Πολιτικη & Οικονομια

Κοινωνίες ατομικισμού και ναρκισσισμού

«Σε καιρούς κρίσης, πρέπει όλοι να αποφασίσουμε ξανά και ξανά ποιους αγαπάμε» Φρανκ Ο’ Χάρα

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
girl-1317084_1280_1.jpg

Η μετα-μοντέρνα κοινωνία, ένα τοπίο εκθαμβωτικής αφθονίας, κατανάλωσης και εξατομίκευσης, στην οποία κυβερνά η μαζική απάθεια και η ιδεολογική αποτελμάτωση.

Γράφει η Αικατερίνη Μπέζα - Τσουρουπάκη*


Πώς να ονομάσουμε αυτό το γιγαντιαίο παράδοξο της εποχής μας, που ενώ οι μεγάλες αξίες και τελικότητες έχουν αρχίσει να χάνονται, το νεωτερικό όραμα χάνει την «αύρα» του, η κρίση και η βαθιά αναστάτωση ολόκληρου του ιδεολογικού και συναισθηματικού κόσμου προαναγγέλλεται ως μία απέραντη συσσώρευση αδιαφορίας, εντούτοις η μαζική αυτή αδιαφορία [ο Θεός είναι νεκρός, οι ιδεολογίες και οι παραδόσεις έχουν χάσει το κύρος τους ͘το παρατήρησε κανείς;] δεν αντιστοιχεί πια, ούτε συνοδεύεται από απελπισία, από οικουμενική ματαιότητα, ούτε από αίσθηση παραλογισμού.

Ποια εικόνα επιτρέπει να απεικονίσουμε καλύτερα την ιστορική αυτή τάση –που έβαλε δομικά σε κρίση το παλιό σύστημα συντεταγμένων και την ενότητα της αστικής κοινωνίας– στην οποία το κρίσιμο κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι πια η υπαγωγή σε μία τάξη ή ο ταξικός ανταγωνισμός ούτε οι ταξικές συγκρούσεις, αλλά η υπαγωγή σε νέες αξίες, οι οποίες μας φωτίζουν σήμερα περισσότερο από τα ταξικά συμφέροντα και αποβλέπουν στο να ενσαρκώσουν μαζικά μία θεμελιώδη αξία: την απόλυτη αυτονομία του ατόμου, την έκσταση της προσωπικής απελευθέρωσης, τον σεβασμό της ατομικής ιδιαιτερότητας, τη διάβρωση όλων των καταναγκαστικών νορμών, το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι απολύτως ο εαυτός του, σε μία κοινωνία –συνολικά ανοικτή και ανεκτική– στην οποία θριαμβεύει η αποδέσμευση, το συμφέρον και η ελευθερία του ατόμου, σε ρήξη με το νεωτερικό ιδεώδες της υποταγής του ατομικού στους συλλογικούς ορθολογικούς κανόνες.

Μία νέα φάση ολικής κοινωνιολογικής μετάλλαξης, η οποία διέπει στην κλίμακα της ιστορίας τους θεσμούς, τις επιλογές, τις πεποιθήσεις, τους τρόπους ζωής, τις βλέψεις και, εντέλει, τις προσωπικότητες και η οποία κατανέμεται: στη διαμόρφωση των θεσμών με βάση τις βλέψεις των ατόμων, στο σεβασμό των διαφορών, στο πάθος της προσωπικότητας, στην επιζήτηση της ποιότητας ζωής, στον μετασχηματισμό και απαξίωση των κυρίαρχων στιλ, στη λατρεία της συμμετοχής και της έκφρασης, στην ελεύθερη έκφραση και σε όλα όσα έχουν αφήσει πολύ πίσω τους το ιδεώδες που είχε ορίσει στον εαυτό της η εξουσιαστική δημοκρατική εποχή.

Μία ιστορική στροφή των ανεπτυγμένων δημοκρατικών κοινωνιών –που συμβαίνει πράγματι– που όσο αναπτύσσονται γίνεται κατανοητή μία νέα σημασία της αυτονομίας η οποία, μεταξύ των άλλων, διαβάζεται διά μέσου της αποεπένδυσης των θεσμιμένων ρόλων και ταυτοτήτων, στην οποία όλες οι επιλογές, όλα τα επίπεδα μπορούν να συγκατοικούν χωρίς αντίφαση, ούτε εκτόπιση.

Όλα αυτά συνθέτουν μία ευρύτερη αφήγηση που ονομάζουμε μετα-μοντέρνα κοινωνία. Ζούμε μία δεύτερη ατομιστική επανάσταση. Ζούμε την κρίση των ιδεών και των συναισθημάτων και το παραισθητικό όραμα ενός κόσμου που επιχειρεί να εξαλείψει τα όριά του.

Η μετα-μοντέρνα κοινωνία, ένα τοπίο εκθαμβωτικής αφθονίας, κατανάλωσης και εξατομίκευσης, στην οποία κυβερνά η μαζική απάθεια, η ιδεολογική αποτελμάτωση, κυριαρχεί η μονοτονία του καινούργιου ολοένα πιο κοινοτοποιημένου, το ξεμάγεμα όλων των νορμών και κοινωνικών συμβάσεων, η μαζική κουλτούρα που συμβαδίζει με την μαζική κατανάλωση, η εξουθένωση μιας κοινωνίας που έχει κατορθώσει να αποδυναμώσει, μέσα στην αδιαφορία της, αυτό που την θεμελιώνει: την αλλαγή.

Οι μετα-μοντέρνες κοινωνίες, απαλλαγμένες από το γκέτο του εποικοδομήματος και τις ιδεολογίες, αμφισβητώντας τα συστήματα αναφοράς και υπονομεύοντας την σχεδόν μεταφυσική ποιότητα των νεωτερικών αξιών, είναι άπληστες για ταυτότητα, για διαφορά, διευθετούν μία διαδικασία προσαρμογής του ατομικισμού στο σήμερα που οι Αμερικανοί κοινωνιολόγοι αποκαλούν ναρκισσιστική. Είναι όχι το επέκεινα του ναρκισσισμού αλλά η αποθέωσή του.

Ο ναρκισσισμός είναι αδιαχώριστος από την ιστορική αυτή τάση: υποτίμηση των ανώτερων ιεραρχιών, υπερτροφία του εγώ, παραδομένη σε μία κυκλικότητα, που την διέπει μόνο η  ατελεύτητη αναζήτηση του εαυτού. Όταν το σημαινόμενο παραχωρεί την θέση του στα παιχνίδια του σημαίνοντος, όταν ο αποστολέας έχει γίνει ο κύριος παραλήπτης του, όταν οι εξωτερικές αναφορές δεν υπάρχουν, τότε η ναρκισσιστική νεύρωση δεν συναντά πια εμπόδια και μπορεί να συντελεστεί σε όλη της τη ριζοσπαστικότητα.

Ο νεο-ναρκισσισμός που κυριαρχεί στη μετα-νεωτερικότητα –τη στιγμή που ο εξουσιαστικός καπιταλισμός παραχωρεί τη θέση του στον επιτρεπτικό καπιταλισμό– αποτελεί την έσχατη μορφή της ανθρώπινης μεγαλομανίας. Οι νεο-νάρκισσοι, εμβληματική ενσάρκωση της λατρείας του εντυπωσιακού, αναπληρώνουν σε μεγαλομανία ό,τι τους λείπει σε πνευματικά ενδιαφέροντα και ευγενείς αξίες.

Δεν θα αποτελούσε έκπληξη αν επισημαίναμε ότι τα πιο επισφαλή σημεία του ναρκισσιστικού συστήματος βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στο παιδί. Η τόσο συγκινητική, πράγματι παιδική, αγάπη των γονέων, ενδεχομένως, κάποιες φορές, να υποδηλώνει τον αναγεννημένο ναρκισσισμό τους: υλοποίηση των ανεκπλήρωτων ευσεβών πόθων τους ή αναβίωση και αναπαραγωγή του εαυτού τους.

Στη μετα-μοντέρνα ναρκισσιστική κοινωνία, ο πλουτισμός, ως ένδειξη ατομικής και κοινωνικής προόδου, έχει τελειώσει· στο εξής, η «καταξίωση» έχει πια μόνο ψυχολογική σημασία. Η επιδίωξη του πλούτου έχει ως μοναδικό αντικειμενικό σκοπό να προκαλεί τον θαυμασμό και τη ζήλια. Η επιθυμία αναγνώρισης έχει αποικιστεί από τη ναρκισσιστική λογική. Αυτό ακριβώς είναι, κυρίως, ο ναρκισσισμός: η επικοινωνία με το παιχνίδι των επιφάσεων, στο οποίο οι φιλίες συμμέτοχες κάποιες φορές κι αυτές.

Η καθαρή αδιαφορία και η απο-πολιτικοποίηση της μετα-μοντέρνας κοινωνίας, της οποίας μάρτυρες είμαστε, όπως και η συναισθηματική αποξένωση από τα μεγάλα ιδεολογικά συστήματα αναφοράς, δεν σημαίνουν όμως αδιαφορία για την δημοκρατία. Η δημοκρατία έχει γίνει δεύτερη φύση, περιβάλλον, ατμόσφαιρα.

Η «επανάσταση των διεκδικήσεων» που συμπίπτει με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και την μετα-μοντέρνα κίνηση περιορισμού των ατομικών και θεσμικών αντιστάσεων, συντελεί στην ενίσχυση μιας βαθειάς και επίμονης κρίσης. Η μετα-μοντέρνα δημοκρατική κοινωνία έχει διεκδικήσεις τις οποίες αδυνατεί να ικανοποιήσει η παραγωγική της ικανότητα.

Η νεωτερική κοινωνία ήταν κατακτητική, στοιχειωνόταν από την παραγωγή και την επανάσταση. Η μετα-μοντέρνα εποχή στοιχειώνεται από την πληροφορία και την επικοινωνία. Ο δυτικός πολιτισμένος κόσμος της μετα-μοντέρνας εποχής υποθάλπει ανιστορικές αυταπάτες, παίζει τον μη κομφορμιστή, επιμένει να διατηρεί την ανορθολογικότητά του, με τον λαϊκισμό να έχει γίνει καθολική αρχή και με την χειρότερη έκβαση να κληρονομήσουν τη γη ο αντιδραστικός αυταρχισμός και ο νατιβισμός. Μία εποχή χωρίς μείζονα συντεταγμένη, όπου οι άκαμπτες αντιθέσεις σβήνουν και οι υπέροχες απομαγεύονται και γίνονται συγκεχυμένες.

Όταν οι μεγάλες αξίες της νεωτερικής Δύσης δεν ενθουσιάζουν πια κανέναν, όλες οι συμπεριφορές μπορούν να συγκατοικούν χωρίς να αλληλοαποκλείονται, αυτό αποκαλύπτει ότι η μετα-μοντέρνα στιγμή είναι κάτι περισσότερο από μόδα, που δε θα πάψει να παράγει σημασίες.

Καμία πολιτική  ιδεολογία δεν είναι πια ικανή να συνεγείρει τα πλήθη, η πολιτική της μετα-μοντέρνας εποχής δεν έχει πια είδωλο ούτε ταμπού, δεν έχει πια λαμπρή εικόνα του εαυτού της. Η πολιτική, διαλύοντας την αυστηρή και ιδεολογική συνείδηση, έχει εισέλθει στην θεαματική εποχή: ένα σύνολο εικόνων που μεταμορφώνει την πολιτική σε θέαμα, δημιουργεί σύνθετες διαιρέσεις απόκρυψης της αλήθειας και διαστρέβλωσης των αληθινών σχέσεων του κόσμου αυτού˙ στο εξής, με έναν απροσδόκητο τρόπο, μας κυβερνά η απάθεια.

Όμως, η αδιαφορία μεγαλώνει χωρίς ανησυχία ούτε καταγγελία. Οι θεσμοί αναπαράγονται, το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί μέσω των εσωτερικών του εντάσεων και αντιφάσεων, ολοένα περισσότερο ελεγχόμενο από τους ″ειδικούς″ τους τελευταίους ιερείς, όπως θα έλεγε ο Νίτσε.

Ωστόσο, πουθενά το φαινόμενο δεν είναι τόσο ορατό όσο στην εκπαίδευση, όπου μέσα σε μερικά χρόνια, με αστραπιαία ταχύτητα, το κύρος και η αυθεντία των διδασκόντων έχουν σχεδόν πλήρως εξαφανισθεί. Η κοσμική ιεροποίηση της νέας εποχής διαβρώνει τις ιεραρχίες και τις τιμές.

Η ομιλία του διδάσκοντος έχει αποϊεροποιηθεί, κοινοτοποιηθεί και η εκπαίδευση, μια μηχανή εξουδετερωμένη από την απάθεια των διδασκομένων, επιδεικνύει διασπασμένη προσοχή και αμέριμνο σκεπτικισμό απέναντι στη γνώση. Σημαδειακή είναι αυτή η αποξένωση της γνώσης ͘  πολύ περισσότερο από τη μεταβαλλόμενη άλλωστε ανία των διδασκομένων.

Έτσι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αμφισβήτηση έχει σβήσει και οι απεργίες της εποχής, μετά το 1968, έχουν εξαφανιστεί. Από εδώ απορρέει η μετα-μοντέρνα αδιαφορία.

Στον ορίζοντα της ερήμου των μητροπόλεων, ο Μάης του 1968 σκιαγραφείται –παρά τη ζωντανή του ουτοπία μιας άλλης ζωής– ως ένα κίνημα ανεκτικό και χαλαρωμένο, συμβατό με την αξία της οντολογικά ελεύθερης ατομικής μονάδας. Η πρώτη αδιάφορη επανάσταση, επανάσταση χωρίς τελικότητα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς πολιτική στελέχωση.

Βέβαια, μην έχουμε ψευδαισθήσεις: ο ατομικισμός –στον οποίο συγκαταλέγεται ο ναρκισσισμός– δεν είναι νεοπλασία, αλλά η μεγέθυνση ενός δευτερογενούς ατομικισμού, εποικοδομούμενου πάνω στην επινόηση του ελεύθερου και αυτόνομου ατόμου των νεωτερικών κοινωνιών και φιλελεύθερων πολιτικών καθεστώτων.  

Η εξάπλωση του ατομικισμού εμποδίστηκε, μέχρι σήμερα, από πανίσχυρους θεσμούς, σκληρές ιδεολογίες και ήθη. Αυτό ακριβώς το έσχατο σύνορο, χάνοντας τα συμβατικά του κρατήματα, καταρρέει σήμερα με εκκωφαντικό θόρυβο. Έτσι, εισερχόμαστε στη μετα-μοντέρνα εποχή, μία νέα δημοκρατική εποχή, με ένα νέο ανθρωπολογικό τύπο ατόμου να αναδύεται, που καθορίζεται από την εξατομίκευση, με το πρωτείο του ναρκισσισμού που επικυρώνεται. Ένα νέο κοινωνικό μοντέλο που παράγει την ανάγκη κριτικού αναστοχασμού για τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας, ως νομοτέλεια.

Μήπως, ωστόσο, το βαθύτερο πρόβλημα των στρεβλώσεων της δημοκρατίας πρέπει να αναζητηθεί στην αποτυχία του φιλελευθερισμού που, όπως επισημαίνει στο βιβλίο του «Γιατί απέτυχε ο φιλελευθερισμός», ο πολιτικός φιλόσοφος στο πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ, Πάτρικ Ντενίν, ευνοώντας τις ατομικές ακρότητες, διαστρέβλωσε την έννοια της ελευθερίας –με την αλλόκοτη ταύτισή της με την ικανοποίηση όλων των επιθυμιών μας– οδήγησε στην απώλεια του νοήματος και της κοινότητας και αυτού του ίδιου του φιλελεύθερου οράματος της αυτόνομης κοινωνίας;

Θα μπορούσαμε να πούμε, όμως, ότι ίσως η προσέγγιση αυτή είναι άδικη διότι έτσι αμφισβητείται ο Διαφωτισμός και όλη η φιλελεύθερη παράδοση μέχρι σήμερα.

Βέβαια, θα πρέπει να αναφέρουμε επιπλέον ότι σε ένα παγκοσμοποιημένο, μπερδεμένο κόσμο, καθώς και σε μία περισσότερο κυνική εποχή, όπως είναι η δική μας σήμερα, στην οποία ανησυχούμε συνεχώς αν είμαστε παραγωγικοί, επαρκείς, όμορφοι, νέοι, άφθαρτοι, αλλά όχι στ΄ αλήθεια ευτυχισμένοι, ο σκεπτικισμός απέναντι στις κοινωνικές ουτοπίες και στη συνειδητοποιημένη ανάγκη για ιστορίες, έχει παροπλίσει αυτούς που με την διακηρυγμένη αντίδρασή τους σ’ αυτό –τόσο ανθρώπινη, τόσο εύθραυστη– απογοητευμένοι αγωνίζονται μόνο για την τελειοποίηση της ψυχής τους, ξαναγράφοντας ένα συντακτικό της ανθρώπινης ψυχής.

Σε κάθε περίπτωση, η μετα-μοντέρνα κοινωνία πραγματώνει το φιλελεύθερο ιδεώδες της ατομικής αυτονομίας και ας του δίνει προφανώς πρωτοφανές περιεχόμενο.

*Η Αικατερίνη Μπέζα - Τσουρουπάκη είναι συμβολαιογράφος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ