Κοσμος

Γιατί είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στην ιστορία;

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στην ιστορία;
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Δεν θα πούμε καμιά βαθιά φιλοσοφική αλήθεια —αλίμονο, δεν έχουμε τα προσόντα—, αλλά κάτι μάλλον απλό και προφανές· το εξής:

Κάθε παρούσα στιγμή συνιστά μια απόλυτη χρονική αιχμή, στην οποία συγκεντρώνεται όλη η ανθρώπινη εμπειρία. Στη συγκεκριμένη στιγμή, αυτήν εδώ, σε αυτό το «τώρα δα» που βιώνει ο καθένας μας, είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη — κι αυτό είναι σπουδαίο, μοναδικό, και ανεπανάληπτο.

Αυτή η προνομιούχα και σπουδαία «τελευταία» θέση στην ιστορία (είμαστε το τέλος του δρόμου που οι ίδιοι χαράσσουμε) έρχεται μαζί με μια εξαιρετική ευθύνη

Είναι προνόμιο μόνο της δικής μας γενιάς αυτό; Όχι. Αλλά και, τρόπον τινά, ναι. Καταρχάς, κάθε γενιά, κάθε άνθρωπος, κάθε στιγμή, βρίσκεται σε μια μοναδική χρονική θέση που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να επαναληφθεί. Αυτό σημαίνει (α΄) ότι κανείς δεν ζει, ούτε μπορεί να ζει, «μετά» από εμάς στη συγκεκριμένη στιγμή, (β΄) ότι εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι φορείς του μέγιστου χρονικού βάθους της ανθρώπινης εμπειρίας, είτε το ξέρουμε είτε όχι, και (γ΄) ότι κουβαλάμε μέσα μας όλη τη συσσωρευμένη γνώση των προηγούμενων γενεών, είτε κατέχουμε μόλις ένα ψήγμα της οι ίδιοι, είτε κατιτί περισσότερο.

Αυτή η προνομιούχα και σπουδαία «τελευταία» θέση στην ιστορία (είμαστε το τέλος του δρόμου που οι ίδιοι χαράσσουμε) έρχεται μαζί με μια εξαιρετική ευθύνη. Καθώς είμαστε οι κληρονόμοι της συνολικής φιλοσοφίας και σκέψης, των επιστημονικών ανακαλύψεων αιώνων, των καλλιτεχνικών δημιουργιών όλων των πολιτισμών, αλλά και των συλλογικών λαθών και διδαγμάτων της ιστορίας, είμαστε επίσης φορείς μιας τριπλής υποχρέωσης: (α΄) προς το παρελθόν: να μελετήσουμε κριτικά, να τιμήσουμε εποικοδομητικά και να αξιοποιήσουμε κατά το δυνατόν αυτή την κληρονομιά, (β΄) προς το παρόν: να ζήσουμε πλήρως τη μοναδικότητα της εποχής μας, και (γ΄) προς το μέλλον: να προετοιμάσουμε το έδαφος για όσους θα έρθουν.

Είναι μοναδικό προνόμιο να είσαι ο τελευταίος· κάτι που σε γεμίζει (ή που τέλος πάντων θα μπορούσε να σε γεμίσει) με μια βαθιά αίσθηση νοήματος και ζωντάνιας.

Η συνειδητοποίηση αυτής της θέσης μας «επιταχύνει» την αίσθηση της ζωής που ούτως ή άλλως μάς συνέχει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της αναβολής, γιατί κάθε στιγμή είναι ανεπανάληπτη εξ ορισμού —χάνεται, δεν θα την ξαναβρούμε ποτέ, κυλά σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλά μας—, κάθε απόφαση επηρεάζει όχι μόνο εμάς ή τους γύρω μας, αλλά και το ίδιο το μέλλον —κανείς δεν είναι μόνος, ούτε μπορεί να μείνει μόνος—, και κάθε εμπειρία είναι η τελευταία της εποχής μας — πράγμα που στα δικά μας αυτιά ακούγεται τρομερό. Εξ ου και είμαστε, ουσιαστικά, υποχρεωμένοι να εκτιμήσουμε τη μοναδικότητα της εποχής μας, να ζήσουμε βαθιά τις εμπειρίες μας, και να αναλάβουμε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος.

Είναι μοναδικό προνόμιο να είσαι ο τελευταίος· κάτι που σε γεμίζει (ή που τέλος πάντων θα μπορούσε να σε γεμίσει) με μια βαθιά αίσθηση νοήματος και ζωντάνιας. Και, ναι, εν πολλοίς είναι και τραγικό: είμαστε, και εννοώ ο καθένας από εμάς, οι ταπεινοί φορείς του μέγιστου χρονικού βάθους της ανθρώπινης εμπειρίας, οι φτωχοί κληρονόμοι όλων των εποχών, οι μοναδικοί μάρτυρες του τέλους μιας εποχής — και ταυτόχρονα οι δημιουργοί μιας νέας.

ΥΓ. Αυτά, όπως προείπαμε, αφορούν (καλύτερα: αφορούσαν) κάθε άνθρωπο και κάθε γενιά που υπήρξε ποτέ. Όμως υπάρχει και κάτι που αφορά ΜΟΝΟ εμάς. Ειδικά και μόνο εμάς. Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις που καμία προηγούμενη γενιά δεν αντιμετώπισε, ακόμη και αυτή που ανακάλυψε τη χρήση της φωτιάς, ή που εφηύρε τον τροχό, την τυπογραφία, τη μηχανή εσωτερικής καύσης και τον υπολογιστή: (α΄) τη διασύνδεση όλης της ανθρωπότητας μέσω του διαδικτύου, (β΄) την τεχνολογική επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης και (γ΄) την αίσθηση ότι πια τίποτε δεν μπορεί να μας φανεί απίθανο ή απραγματοποίητο. Κι αυτά από μόνα τους είναι ήδη πάρα πολλά.

Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

* * *

Θέσαμε αυτούς τους προβληματισμούς στη Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης τού ΕΚΠΑ, και είχε τη γενναιοδωρία να τους σχολιάσει ως εξής:

Δεν έχω να προσθέσω κάτι σε αυτό το κείμενο που περιγράφει μια πλευρά της υπαρξιακής μας συνθήκης. Όπως λέει, όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι σε μια μακρά διαδρομή. Βιώνουμε τη μοναδική κάθε φορά στιγμή που κατέχουμε. «Καμία περίπτωση δεν μοιάζει εντελώς με μιαν άλλη. Ποτέ δεν απαντά μια τέτοια ατομική ομοιότητα που θα έκανε ό,τι είναι βέλτιστο σε μία περίπτωση να είναι βέλτιστο και για μιαν άλλη», έγραφε ο Χέγκελ. Οι στιγμές και οι εποχές δεν επαναλαμβάνονται —αυτό τις κάνει και διακριτές—, οπότε δεν μπορεί η μία να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα —θετικό ή αρνητικό— για μια άλλη. Κάθε εποχή έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ποτέ δεν μπορούν να επαναληφθούν ως έχουν. Απολαμβάνουμε λοιπόν τη μοναδικότητα της συγκυρίας, που είναι, αν το σκεφτούμε αυστηρά, ανυπόστατη. Βρισκόμαστε στη σχισμή, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, σχισμή η οποία κλείνει καθώς παρελθόν και μέλλον «καταπίνουν» αδιάκοπα κι εξαφανίζουν το ρήγμα που ανοίγει το παρόν. Σ’ αυτή τη μετέωρη θέση προσπαθούμε να ισορροπήσουμε, να διανοίξουμε έναν χώρο για να υπάρξουμε και να δημιουργήσουμε, συνδεόμενοι με το παρελθόν και προετοιμάζοντας το μέλλον.

Η εκπαίδευση είναι αυτή που μας συνδέει με το παρελθόν της ανθρωπότητας, ένα παρελθόν δυόμισι χιλιάδων ή και εκατομμυρίων χρόνων που πρέπει να χωρέσει στα μόλις 20 περίπου χρόνια μιας εκπαίδευσης.

Τελευταίοι καθώς είμαστε στη σειρά των γενεών, γινόμαστε οι παραλήπτες όλης της παρακαταθήκης της ανθρωπότητας. Εμείς τη διασώζουμε παίρνοντας τη σκυτάλη αλλά κι εμείς, παραλαμβάνοντάς την, γινόμαστε άνθρωποι. Η εκπαίδευση είναι αυτή που μας συνδέει με το παρελθόν της ανθρωπότητας, ένα παρελθόν δυόμισι χιλιάδων ή και εκατομμυρίων χρόνων που πρέπει να χωρέσει στα μόλις 20 περίπου χρόνια μιας εκπαίδευσης. Πρέπει σ’ αυτά τα 20 χρόνια να παραλάβουμε όλη αυτή την κληρονομιά, τις έννοιες, τις διακρίσεις, τα επιτεύγματα, τους ήρωες, τις μεγάλες αλλά και τις καθημερινές στιγμές, την κιβωτό της ανθρωπότητας, όλα αυτά που μας κάνουν αυτούς που είμαστε. Κάθε τι που κάνουμε, σκεφτόμαστε, λέμε, σχεδιάζουμε, έχει μια ιστορία, ένα παρελθόν που το φέρει μαζί του, το κουβαλά, είναι μέρος της ταυτότητάς του.

Μέσα σ’ αυτά τα 20 χρόνια της εκπαίδευσης, τα μικρά νήπια πρέπει να γίνουν μέρος του ανθρώπινου γένους, να παραλάβουν την παρακαταθήκη αυτή και, στη σύντομη ζωή τους πάνω στη γη, να προσπαθήσουν να την εμπλουτίσουν και να την επεκτείνουν για να την παραδώσουν στους επόμενους. Αν δεν υπήρχε η οργανωμένη εκπαίδευση και η παιδεία —μια πανάρχαια διαδικασία, από τις απαρχές του πολιτισμού—, θα ήμασταν πάντα υποχρεωμένοι να ανακαλύπτουμε εξ αρχής τον τροχό, ή έστω να μαθητεύουμε δίπλα στους αμέσως προηγούμενους έχοντας τους ορίζοντές μας κλειστούς και περιορισμένους. Η εκπαίδευση μας παρέχει τα εφόδια και να την υπερβούμε.

Είμαστε οι κυρίαρχοι της στιγμής

Αν σκεφτόμαστε έτσι την εκπαίδευση και την παιδεία, θα συναισθανθούμε την τεράστια ευθύνη που φέρουμε να το κάνουμε όσο πιο καλά μπορούμε, που σημαίνει όσο πιο μελετημένα — γιατί δεν υπάρχει ένας ιδεώδης τρόπος που πρέπει να ανακαλύψουμε. Πρέπει εμείς να δούμε τι θέλουμε να αναδείξουμε από αυτό το παρελθόν, μακρινό αλλά και πιο πρόσφατο, με ποιες πλευρές του παρελθόντος θέλουμε να συνδεθούμε, πού θέλουμε να πάμε και τι να επιτύχουμε. Είμαστε οι κυρίαρχοι της στιγμής. Εμείς φτιάχνουμε το μέλλον που, μπορεί να έρχεται με ταχύτητα, αλλά εξακολουθούμε να είμαστε οι οδηγοί σε αυτήν την πορεία.

Το να είσαι ο τελευταίος, γράφει ο Κυριάκος Αθανασιάδης, θα μπορούσε να σε γεμίσει με μια βαθιά αίσθηση νοήματος. Πράγματι· αν καταφέρεις στη σχισμή του χρόνου που έχεις στη διάθεσή σου να αρθείς πάνω από τις συμπληγάδες της τετριμμένης καθημερινότητας και να κοιτάξεις από ψηλά, τότε, όπως λέει και ο Βιτγκενστάιν, μπορεί να δεις τον κόσμο σωστά. Όχι ως ένα σύνολο διάσπαρτων φυσικών γεγονότων αλλά ως ένα όλον που μας παρουσιάζεται φωτισμένο και μαγικό. Δηλαδή με νόημα.

Β.Κ.

Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

 

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα: Καλοκαιρινό διάλειμμα.

Καλοκαίρι, βιβλία, και το δικαίωμα στην παύση

Υπάρχουν στιγμές μέσα στον χρόνο που το σώμα και το μυαλό μας δεν ζητούν τίποτε άλλο πέρα από μια επιβράδυνση. Σαν κάποιος να καρφώνει απαγορευτικές ταμπέλες στην άμμο: «Όχι στόχοι, όχι πίεση, όχι παραγωγικότητα». Και το καλοκαίρι είναι ακριβώς αυτό: μια ευκαιρία να χαμηλώσουμε τον ρυθμό και να θυμηθούμε πώς είναι να υπάρχουμε χωρίς να κυνηγάμε διαρκώς κάτι. Η ραστώνη των καλοκαιρινών ημερών δεν είναι τεμπελιά αλλά ανάγκη. Είναι ο τρόπος του νευρικού μας συστήματος να επανέλθει, να ξεδιπλώσει ό,τι είχε σφιχτεί μέσα στον χειμώνα και να ανασάνει. Όταν αφήνουμε τον εαυτό μας να καθίσει λίγο παραπάνω στη σκιά, να μείνει λίγο παραπάνω στη σιωπή, κάτι πολύτιμο αρχίζει να λειτουργεί: η αποσυμπίεση.

Μέσα σε αυτή τη σιωπή, βρίσκουν θέση και τα βιβλία. Όχι σαν καταναγκασμός ή υποχρέωση, αλλά σαν επιλογή. Ένα μυθιστόρημα μπορεί να σε πάρει απ’ το χέρι και να σε ταξιδέψει μακριά, χωρίς εισιτήριο. Ένα βιβλίο ψυχολογίας μπορεί να ρίξει φως εκεί όπου εδώ και καιρό υπήρχε μόνο θόρυβος. Και, κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβεις, οι λέξεις γίνονται μια συντροφιά που σε ηρεμεί. Κι ίσως τότε να επιστρέψουν και εκείνες οι καλοκαιρινές παιδικές αναμνήσεις — όταν ξυπνούσαμε χωρίς ξυπνητήρι, όταν διαβάζαμε κάτω από τα δέντρα, όταν το απόγευμα μύριζε καρπούζι και αντηλιακό. Ο εαυτός μας είναι ολόκληρος εκεί, σε ένα ατελείωτο καλοκαίρι.

Σε μια εποχή όπου τα πάντα τρέχουν, το να σταθούμε για λίγο είναι μια πράξη φροντίδας, όχι πολυτέλεια. Για να ακούσουμε τι χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια, για να αφήσουμε χώρο σε νέες σκέψεις, ή και σε καμία. Αν κάτι μάς χαρίζει το καλοκαίρι, είναι αυτή τη σπάνια άδεια να μην κάνουμε τίποτα — και αυτό να είναι αρκετό.

Καλό καλοκαίρι — με ξεκούραση, ελαφρότητα και στιγμές που μένουν.

Καλοκαιρινό διάλειμμα

* * *

ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ

Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Ανατομία ενός πίνακα.

Το μυστικό του δείπνου 

Ας δούμε σήμερα έναν πίνακα, και πώς να τον διαβάσουμε. 

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Δώδεκα άνθρωποι και τρία κατοικίδια ζουν σ’ αυτόν τον πίνακα. Κάτι, όμως, αόριστα ανησυχαστικό πάει πολύ στραβά σε τούτη την παρέα, κάτι αταίριαστο με την ειδάλλως ευφρόσυνη περίσταση ενός πλούσιου τραπεζιού. Το υπαινίσσονται, αποφεύγοντας να το κραυγάσουν, οι ψηφίδες που γεμίζουν τη σύνθεση με λεπτομέρειες συγκρατημένων συναισθημάτων και εκρηκτικών προθέσεων, πολύ ταιριαστά αν λάβει κανείς υπόψη πως η «Ισαβέλλα» είναι έργο του Τζων Έβερετ Μιλαί, ενός από τους ιδρυτές της Αδελφότητας των Προ-Ραφαηλιτών στη Βικτωριανή Βρετανία του 19ου αιώνα.

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Ένα κυνηγόσκυλο στ’ αριστερά κοιμάται εμβρυϊκά κουλουριασμένο κάτω από μια πολυθρόνα που ενοχλεί το μάτι μας γιατί γέρνει τόσο επισφαλώς προς τα μπρος, κι ίσως, όταν επανέλθει στη θέση της, να το πατήσει. Η αμεριμνησία στον ύπνο του ζωντανού συγκρούεται με την ορμητικότητα του νεαρού που κάθεται στην πολυθρόνα, προσηλωμένος σε κάτι που συμβαίνει ακριβώς μπροστά του, ώστε ν’ αδιαφορεί για το λαγωνικό που κοιμάται πίσω και από κάτω του. 

Το μοτίβο, βέβαια, ενός σκύλου που κουρνιάζει κάτω από ένα κάθισμα, π.χ. έναν δίφρο, μας έρχεται από τη βαθιά αρχαιότητα, μα εκεί για να γεμίσει τον χώρο (horror vacui), ενώ εδώ για να μας προειδοποιήσει να ξυπνήσουμε, «όχι εδώ, όχι εδώ, κοιμισμένοι, αλλού είναι η δράση». 

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Απέναντι στα δεξιά τού πίνακα, ένα άλλο ίδιο κυνηγόσκυλο είναι σε εγρήγορση. Το κεφάλι του δείχνει να συνθλίβεται κομψά ανάμεσα στον μηρό και στο τρυφερό χάδι από το πανάλαφρο χέρι μιας νεαρής κοπέλας, της Ισαβέλλας. Αντί, όμως, ν’ απολαμβάνει το χάδι, το βλέμμα του θρυμματίζει με κάποια θριλερική τρομάρα τον τέταρτο τοίχο ανταποδίδοντας το βλέμμα του θεατή του πίνακα, υποβάλλοντάς μας το συναίσθημα ενός φόβου, σαν να ’χει δει μια ορδή από ζόμπι να εφορμούν από τους κυλιόμενους λόφους της Τοσκάνης. Κι επειδή είναι λαγωνικό, μοιάζει να έχει αντιληφθεί πως a hunt is afoot.

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Αμέριμνα όπως το λαγωνικό στ’ αριστερά, τρία ανδρόγυνα στοιβάζονται διαδοχικά καθισμένα, απολαμβάνοντας το γεύμα τους ή τη χώνεψή τους, με βλέμματα προσηλωμένα στα πιάτα και τα ποτήρια τους, κοιτώντας τη δουλειά τους, αγνοώντας κάθε δράμα του μεσαιωνικού βίου. Τα δράματα είναι για τους άλλους. Για ποιους άλλους; Χαίρομαι που ρωτήσατε.

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Πλάι τους στα δεξιά, το τελευταίο, τέταρτο νεαρό ζευγάρι είναι που ξεχωρίζει: ο καλοχτενισμένος νιος, ο Λορέντσο, ταπεινός μα γοητευτικός υπάλληλος στην επιχείρηση της οικογένειας που παραχωρεί το γεύμα, κρατά στα δυο του χέρια ένα πιάτο, και στρέφεται με ήπιο contrapposto μακριά από τ’ άλλα τρία ζεύγη της δεξιάς πλευράς του τραπεζιού, αποτέμνοντας σχεδόν μιαν ενότητα μοναχός του με τη νεαρή Ισαβέλλα που χαϊδεύει το λαγωνικό στα πόδια της. Και τολμά να της προσφέρει το μισό από ένα σανγκουίνι. 

Εκείνη, με άκρα παρθενική σεμνότητα, προσέχει να μη συναντήσει με το δικό της το έντονο βλέμμα του νεαρού προσκεκλημένου, το γεμάτο σιωπηλή προσδοκία που ασφυκτιά για εξωγλωσσική ανταπόκριση. Το αγνό, λευκό της πρόσωπο αφοσιώνεται στο μισό φρουτάκι που σηκώνει στ’ ακροδάχτυλά της, σαν για να συγκαλύψει με την άδολη κανονικότητα της συμπεριφοράς της πως η ίδια μόλις αποδέχτηκε μιαν ανδρική χειρονομία κατάφορτη με συμβολισμό, που μπορεί μεν να διέλαθε στα τρία ζευγάρια πλάι της…

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

…μα όχι και στον ακίνητο υπηρέτη που αγαλματικά παγωμένος πίσω της επιβλέπει. Είναι δική του δουλειά να παρακολουθεί, να προλαμβάνει τις ανάγκες των συνδαιτυμόνων για φαγητό και ποτό, και να σερβίρει, μα ξάφνου τον βλέπουμε να σφίγγει τα δάχτυλα στις παλάμες του αμήχανα, όσο παλεύει να διατηρήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο, ίσως για να μην τραβήξει προσοχή σ’ αυτό που τραβά κάθε προσοχή που δεν καθεύδει, όμως το λοξό του βλέμμα υπαινίσσεται σε μας πως εδώ μόλις κάτι συνέβη που δεν έπρεπε.

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Και, κρισίμως, δεν ήταν ο μόνος. Απέναντι, στ’ αριστερά του πίνακα, τρεις νεαροί άνδρες, τα αδέρφια της Ισαβέλλας, εργοδότες του Λορέντσο, οικοδεσπότες, και πλούσιοι έμποροι που μεγαλώνουν την αδελφή τους ως χρήσιμο επιχειρηματικό asset, έχουν απολύτως προσέξει το διακριτικό παρεδώσε που υποδηλώνει ένα ρομάντζο, από κείνα που οι ίδιοι καθόλου δεν εγκρίνουν: οι γάμοι τότε ήταν μια προσεκτικά σχεδιασμένη επιχειρηματική κίνηση, δεν μπορούσαν να αφεθούν στην τυχαιότητα του έρωτα. 

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Πλάι τους στο αριστερό άκρο του πίνακα, τις αρπακτικές διαθέσεις των τριών νεαρών ενσαρκώνει εύγλωττα ένα κυνηγετικό γεράκι, σύμβολο από τον κόσμο των πλουσίων, που πιλατεύει δήθεν αθώα στο ράμφος του κάτι ολωσδιόλου ελαφρύ, ένα ασήμαντο φτερό, που σύντομα δεν θα υπάρχει. «Εδώ είναι που γεννώνται οι στοχασμοί των κυνηγών», μας λέει, «που ποτέ τους δεν καταλαγιάζουν, κι ας παίξουν με το φτερό: στο τέλος θα το μαδήσουν».

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Ο ασκεπής αδελφός, σε τρίτο πλάνο στο βάθος, χαμογελάει πονηρά, σκεπτόμενος «βρε βρε, γιά δες, γιά δες, τι έχουμε εδώ;», καταλαβαίνοντας ακριβώς τι παρακολουθεί: ένα ανεπίτρεπτο φλερτ. 

Δίπλα του, σε δεύτερο πλάνο, ο αδελφός του με το ψηλό φέσι τρώει τα νύχια του αμήχανα —όχι γιατί δεν χόρτασε από το γεύμα του— σηκώνοντας μάλιστα στο ύψος των οφθαλμών του ένα ποτηράκι από κάποιο χωνευτικό ποτό —ίσως άραγε να τον βρήκε κάποια δυσπεψία με όσα βλέπει;—, μα στ’ αλήθεια για να κοιτάξει τεχνηέντως ολόισια πέρα απ’ αυτό στο νεαρό ζευγάρι απέναντί του. 

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Ο τρίτος, με το κόκκινο σκουφί μαλλί-μετάξι στο πρώτο πλάνο, είναι ο φίλος μας που αφήσαμε στην πολυθρόνα που γέρνει πάνω από το κοιμισμένο κυνηγόσκυλο. Αυτός δεν είναι καθόλου σαν τους άλλους: είναι άνθρωπος της δράσης, και με έκφραση αναμφίβολης οργής στο πρόσωπο γυμνώνει τα δόντια του σαν τρίτο κυνηγόσκυλο, κι επιχειρεί πολύ επιδεικτικά να διακόψει το φλερτάκι, σπάζοντας με ένα εκκωφαντικό «κρακ!» κάτι καρύδια —καρύδια συμβολικά για τον ίδιο τον Λορέντσο— και…

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

…σαν άλλος Νουρέγιεφ με το λευκό κολάν του εκτινάσσει μιαν αστραπιαία κλοτσιά στο λαγωνικό μπροστά του, τεντώνοντας σαν λόγχη το πόδι —ή σαν φαλλό σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες—, ώς την άλλη άκρη του πίνακα. Αν δεν φτάνει το μακρύ του χέρι, θα φτάσει το μακρύ του πόδι. Στην πράξη, ο πίνακας κρατά όσο αυτό το αστραπιαίο στιγμιότυπο. 

Το δόλιο το κουτάβι ξαφνιάζεται τρώγοντας μιαν άδικη κλοτσιά αντί για κάποια λιχουδιά απ’ το πλούσιο τραπέζι —«ρε κοίτα να δεις πλούσιοι να σου πετύχουν, ήταν που θα καλοπερνούσα τάχα»—, γιατί δεν μπορεί τώρα δα να τη φάει ο θρασύς Λορέντσο για να μάθει τη θέση του.

Και ποια να είναι άραγε η μοίρα που σχεδιάζουν για τον Λορέντσο τα τρία αδέρφια της παρθένας κόρης;

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Μας το λέει ο Μιλαί στις αψίδες πίσω από το νεαρό ζευγάρι. Προσέξτε πώς στο βάθος πίσω από την κεφαλή της Ισαβέλλας εκφύεται ένα στέμμα από φυτά με ένα λευκό άνθος σαν ήλιο ή αστέρι. Είναι ή δεν είναι η άνοιξη η εποχή του οργασμού της φύσης; 

Και τώρα προσέξτε πάνω απ’ το κεφάλι του Λορέντσο την εικόνα που διχάζεται: το ένα ήμισυ, στα δεξιά, είναι ένα κλαράκι σαν της Ισαβέλλας, συμβολικό πως ο νιος μοιράζεται τις προθέσεις της. Στο αριστερό ήμισυ, όμως, ο πεσσός που ορίζει τον τοίχο της αψίδας καταλήγει σαν πλατιά πέτρινη ταινία ευθυγραμμισμένη πάνω στη χωρίστρα του. 

Τα τρία αδέρφια σκοπεύουν να του σπάσουν το κεφάλι στα δύο με ένα χτύπημα βαρύ σαν πέτρα. Όπως, άλλωστε, το κομμένο σανγκουίνι ήταν στη ζωγραφική το σύμβολο του ματωμένου λαιμού έπειτα από μια καρατόμηση.

Τζων Έβερετ Μιλαί, «Ισαβέλλα» (1848-1849, 103 εκ. × 142,8 εκ., Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Πώς να μην τρομάξει το κουτάβι με τόση ίντριγκα;

Ο πίνακας απεικονίζει μια στιγμή από το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου (IV, 5), ένα επεισόδιο πολύ αγαπητό στους Προ-Ραφαηλίτες, με τίτλο «Lisabetta e il testo di basilico» (1349-1353), που επεξεργάστηκε αργότερα ο Τζων Κητς στο ποίημά του «Isabella, or the Pot of Basil» (1818, δημοσιεύθηκε το 1820). 

Τα αδέρφια της Ισαβέλλας φόνευσαν τελικά τον Λορέντσο, σκοπεύοντας να την παντρέψουν με έναν αριστοκράτη που διέθετε απέραντους ελαιώνες. Το φάντασμα του Λορέντσο σηκώθηκε απ’ τον τάφο, αποκάλυψε στην Ισαβέλλα κατ’ όναρ πού αυτός βρισκόταν πρόχειρα θαμμένος, κι εκείνη πήγε κρυφά, τον ξέθαψε, και έκοψε το κεφάλι του, το οποίο έθαψε εκ νέου σε μια γλάστρα με βασιλικό. Έκτοτε, φρόντιζε τον βασιλικό, μαραζώνοντας από τον καημό της.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Victor Hugo, «Οι Άθλιοι» (μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, 2 τόμοι, 2.700 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg)

Χαιρετίζοντας αυτή την επιβλητική δίτομη έκδοση των «Αθλίων» στη λογοτεχνική κιβωτό Orbis Literae των Εκδόσεων Gutenberg, σήμερα δεν θα πούμε τίποτε εμείς —και πώς, άλλωστε;—, παρά μόνο θα δώσουμε τον λόγο στον μεταφραστή αυτού του μεγαλειώδους έργου, Ωρίωνα Αρκομάνη, που μας έκανε την τιμή να γράψει τα παρακάτω λόγια για τους αναγνώστες του Ημερολογίου — τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του:

Victor Hugo, «Οι Άθλιοι» (μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, 2 τόμοι, 2.700 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg)

Επιτέλους, τι είναι αυτό που κάνει τους «Άθλιους», 160 χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση, να ξανατυπώνεται στα γαλλικά, να ξαναμεταφράζεται σε μια σειρά χώρες, να γίνεται αντικείμενο πανεπιστημιακών μελετών, ντοκτορά ή μεταπτυχιακών, και να αποτελεί το θέμα για πάμπολλες καινούργιες θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες και σειρές, ακόμα και ως μιούζικαλ;

Πρώτα απ’ όλα είναι η μορφή του. Είναι ένα μυθιστόρημα που αλλάζει συνεχώς μορφή: είναι κοινωνικό, ιστορικό, πολιτικό, ερωτικό, πολεμικό, αστυνομικό, θρίλερ, ακόμα και οικολογικό. Με την ακρίβεια εντομολόγου εξετάζει τη βίαιη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ως αποτέλεσμα της ταχύτατης αλλαγής μιας κοινωνίας που από αγροτική μετατρέπεται σε βιομηχανική. Όπου ταχύτατα η παλαιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων-αριστοκρατών αποδυναμώνεται και αρχίζει τα προξενιά με τους γόνους των νέων ανερχόμενων τάξεων (βιομηχάνων και αστών), ενώ μεγάλα τμήματα της αγροτιάς μετατρέπονται σε εξαθλιωμένες οικογένειες καταφεύγοντας στον αλκοολισμό, το έγκλημα και την πορνεία.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι εμβληματικοί. Ο αγρότης που χάνοντας τη δουλειά του αναγκάζεται να κλέψει ένα ψωμί και μετά από αλλεπάλληλες καταδίκες εκτίει 19 χρόνια στα κάτεργα. Ο σισύφειος αγώνας του να ορθοποδήσει, και τα εμπόδια που του ορθώνει το παρελθόν του. Ο άτεγκτος και ανελέητος αστυνομικός που δεν βλέπει ούτε κατανοεί τη δυστυχία όσων κυνηγά, αλλά μόνο ενόχους, άξιους για τα κάτεργα ή το ικρίωμα. Η σπαρακτική Φαντίνα, που, παρατημένη από τον εραστή της, μένει μ’ ένα παιδί εκτός γάμου, και κατρακυλά από μοδίστρα σε εργάτρια και μετά στην πορνεία και τον θάνατο. Οι τρομαχτικοί Θεναρδιέροι, οι μικροαστοί που κατρακυλούν στην εγκληματικότητα, αλλά που ακόμα και ο Ουγκό βλέπει και τα δίκια τους. Το ερωτευμένο ζευγάρι —ο Μάριος και η Τιτίκα— που όταν επιτέλους παντρεύονται απομονώνουν τον ευεργέτη τους πρώην κατάδικο στον οποίο χρωστούν όχι μόνο την ευτυχία και την οικονομική τους άνεση αλλά και την ίδια τους τη ζωή.

Victor Hugo, «Οι Άθλιοι» (μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, 2 τόμοι, 2.700 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg)

Οι εξεγερμένοι φοιτητές, η συγκλονιστική Επονίνη, ο χαρισματικός και γεμάτος χιούμορ αλητάκος Γαβριάς, όπως και δεκάδες άλλοι χαρακτήρες, κάνουν αυτό το μυθιστόρημα ανεξάντλητη πηγή καταστάσεων, ιστοριών και περιγραφών, που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν πηγή για νέα μυθιστορήματα.

Τέλος, η γλώσσα του έργου: είναι ολοζώντανη και ρέουσα και αλλάζει ανάλογα με τους ήρωες που τη χειρίζονται. Πότε καθωσπρέπει, πότε αλήτικη, πότε κυριλέ ή επίσημη, και πότε καθημερινή ή ντοπιολαλιά, κάνει αυτό το μυθιστόρημα και μια αναγνωστική απόλαυση.

Παρ’ όλο τον όγκο του, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά —η γλώσσα, η πλοκή και οι χαρακτήρες— κάνουν αυτό το έργο τέτοιο που ο αναγνώστης δεν το παρατάει αν δεν το τελειώσει. Και, όπως είπε και ο Λαρούς, ο ιδρυτής του εμβληματικού ομώνυμου λεξικού: «Από δω και πέρα, κάθε νέο μυθιστόρημα θα συγκρίνεται υποχρεωτικά με τους “Άθλιους” του Ουγκό».

Ω.Α.

Victor Hugo, «Οι Άθλιοι» (μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, 2 τόμοι, 2.700 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg)

Βρείτε το μεγάλο, αξεπέραστο μπεστ-σέλερ της χρονιάς στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY