ευρώ είναι δυο πάλαι ασημένια εικοσάρικα; Λες να ’ναι συλλεκτικά;»

«Είναι, είναι» φώναξε το ένα. 

«Πόσο κάνουμε;» λέει το άλλο.

«Ε, δεν θα κάνουμε χίλιες δραχμές;»

«Αχαχαχαχαχαχα, τρία ευρώ μετά βίας. Τρία ευρώ, δυο εικοσάρικα παλιάς κοπής».

«Δεν ρωτάμε κάνα συλλέκτη; Κάνα ενεχυροδανειστή;»

«Να ρωτήσουμε».

Ο συλλέκτης ήταν σκληρός, παλιάς κοπής κι αυτός.

«Ρε, άσ’ τα τώρα, άμα έχεις πολλά να τα πάρουμε. Τα λιώνουμε τώρα τα ασήμια. Τα λιώνουμε τα χρυσαφικά».

Τι κομψά εικοσάρικα, τι καλλιτεχνικά. Και τι δεν έπαιρνες μ’ αυτά. Μια κούτα τσιγάρα, εισιτήρια θεάτρου, καλές θέσεις, ωραία δωράκια, τα ’βαζες και στη βασιλόπιτα αντί για τη λίρα. Η γιαγιά μου τα «μάζευε», είχε πολλά, «μια μέρα θα ’χουν μεγάλη αξία» έλεγε. Κι όταν καταργηθήκανε, βρόνταγε τη σακούλα που ’χει πολλά και τα επεδείκνυε. Ότι; Ότι μια μέρα θα ’χε υπεραξία η σακούλα της.

«Το πολύ τρία ευρώ και τα δυο» είπε ο χλιμίτζουρας ο συλλέκτης.

Είπα να τα δώσω να ξεχρεώσω με το έσχατο νομισματικό μου συναίσθημα, αλλά… μετά…σκέφτηκα την ξεφτίλα, το πόσο εύκολα υποδουλώθηκε ένας λαός στην ευκολία και πόσο το ίδιο εύκολα την πίνει τώρα σα μαλάκας, έρμαιο των πολιτικών του επιλογών. Κάτι αναιδείς χλιμίντζουρες ημιεγγράμματοι έως καθόλου, κάτι ξεράσματα που παριστάνουν τους κομματάρχες, άλλοι απόγονοι κοτζαμπάσηδων και άλλοι βλαχογιάπηδες του κώλου, κι άλλοι ωχρές σπειροχαίτες, ισχνοί και διαλυμένοι στο πρώτο φύσημα.

Θα σας κρατήσω, μωρά μου, πανάκριβά μου, είπα στα δυο ασημένια εικοσάρικα. Και τα ’βαλα στην Παναγία μου. Δίπλα στ’ άλλα τα ακριβά μου. Όπως θα ’κανε κι η μάνα μου.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ