Ελλαδα

Πέθανε ο ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης

Εκπρόσωπος της γενιάς των beat ποιητών

62224-137655.jpg
Newsroom
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πέθανε ο ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης

Σπύρος Μεϊμάρης: Πέθανε ο ποιητής - Η πορεία και οι «δραπετεύσεις» από την Ελλάδα

Ο ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Υπήρξε ο πιο γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς των beat ποιητών.

Ποιος ήταν ο Σπύρος Μεϊμάρης

Ο Σπύρος Μεϊμάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Το 1959-60 βρίσκεται στο San Francisco και παρευρίσκεται στο ξεκίνημα της Βeat Generation. Γνωρίζεται με τον ποιητή Lawrence Ferlinghetti, εκδότη των City Lights Books και αρχίζει να γράφει ποίηση στα Αγγλικά. Το 1961 τον επισκέπτεται στην Αθήνα ο Αllen Ginsberg και ξεκινάει μία φιλική σχέση μαζί του που διήρκεσε έως το θάνατο του Αμερικανού ποιητή το 1997. Αρχίζει μια σειρά περιπλανήσεων που τον οδηγούν στη Βηρυτό, στο Παρίσι, στην Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Βερολίνο, όπου θα γνωρίσει πολλούς από τους πρωταγωνιστές των σύγχρονων καλλιτεχνικών τάσεων.

Στο Παρίσι το 1962 συχνάζει στο ιστορικό Beat Hotel της Rue Git-Le-Coeur και συναντά τους William Burroughs, Gregory Corso, Peter Orlovsky και Sinclair Beiles. Λίγο αργότερα στην Ταγγέρη θα γνωρίσει τον Paul και τη Jane Bowles. Έζησε κάποια χρόνια στο Los Angeles και τελευταία είχε αποσυρθεί στη Σαλαμίνα όπου ασχολείτο αποκλειστικά με το γράψιμο.

Σπύρος Μεϊμάρης: Όσα είχε εκμυστηρευτεί στην ATHENS VOICE

To 2013 o Σπύρος Μεϊμάρης μίλησε στην ATHENS VOICE και την Ευγενία Μίγδου

Το 1951 βγαίνει στην Αμερική το βιβλίο «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, το 1955 το «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Και τα δύο τάραξαν τα λογοτεχνικά ύδατα, αλλά και τα κοινωνικά δεδομένα στην Αμερική. Πότε έρχεσαι σε επαφή με το «πνεύμα» των beat; Το 1959 ήταν μία χρονιά συγκλονιστική στην Αμερική. Τα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, ήταν φοβερά. Έχει γραφτεί και σχετικό βιβλίο. Βρίσκομαι λοιπόν εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία 17 ετών, για πρώτη φορά εκεί, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, χάρη σ’ ένα πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών. Πέφτω, δηλαδή, πάνω σε μια χρονική στιγμή όπου ο αντίκτυπος αυτών των δύο έργων είναι τεράστιος. Με το που τα διάβασα άνοιξε ο ουρανός για μένα. Βρήκα σε αυτά μια καθαρά προσωπική γραφή και ποίηση, κάτι το οποίο δεν είχα ξανασυναντήσει σε τέτοιο εύρος. Διάβασα το «Ουρλιαχτό» στο πρωτότυπο, γιατί είναι γραμμένο σε μια γλώσσα καθημερινή. Εάν προσπαθούσα εκείνη την εποχή να διαβάσω τους αναγνωρισμένους ποιητές των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φροστ, Άρσιμπαλ Μακ Λις, οι οποίοι ήταν καθιερωμένοι και ακαδημαϊκοί, ως ένα βαθμό, δεν θα τους καταλάβαινα. Αυτή ήταν μια μεγάλη επανάσταση στα αμερικανικά γράμματα: η ποίηση να μπορεί να απαγγέλλεται, να ακούγεται, όχι μόνο να διδάσκεται στο πανεπιστήμιο ή στο σχολείο.

Ποια ήταν η δική σου σχέση με την ποίηση μέχρι την αποκαλυπτική εκείνη στιγμή που διάβασες το «Ουρλιαχτό»; Με την ποίηση δεν είχα καθόλου σχέση. Στα γυμνασιακά μου χρόνια είχα διαβάσει δύο ποιητές, λίγο Καβάφη, λίγο Καρυωτάκη. Είχα διαβάσει, επίσης, σε μετάφραση Μποντλέρ και Ουόλτ Ουίτμαν. Η ζωγραφική και η μουσική με απασχολούσαν πολύ περισσότερο. Η ζωγραφική, ιδίως, ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Κι αυτό φάνηκε με τις σχέσεις που είχα στην πορεία με ζωγράφους. Με τον Αλέξη Ακριθάκη, τον Αλέξη Ταμπουρά. Μπορούσα πάντα να συμμετέχω στην πραγματικότητα που έβλεπαν οι ζωγράφοι. Κάποια στιγμή, όμως, στην Αμερική, αφού είχα ζωγραφίσει δύο πίνακες, συνειδητοποίησα ότι δεν κάνω για ζωγράφος κι έτσι την άφησα. Παραμένω λάτρης, θιασώτης. Όπως και με τη μουσική. Τι είχε συμβεί; Επηρεασμένος βαθιά από τη γραφή αυτών των ανθρώπων, αποφάσισα να γράψω κι εγώ. Επειδή ήθελα αυτό που θα γράψω να το διαβάσει κάποιος και να μου πει τη γνώμη του, έπρεπε να γράψω στα αγγλικά, που όμως ήταν περιορισμένα. Έτσι προέκυψε μια σειρά από ποιήματα στα αγγλικά, τα οποία τα έδειχνα στους φίλους μου που τους άρεσαν και με ενθάρρυναν.

Είναι η περίοδος που έρχεσαι σε επαφή με τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον εκδότη των City Lights Books. Πράγματι, του είχα στείλει ορισμένα ποιήματα στα αγγλικά και είχε δημοσιεύσει κάποια από αυτά.

Στην εισαγωγή του βιβλίου σου «Δηλώσεις της Σιγαλιάς», γράφεις ότι μετά από αυτή την αμερικανική εμπειρία γύρισες στην Ελλάδα, εν έτει 1960, νιώθοντας «ξένος». Ότι το ταξίδι στην Καλιφόρνια δεν ήταν μόνο ταξίδι στο χώρο αλλά, κυρίως, στο χρόνο. Κάνεις λόγο για μια «οδυνηρή προσγείωση» στην ελληνική πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήμουν σαν εξωγήινος και παρέμεινα έτσι. Στην Αμερική έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Εμφάνιζε ένα πολύ σαφές κομμάτι της πραγματικότητας, όπως το ζούσε η γενιά μου. Ο κινηματογράφος και, ειδικότερα, το Rock n’ Roll, ήταν μία αποκάλυψη πριν από την ποίηση. Αυτοί οι ποιητές για μένα ήταν σαν Rock n’ Roll ποιητές. Δηλαδή προηγούντο των ανθρώπων που έγραψαν στίχους στα ροκ συγκροτήματα στη συνέχεια. Ό,τι ενδιαφέρον συνέβαινε εκείνη την εποχή, συνέβαινε στην Αμερική. Ζωγραφική λόγου χάριν, abstract expressionism, που εγώ λάτρευα, Ρόθκο, Μάδεργουελ, Πόλοκ… Όταν επέστρεψα, ένιωσα εντελώς εκτός χρόνου. Με τους γονείς μου υπήρχαν πάντα συγκρούσεις, το περιβάλλον του σπιτιού ήταν νοσογόνο. «Κάτι έχει αυτός ο άνθρωπος», λέγανε, «πρέπει να τον πάμε στους ψυχιάτρους». Αφού δεν θέλει να δουλέψει, κάθεται και διαβάζει και κρατάει σημειώσεις (ημερολόγιο), δεν είναι καλά. Δραπέτευα κατά καιρούς, μόλις γύριζα όμως πάθαινα κατάθλιψη.

Οι «δραπετεύσεις» αυτές πού σε οδήγησαν; Αφού έμεινα πολύ λίγο στην Ελλάδα, ένα χρόνο περίπου, αποφασίζω να πάω στο Λονδίνο να σπουδάσω κινηματογράφο, όπου μάλιστα είχα γίνει δεκτός σε μια σχολή. Ο πατέρας μου δεν με αφήνει και προτιμάει να με στείλει στο American University of Beirut, να σπουδάσω λογοτεχνία στη Βηρυτό. Πηγαίνω λοιπόν εκεί, έχοντας χρήματα για να γραφτώ και να φοιτήσω για ένα χρόνο. Φτάνοντας, όμως, κάτι μου λέει να μη γραφτώ, να κρατήσω τα χρήματα. Εκεί πέφτω πάνω στον Πίτερ Ορλόφσκι, ο οποίος είχε έρθει από την Ταγγέρη. Εντωμεταξύ, μόλις είχα δει τον Γκίνσμπεργκ στην Αθήνα. (Ο Φερλινγκέτι, πριν την επίσκεψη του Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα, εν έτει 1961, του είχε δώσει ονόματα ανθρώπων να δει εδώ, εμένα και τον Βασίλη τον Βασιλικό). Κάνουμε παρέα, του λέω τα καθέκαστα. Δύο εβδομάδες στη Βηρυτό και μου έρχεται η ιδέα να πάω στο Παρίσι. Φτάνω στη Μασσαλία, φτάνω και στο Παρίσι, όπου ήξερα ένα Βρετανό ζωγράφο, και μένω μαζί του για δύο με τρεις μήνες. Μετά έκανα διάφορα ταξίδια, πήγα Ιταλία, Μαρόκο, Ισπανία, είδα στην Ταγγέρη τον Πολ Μπόουλς και την Τζέιν Μπόουλς. Στο Παρίσι, πήγαινα στην οδό Git le Coeur, στο ξενοδοχείο γνωστό ως «Beat Hotel». Είχα επαφές με τον Χάρολντ Νορς, τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, τη Νάζλι Νουρ, τον Σίνκλερ Μπέιλς. Κανείς από τους beat δεν ήταν τότε γνωστός στην Ευρώπη. Ο Μπάροουζ δεν είχε βγάλει καν το «Γυμνό γεύμα». Ήμασταν λίγοι τότε όσοι είχαμε πιάσει με τις κεραίες μας τη σημαντικότητα αυτών των ανθρώπων.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη ΕΔΩ

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ