Αθλητισμος

El Sombrero: Τι τρέχει με το Παγκόσμιο στο Κατάρ;

«Το καλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο είναι το πρώτο που παρακολουθήσαμε»

El Sombrero: Τι τρέχει με το Παγκόσμιο στο Κατάρ;

El Sombrero: Η ομάδα της πιο δημοφιλούς ποδοσφαιρικής σελίδας στη χώρα απαντά για το Μουντιάλ των απαγορεύσεων και για τη γοητεία της μπάλας

Το El Sombrero ξεκίνησε το 2008 σαν μπλογκ — ένα πολύ ξεχωριστό μπλογκ, που έκανε γρήγορα τη διαφορά. Πιθανότατα η πιο αγαπημένη ποδοσφαιρική σελίδα στη χώρα —και μάλιστα, όχι αποκλειστικά και μόνο φιλάθλων—, δεν έχει δημοσιεύσει μόνο μερικές χιλιάδες κείμενα γύρω από την μπάλα, αλλά φέτος κυκλοφόρησε και το πρώτο της βιβλίο: «Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο» (328 σελίδες, Εκδόσεις Διόπτρα). Επικοινωνήσαμε μαζί τους, για να μιλήσουμε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ. Δέχτηκαν αμέσως, και τους ευχαριστούμε πολύ. Από την ομάδα τού Sombrero, απαντούν αμέσως παρακάτω η Ελεωνόρα, ο Κωσταντίνος και ο Δημήτρης. Καλή ανάγνωση!

* * *

Κ.Α.: Ξεκινώ από τα βασικά: o καθένας μας αγαπά με πάθος την ομάδα του, αλλά οι εθνικές είναι μια κατηγορία από μόνες τους. Λοιπόν, ΕΙΝΑΙ το Μουντιάλ το πιο μεγάλο τουρνουά κάθε τετραετίας; Ή μάλλον, το βλέπουν όλοι έτσι;

Ε.: Ξέρω πώς το βλέπω εγώ και, υποθέτω, όλοι όσοι γράφουμε στο Σομπρέρο και πολλοί από αυτούς που μας διαβάζουν. Τα Μουντιάλ είναι σαν τις διακοπές, ειδικά στις φάσεις των ομίλων, με τα πολλά ματς: σταματάει λίγο ο χρόνος, σαν να μην έχουμε σχολείο. Βλέπουμε, έστω κρυφά, ενώ δουλεύουμε, τρία-τέσσερα ματς την ημέρα, καμιά φορά στις 11 το πρωί ή μέσα στη μαύρη νύχτα, με ομάδες που δεν θα ξαναδούμε ίσως ποτέ, με παίκτες των οποίων την ύπαρξη ανακαλύπτουμε εκείνη τη στιγμή, περιμένουμε να γίνει η έκπληξη, το αναπάντεχο —η Σενεγάλη να αποκλείσει την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία, όπως το 2002, να γίνει μια φοβερή ενέργεια, όπως όσα αδιανόητα έκανε μπροστά στα μάτια των έκπληκτων φιλάθλων ο Χόρχε «Μάχικο» Γκονζάλες στο Παγκόσμιο του 1982 παίζοντας με την ομάδα του Σαλβαδόρ—, δηλαδή να μας χαρίσουν το δωράκι που θα μας δώσει λίγη χαρά. Μια χαρά που φέτος, ας το παραδεχτούμε, θα είναι ένοχη, μισή ή και, για πολλούς, απούσα. 

Κ.Α.: Ποιο ήταν το σημαντικότερο Παγκόσμιο μέχρι τώρα;

Κ.: Η απάντηση είναι εύκολη. Το καλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο είναι το πρώτο που παρακολουθήσαμε. Τότε που τα πάντα μπορούσαν να μας θαμπώσουν και οι ποδοσφαιριστές φάνταζαν σαν σούπερ ήρωες στα μάτια ενός παιδιού. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι θυμόμαστε πάρα πολλά από την πρώτη διοργάνωση που ασχοληθήκαμε σοβαρά μαζί της. Από τότε, μας ακολουθούν μόνο κάποιες στιγμές. Ένα σπουδαίο γκολ, μια εξωπραγματική ντρίμπλα, μια όμορφη φανέλα, και οι κερκίδες που γεμίζουν με τόσα λαμπερά χρώματα από όλες τις γωνιές του πλανήτη κάνοντας το ποδόσφαιρο γιορτή.

Κ.Α.: Τώρα, παίζουμε στο Κατάρ. Ξέρω πάρα πολύ κόσμο που πολύ απλά δεν παρακολουθεί καν τα ματς, όχι να παθιαστεί κιόλας. Το θεωρούν —όπως και εγώ άλλωστε— ως μη γενόμενο. Τι έγινε, πώς τα καταφέραμε έτσι και δώσαμε τη διοργάνωση σ’ αυτούς;

Δ.: Δεν πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα. Μόλις στο δεύτερο τουρνουά, το 1934, είχαμε την Ιταλία του Μουσολίνι να το διοργανώνει. Το 1976 γίνεται πραξικόπημα στην Αργεντινή και δύο χρόνια αργότερα το Μουντιάλ διεξάγεται κανονικά εκεί. Αυτό δεν άλλαξε, και πιο πρόσφατα, το 2018, διοργανώνεται στη Ρωσία παρά τις κραυγές για την ανελευθερία, την καταπάτηση δικαιωμάτων, τις διακρίσεις και το γεγονός ότι το 2014 η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία. Στην περίπτωση του Κατάρ τα πράγματα είναι χειρότερα γιατί συνυπάρχουν τρεις παράγοντες. Ο τρόπος με τον οποίο το κέρδισε, με πολλές κατηγορίες για διαφθορά και δωροδοκίες στη διαδικασία, η χώρα που επιλέχθηκε, από τις απαγορεύσεις του αλκοόλ μέχρι τους νόμους εναντίον των LGBTQ ατόμων, και τέλος η προετοιμασία της χώρας για το Μουντιάλ, με άθλιες συνθήκες για τους εργάτες που έχτισαν τις εγκαταστάσεις, μετανάστες που ήταν ουσιαστικά σκλάβοι και πολλοί από αυτούς (ο αριθμός είναι επίσημα άγνωστος, αλλά υπολογίζεται σε χιλιάδες) έχασαν τη ζωή τους. Η επιλογή του Κατάρ ήταν ουσιαστικά το επιστέγασμα της φιλοσοφίας της FIFA, η πλήρης αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο πέρα από το κέρδος.

Κ.Α.: Θα είναι άραγε πράγματι ένα τουρνουά που θα το ξεχάσουμε γρήγορα, ακριβώς λόγω εξωαγωνιστικών λόγων;

Ε.: Είμαι σίγουρη ότι, ακριβώς λόγω των εξωαγωνιστικών, δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Θα είναι, που λέμε, αλήστου μνήμης. Ακόμη και κάποιος που μπερδεύει τις ημερομηνίες και τα ονόματα, λίγο να έχει παρακολουθήσει, θα θυμάται ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 έγινε στην Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα ή, για πιο προχωρημένους, ότι αυτό του 2002 με τις πολύ κακές διαιτησίες έγινε στην Ανατολική Ασία. Το τωρινό Παγκόσμιο Κύπελλο, ακόμη και αν μας προσφέρει το καλύτερο ματς που παίχτηκε ποτέ, ακόμη και αν το κατακτήσει το απόλυτο αουτσάιντερ, θα ανακαλείται αθέλητα στη μνήμη μας για τους λάθος λόγους.

Κ.Α.: Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση με το Κατάρ είναι ακραία, αλλά γενικά η μπάλα πάει χέρι-χέρι με την πολιτική. Δεν το θέλουμε αυτό, αλλά γίνεται.

Κ.: «Δεν το θέλουμε αυτό, αλλά γίνεται». Δυστυχώς ισχύει αυτό, πρέπει όμως να σκεφτούμε γιατί έχουμε φτάσει εδώ και φυσικά πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα αν πάψουμε να παίρνουμε θέση, οργανωμένα ή όχι. Όταν μένουμε απαθείς μπροστά σε άδικες καταστάσεις, ουσιαστικά παίρνουμε το μέρος του καταπιεστή και αυτό είναι κάτι που προσωπικά το σιχαίνομαι. Είμαι αρκετά μεγάλος ηλικιακά για να περιμένω από τη FIFA να κάνει το σωστό, δεν μπορώ όμως να μείνω αμέτοχος μπροστά σε μια διοργάνωση που στα δικά μου μάτια, ασχέτως με το επίπεδο του ποδοσφαίρου που θα παιχτεί, έχει αποτύχει. Συγγνώμη, αλλά δεν είναι εργατικό ατύχημα οι χιλιάδες θάνατοι εργατών σε 50 βαθμούς Κελσίου, ούτε φυσικά είναι αποδεκτό να βλέπεις το 2022 απαγορεύσεις λόγω της σεξουαλικότητας και του φύλου. Το Μουντιάλ του Κατάρ δεν είναι γιορτή και αυτό —δυστυχώς— είναι κάτι που, όπως φαίνεται, δεν ενοχλεί την πλειοψηφία του κόσμου.

Κ.Α.: Όπως άλλωστε η μπάλα πάει χέρι-χέρι με μεγάλα «οικονομικά συμφέροντα». Οικονομικά και, συχνά, μιντιακά. Ούτε αυτό το θέλουμε, το απεχθανόμαστε, αλλά τελικά σκύβουμε το κεφάλι και συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την ομάδα μας, να παθιαζόμαστε κ.ο.κ. Υπάρχει κάποια λογική σε όλο αυτό;

Κ.: Δεν νομίζω πως ο απλός φίλος του ποδοσφαίρου σκύβει το κεφάλι. Νομίζω πως μια μεγάλη μερίδα απλά έχει μάθει να αδιαφορεί ακολουθώντας την εποχή. Όπως γράψατε, αυτό συμβαίνει και με μεγάλη μερίδα των media. Το κάνουν για κοινωνικοπολιτικά θέματα, θα το κάνουν και για ποδοσφαιρικά. Από την άλλη, πώς να περιμένεις να διαμαρτυρηθεί και να πάρει θέση ένας απλός φίλαθλος όταν βλέπει να μην το κάνουν τα «είδωλά» του, έχοντας μάλιστα στις φανέλες τους το Κατάρ; Ας μη γελιόμαστε. Η FIFA είναι διεφθαρμένη και νοιάζεται για τα χρήματα και για το προϊόν της. Το προϊόν της είναι το ποδόσφαιρο που εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν είναι παιχνίδι αλλά κάτι που αφορά τους πάντες, ακόμα κι αυτούς που δεν το αγαπούν και ούτε παθιάζονται μαζί του για τις ομάδες τους. Θεωρώ πως το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ απέδειξε με τον χειρότερο τρόπο τον χαμένο ρομαντισμό και την έλλειψη ηθικής σε ένα τεράστιο ποσοστό της κοινωνίας, κι αυτό από μόνο του είναι απλά τρομακτικό.

«Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο» (Εκδόσεις Διόπτρα)

Κ.Α.: Ας φύγουμε από το Παγκόσμιο, κι ας πάμε λίγο και στο βιβλίο σας, που μας αρέσει πολύ και το ξεχωρίζουμε. Είναι γεμάτο πραγματικά υπέροχες ιστορίες. Μία και μία, και μάλιστα διαλεγμένες με πολλή προσοχή, και κόπο, από πολύ-πολύ περισσότερες. Τι ανταπόκριση είχε μέχρι τώρα;

Δ.: Όταν αποφασίσαμε να βγάλουμε το βιβλίο μας, από τη μία το κάναμε για εμάς, να έχουμε τις ιστορίες μας στο χαρτί, και από την άλλη γιατί υπήρχαν αρκετοί αναγνώστες που το ζητούσαν. Η ανταπόκριση ήταν πολύ μεγάλη, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε, και αυτή τη στιγμή έχει φτάσει στην 4η έκδοση. Αυτό που μας χαροποιεί περισσότερο είναι ότι το διαβάζει κόσμος που μας λέει ότι δεν είχε αγοράσει ποτέ του βιβλίο ξανά, αλλά και άνθρωποι που δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και ότι μάλιστα το βρήκαν ενδιαφέρον.

Κ.Α.: Θέλετε να μας πείτε μία από τις ιστορίες που έχετε μέσα; Μία που να είναι σχετική με Μουντιάλ;

Δ.: Υπάρχουν αρκετές ιστορίες από το Μουντιάλ. Θα επιλέξω αυτή του αρχηγού της Ουρουγουάης, του Ομπντούλιο Βαρέλα, στον «τελικό» του 1950. Τότε που η Ουρουγουάη κέρδισε μέσα στο Μαρακανά τη Βραζιλία μπροστά σε 200.000 οπαδούς που ήταν σίγουροι για το τρόπαιο. Είναι η ιστορία του παίκτη που το πίστευε περισσότερο από όλους, όταν ακόμα κι οι συμπαίκτες του το είχαν χαμένο. Αυτός τους ξεσήκωσε, αυτός τους οδήγησε σε μία ανατροπή. Αλλά η ιστορία από μόνη της, αν τελείωνε έτσι, δεν θα διέφερε από πολλές άλλες αθλητικές νίκες του Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ. Συνεχίζεται το ίδιο βράδυ, όταν ο Βαρέλα αποφασίζει να βγει στους δρόμους του Ρίο, να δει μια χώρα που έχει βυθιστεί στο πένθος, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του. Τη στιγμή που στην Ουρουγουάη πανηγύριζαν, αυτός ήταν έξω και τα έπινε με τους ανθρώπους που είχε πικράνει, προσπαθώντας να καταπνίξει τα αισθήματα τύψης που άρχισαν να δημιουργούνται μέσα του βλέποντας τους Βραζιλιάνους.

Κ.Α.: Το βιβλίο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους ποδοσφαιρόφιλους, αλλά (α΄) όχι στους ποδοσφαιρόφιλους που η σχέση τους με το διάβασμα αρχίζει και τελειώνει στην αθλητική εφημερίδα, όπως επίσης (β΄) και σε ανθρώπους που δεν ξέρουν καν τι είναι το οφσάιντ. Πώς το καταφέρατε αυτό;

Δ.: Νομίζω ότι ο υπότιτλος του βιβλίου απαντά σε μεγάλο βαθμό. «Ιστορίες όπου το ποδόσφαιρο είναι συχνά μόνο η αφορμή». Υπάρχουν αμιγώς ποδοσφαιρικές ιστορίες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, υπάρχουν όμως και ιστορίες στις οποίες η μπάλα είναι απλώς το μέσο για να διηγηθούμε κάτι άλλο. Είτε πρόκειται για μια προσωπική ιστορία, είτε για κάτι μεγαλύτερο, ένα κοινωνικό γεγονός. Για να αναφέρω μερικά παραδείγματα, γνωρίζουμε καλά όλοι μας πώς το ποδόσφαιρο εργαλειοποιείται από καθεστώτα. Το βλέπουμε και τώρα στο Κατάρ. Αντίστροφα όμως, μπορεί να γίνει μέσο έκφρασης και αντίστασης του κόσμου. Αυτό διηγείται η ιστορία μας με τον τελικό κυπέλλου του 1969 στην Πορτογαλία και τη δικτατορία εκεί. Ή, για παράδειγμα, η ιστορία της Βιολέτ Μορίς, μιας υπεραθλήτριας του Μεσοπολέμου, στην οποία φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο το ποδόσφαιρο συνεισέφερε στη χειραφέτηση της γυναίκας, που άλλωστε ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι συντηρητικές κοινωνίες του ’20 και του ’30 προσπαθούσαν να το απαγορεύσουν. Υπάρχουν αρκετές ιστορίες που καταπιάνονται με διαφορετικά θέματα, από οικογενειακά δράματα μέχρι την αγάπη για το περιβάλλον. Και το ποδόσφαιρο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντα βρίσκεται εκεί.

Κ.Α.: Ωραία. Λοιπόν, τι είναι η μπάλα; Γιατί τόσος ντόρος μ’ αυτήν; Γιατί δεν τα κατάφεραν το μπέιζμπολ, το μπάσκετ, το φούτμπολ ή το κέρλινγκ; Τι διαφορετικό έχει;

Ε.: Πραγματικά, και παρότι η πολυπληθέστερη πλέον χώρα του κόσμου, η Ινδία, το ψιλοσνομπάρει, τα κατάφερε καλύτερα από το μπέιζμπολ αν και όχι παντού. Μου αρέσει πολύ αυτή η ιστορία ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιντζερ, θορυβήθηκε ιδιαίτερα όταν, τον Σεπτέμβριο του 1970, αεροφωτογραφίες έδειξαν ότι στο Κάγιο Αλκατράζ, στην Κούβα, ετοιμάζονταν στοιχειώδη γήπεδα ποδοσφαίρου. Κανείς δεν καταλάβαινε τον πανικό του. «Οι Κουβανοί δεν παίζουν ποδόσφαιρο, παίζουν μπέιζμπολ. Οι Ρώσοι παίζουν ποδόσφαιρο!» Και κάπως έτσι οι Αμερικάνοι κατάλαβαν ότι πράγματι η ΕΣΣΔ, κατά παράβαση των όρων της της συμφωνίας του 1962, κατασκεύαζε βάση στην Κούβα. Το διαφορετικό που έχει είναι ότι πρόκειται για παιχνίδι με απλούς κανόνες, οι περισσότεροι φίλοι του έχουν οι ίδιοι παίξει ποδόσφαιρο καθώς δεν απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες ή σπουδαίες υποδομές —τέσσερις πέτρες και μια μπάλα αρκούν—, έχει συχνά δραματική εξέλιξη με το αποτέλεσμα να αλλάζει στα τελευταία δευτερόλεπτα. Επίσης, και λόγω αυτών των δραματικών ανατροπών, προκαλεί δυνατά συναισθήματα χαράς ή λύπης και επιτρέπει, στις κερκίδες, στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια μας, τη συλλογική τους έκφραση —το να αγκαλιάζεσαι και να φιλιέσαι με αγνώστους μετά από ένα γκολ ή μια νίκη είναι μέρος του φολκλόρ και της ευχαρίστησης που μας δίνει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ