- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Το έγκλημα που πάγωσε την Ελλάδα: Πατέρας, γιος και το πενταπλό φονικό με τους κυνηγούς στο Αγρίνιο
Πέντε φόνοι και δυο αυτοκτονίες επειδή περπάτησαν στο χωράφι τους
Το φονικό ντουέτο πατέρα και γιου που συγκλόνισε το Αγρίνιο: Ένα βοσκοτόπι, δύο όπλα, πέντε νεκροί, μια κηλίδα αίματος και μια ομολογία
Το Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2006, πέντε φίλοι κυνηγοί από ένα χωριό του Αγρινίου πήγαν για κυνήγι έξω από ένα άλλο κοντινό χωριό, τα Kαλύβια. Ήταν όλοι συγγενείς μεταξύ τους (δυο αδέρφια 23 και 21 ετών και τα τρία πρώτα ξαδέρφια τους 33, 32 και ο βενιαμίν Αλέξης 17 ετών). Το απόγευμα στις 5 μ.μ ο πατέρας του Αλέξη είχε λάβει μια κλήση από τον γιο του, στην οποία πρόλαβε μόνο να του πει «πατέρα» και τίποτε άλλο.
Όσο περνούσε η ώρα και δεν γυρνούσε κανείς από την πενταμελή συντροφιά, πήγε να τους αναζητήσει στην περιοχή που ήξερε ότι θα κυνηγούσαν. Εκεί βρήκε το κυνηγόσκυλο και το αυτοκίνητό τους, αλλά στη συνέχεια άρχισε να ανακαλύπτει τα πτώματα των πέντε αντρών. Ήταν διασκορπισμένα μέσα σε ένα χωράφι, με το τελευταίο -του μικρού Αλέξη- 100 μέτρα μακριά.
Οι αστυνομικοί που κλήθηκαν στο σημείο παρατήρησαν από την πρώτη στιγμή ότι μέσα στο χωράφι υπήρχε ένα κοπάδι πρόβατα. Μέσα σ’ αυτό το χωράφι υπήρχαν δύο πτώματα κι εκεί κοντά, στον αγροτικό δρόμο, υπήρχαν στη σειρά άλλα τρία πτώματα. Φαινόταν ότι τα θύματα είχαν προσπαθήσει να διαφύγουν, να διασκορπίζονται, όταν άρχισε να εκτυλίσσεται κάποιο περιστατικό στο χωράφι. Με τη σκέψη αυτή και έχοντας κάνει αυτοψία του χώρου, η αστυνομία ξεκίνησε τις προσαγωγές κατοίκων της περιοχής, σχηματίζοντας έναν κύκλο υπόπτων για το έγκλημα.
Το νήμα της υπόθεσης ξετυλίχθηκε από έναν βοσκό, συγχωριανό της οικογένειας Φούκα στα Καλύβια Αγρινίου.
Χωρίς να το γνωρίζουν, οι πέντε κυνηγοί είχαν βρεθεί μέσα στο βοσκοτόπι του 73χρονου Λυσίμαxου Φούκα, ο οποίος είχε τη φήμη του νταή στο χωριό και του 37χρονου γιου του, του Διονύση Φούκα, για τον οποίο είχαν όλοι στο χωριό να πουν τα καλύτερα λόγια. Ο βοσκός ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι ο Λυσίμαχος και ο Διονύσης Φούκας ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που είχαν δει ζωντανούς τους πέντε νεαρούς κυνηγούς.
Ο ίδιος τους είχε ειδοποιήσει ότι είχαν μπει κυνηγοί με τα σκυλιά τους στο χωράφι με το τριφύλλι και τα πρόβατα είχαν τρομάξει. Παρότρυνε τον Λυσίμαχο Φούκα να πάει επιτόπου να κοιτάξει. Αυτή η συνομιλία μαθεύτηκε στην περιοχή τις πρώτες κιόλας ώρες μετά την ανεύρεση των πέντε θυμάτων. Ο βοσκός ήταν από τους πρώτους που κάλεσε η Αστυνομία για να επιβεβαιώσει το περιστατικό, αλλά αυτός το είχε αρνηθεί -ίσως από φόβο μήπως έκανε λάθος ή από φόβο εκδίκησης ή από φόβο μη μπλέξει. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν γενικά απρόθυμοι να μεταφέρουν οποιαδήποτε πληροφορία στις αρχές.
Το έγκλημα ήταν σπάνιο και σοκαριστικό. Η περιοχή γέμισε δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ ήταν καθημερινά, όσο η αστυνομία έπαιρνε καταθέσεις.
Αρχικά η εικασία ήταν ότι οι κυνηγοί άθελά τους είχαν δει κάποια παράνομη δοσοληψία μεταξύ συμμοριών και τους εκτέλεσαν για να τους κλείσουν τα στόματα -η χαριστική βολή που έφεραν τα πτώματα χαρακτηρίζει τους επαγγελματίες δολοφόνους. Ο κύκλος των υπόπτων περιορίστηκε, όταν ο βοσκός, ο μάρτυρας-κλειδί, αποφάσισε να καταθέσει στην Αστυνομία τη Δευτέρα το πρωί. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο κύκλος των υπόπτων περιορίστηκε.
Ο Διονύσης και ο Λυσίμαχος Φούκας είχαν υποστηρίξει ότι ο γιος βρισκόταν με την αδελφή του στο σπίτι κι ο πατέρας με τη μάνα στη στάνη, αλλά δεν είχαν ακούσει πυροβολισμούς γιατί βέλαζαν τα πρόβατα. Όμως μετά τη νέα μαρτυρία του βοσκού, αποκαλύφθηκε το ψέμα τους. Τώρα η αστυνομία έπρεπε να ταυτίσει παρουσία προσώπων στον χώρο του εγκλήματος. Έγινε προσαγωγή πατέρα και γιου στην Ασφάλεια Αγρινίου και έρευνα στο σπίτι τους.
Εκεί βρέθηκαν δύο όπλα και όπως αποδείχθηκε με την ολοκλήρωση της βαλλιστικής εξέτασης το ένα από τα δύο ήταν το όπλο του φόνου. Το ελαφρύ τραύμα από σκάγια που έφερε στη δεξιά κλείδα ο Διονύσης Φούκας είχε συνδεθεί με τον τόπο του πενταπλού φονικού. Ήταν μια κηλίδα αίματος που είχε εντοπισθεί και ταυτοποιήθηκε με εξέταση DNA.
Ένα ακόμη ψέμα του Διονύση Φούκα προς τους αστυνομικούς, κατά την πρώτη του εξέταση, αφορούσε τον χρόνο κατά τον οποίο είχε πάει τελευταία φορά για κυνήγι. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του είχε είκοσι μέρες να πάει για κυνήγι. Όμως, ρούχα του που βρέθηκαν στο σπίτι είχαν πρόσφατα ίχνη πυρίτιδας, που δε θα υπήρχαν αν έλεγε την αλήθεια.
Ένα αποτύπωμα πατημασιάς είχε εντοπιστεί στο χωράφι κοντά στα πτώματα. Ο τόπος του εγκλήματος ήταν ανέπαφος, όταν είχαν φτάσει οι έμπειροι αξιωματικοί της αστυνομίας και γι’ αυτό η υπόθεση ήταν εύκλο να εξιχνιαστεί. Τα στοιχεία που είχαν συλλέξει και η λογική του χώρου τούς οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ό,τι συνέβη εκεί, είχε σχέση με την περιοχή, με τους ανθρώπους της περιοχής. Στη στάνη, βρέθηκαν οι λασπωμένες γαλότσες που φορούσε ο Διονύσης την ώρα του εγκλήματος.
Στην αρχική κατάθεση του ο Διονύσης Φούκας ανέφερε ότι την ημέρα του εγκλήματος δεν βρισκόταν καν στο βοσκότοπο. Η συμπεριφορά του ωστόσο και ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε, τον κατέστησαν βασικό ύποπτο, με αποτέλεσμα να συλληφθούν τόσο αυτός, όσο και ο πατέρας του. Στην ανάκριση, δεν άντεξαν την πίεση των αστυνομικών και ομολόγησαν. Ο καθένας προσπαθούσε να πάρει την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσει τον άλλο.
Ο Λυσίμαχος Φούκας κατέθεσε ότι ο Διονύσης δεν τράβηξε όπλο, ενώ ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του είχε αφήσει την καραμπίνα του στο αυτοκίνητο και δεν οπλοφορούσε τη στιγμή του μακελειού. Οι αστυνομικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εκείνος που σήκωσε το όπλο ήταν ο Διονύσης και ηθικός αυτουργός ο πατέρας του. Τέλικα, ύστερα από μέρες, αποκαλύφθηκαν οι λεπτομέρειες του φρικτού εγκλήματος.
Το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου 2006, πατέρας και γιος έφτασαν στο σημείο όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες του βοσκού βρίσκονταν οι πέντε κυνηγοί. Δεν τους βρήκαν εκεί και ο Διονύσης Φούκας έφυγε, αφήνοντας πίσω τον πατέρα του. Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσε τον πατέρα του να λογομαχεί και γύρισε πίσω. Όταν επέστρεψε κρατούσε μια καραμπίνα. Σύμφωνα με την κατάθεση τους, οι κυνηγοί άρχισαν να βρίζουν και να εκτοξεύουν απειλές, ενώ το όπλο του ενός εκπυρσοκρότησε κατά λάθος. «Mου χάλαγαν τους φράχτες και τρόμαζαν τα πρόβατα. Άκουσα τον καβγά με τον πατέρα μου. Mετά πυροβολισμό. Γύρισα. Ένας απ’ αυτούς πήγε να μου πιάσει το χέρι κι εγώ τραβήχτηκα πίσω και ξεκρέμασα το όπλο μου», είπε ο Διονύσης Φούκας.
«Τότε με πυροβόλησε στα πόδια. Έτσι ξεκίνησε το κακό. Φοβήθηκα ότι θα μας σκότωναν και δεν ήξερα τι έκανα. Έριχνα σε όποιον έβλεπα μπροστά μου. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση τους. Δεν θα γινόταν τίποτα εάν δεν με έβριζαν και δεν με πυροβολούσαν».
Μετά το μακελειό, πατέρας και γιος είχαν διατηρήσει την ψυχραιμία τους και επέστρεψαν πίσω στο χωριό τους. Ο Διονύσης Φούκας έβγαλε τα ματωμένα ρούχα του και τα πέταξε στον βόθρο του σπιτιού του. Έκανε μπάνιο και πήγε στο καφενείο της πλατείας.
Οι τηλεοπτικές κάμερες τον κατέγραψαν ως τάχα αθώο κάτοικο να μιλάει για το φονικό που διαπράχθηκε και να ζητάει την παραδειγματική τιμωρία των δραστών. Εννέα μήνες αργότερα, έγκλειστος στις φυλακές Ναυπλίου και προτού ακόμα διεξαχθεί η δίκη της υπόθεσης, έλεγε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να εξαγνιστεί η ψυχή του.
«Είμαι ένοχος. Σκότωσα πέντε ανθρώπους, πρέπει να τιμωρηθώ χωρίς ελαφρυντικά. Σκέφτομαι ξανά και ξανά εκείνη τη διαβολεμένη στιγμή και δε μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Εκείνη την ώρα δεν ήταν ο Διονύσης, ήταν ο… έξω από εδώ».
Το σοκ στο χωριό τους ήταν μεγάλο. Παρότι ο 73χρονος είχε τη φήμη του νταή, του καβγατζή και του μάγκα, δεν περίμεναν ότι θα μπλεκόταν ποτέ σε τόσο φρικτό φονικό. Όταν ήταν νέος είχε μαχαιρώσει κάποιον για τα πρόβατα και έλεγαν ότι στα πανηγύρια πυροβολούσε τις λάμπες και γελούσε. Οι συγχωριανοί του έλεγαν επίσης ότι ήταν κακός σύζυγος και πατέρας, ότι καταπίεζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πολλοί κατηγόρησαν τον πατέρα ότι ήταν αυταρχικός, είχε τον γιο του υποχείριο και ουσιαστικά εκείνος του όπλισε το χέρι. Για τον Διονύση όμως είχαν μόνο καλά λόγια να πουν («ένα παιδί που νήστευε, που κοινωνούσε τακτικά, χαμηλών τόνων, βοηθούσε τους πάντες»). Είπαν ότι ετοιμαζόταν να παντρευτεί και ότι στήριζε οικονομικά την χωρισμένη αδελφή του.
Τον Μάρτιο του 2008 έγινε η δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αιγίου. Εκεί ο Διονύσης Φούκας είπε: «Δεν είχα πρόθεση να κάνω κακό, ούτε ο πατέρας μου με ενθάρρυνε, κατηγορείται άδικα. Βρισκόμουν εν βρασμώ ψυχής και αυτό δεν αποτελεί ελαφρυντικό. Από την πρώτη στιγμή το είχα πάρει απόφαση να αυτοκτονήσω, αλλά δεν είχα το κουράγιο. Δεν θέλω τίποτα λιγότερο από ισόβια».
Καταδικάστηκαν και οι δυο σε 5 φορές ισόβια.
Δυστυχώς αυτή η φρικτή υπόθεση είχε έναν δραματικό επίλογο με δυο ακόμη θύματα, τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία των πέντε κυνηγών. Η 52χρονη μητέρα του 17χρονου Αλέξη που δε συμφιλιώθηκε ποτέ με την απώλεια του γιου της αυτοκτόνησε με φυτοφάρμακο. Λίγες ώρες αργότερα η 16χρονη κόρη της τη βρήκε νεκρή και έδωσε τέλος στη ζωή της με τον ίδιο φρικτό τρόπο.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δύο γυναίκες φέρεται να μη φορούσαν ζώνη ασφαλείας
Οι τρεις ενέδρες και οι ξυλοδαρμοί
Ο θάνατος μπορεί να είναι σύντομος και απλός· η πορεία προς αυτόν όμως χρειάζεται τρυφερότητα, υποστήριξη και συντροφιά
Οι Αρχές των δικαστηρίων ειδοποίησαν αμέσως το ΕΚΑΒ
Φίλοι και συγγενείς τον αποχαιρέτησαν κρατώντας λευκά τριαντάφυλλα
«Του είπα ξέρω ότι τον φάγανε. Τον χτύπησαν!», είπε ο ψαράς
Έκτακτη διακοπή στην κεντρική αγορά της πόλης - Συνεργεία εργάζονται για αποκατάσταση
Τα ίχνη της χάθηκαν την Τετάρτη
Την εξύβριζαν συστηματικά
Οι επιβαρυντικοί παράγοντες κινδύνου
Εντείνονται οι κινητοποιήσεις - Αναμένονται κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχεια
Η σχέση των Ελλήνων πολιτών με την ιδιωτικότητα
Δύσκολη κατάσταση σε Μάνδρα και Νέα Πέραμο
Οι πρώτες εκτιμήσεις των αρχών
«Τα ύψη βροχής στη Δυτική Αττική εξηγούν τις πλημμύρες» εξηγεί ο Θ. Κολυδάς
Πλημμύρισαν σπίτια - Τι λέει ο δήμαρχος
Συναγερμός στην Πυροσβεστική για πλημμυρισμένα σπίτια και εμπόδια σε δρόμους
Νωρίτερα είχε διακοπή η κυκλοφορία σε τμήμα της
Κλειστοί δρόμοι από τις κατολισθήσεις
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.