Θεατρο - Οπερα

Αθηνά Μαξίμου: Το καλοκαίρι της Αντιγόνης

Σκέψεις για την παράσταση που συν-σκηνοθετούν ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου

4169-207182.JPG
Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 665
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
maximou-karatzas-2.jpg
© Θανάσης Καρατζάς

Mαζί με τον Αιμίλιο Χειλάκη αποτελούν ένα από τα ανήσυχα ζευγάρια της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής. Αυτό το καλοκαίρι ανεβάζουν Αντιγόνη. Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας εμφανίστηκαν ως σκηνοθετικό δίδυμο το περασμένο καλοκαίρι με την επιτυχημένη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη. Επανέρχονται στην αρχαία τραγωδία, συν-σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε μια παράσταση όπου οι ρόλοι μοιράζονται ανάμεσα στους Αθηνά Μαξίμου,  Αιμίλιο Χειλάκη και τον ταλαντούχο Μιχάλη Σαράντη (βραβείο Χορν 2015). Συναντηθήκαμε στο υπόγειο του θεάτρου Βεάκη και μας μίλησε για την παράσταση που θα δούμε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και θα ταξιδέψει σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.

Αυτά τα έργα δεν είναι τυχαίο ότι έχουν αντέξει τρεις χιλιετίες. Αυτό που τα κάνει επίκαιρα είναι ότι μιλάνε για τον οντολογικό πυρήνα του ανθρώπου. Που δεν είναι ένα πράγμα, αλλά χιλιάδες. Κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά είναι σαν να καταλαβαίνουμε κάτι από την αρχή.  

Οι ερμηνείες στα πράγματα, στις συμπεριφορές, είναι άμεσα συνδεδεμένες με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Είναι εκεί. Μας επηρεάζει όλους. Είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Οπότε, ανεβάζοντας μια παράσταση με την «Αντιγόνη» δεν είναι δυνατό να μην κάνεις τις δικές σου προσωπικές προβολές. Ο μύθος είναι εκεί και μιλά αιώνες τώρα, κάθε φορά με άλλο τρόπο. Ανάλογα με το πώς είμαστε. Τι μας προβληματίζει, τι μας ταπεινώνει, τι μας πνίγει, τι μας εξυψώνει, τι μας περιορίζει.

Στην «Αντιγόνη» οι συγκρούσεις είναι σε πολλά επίπεδα: του νέου και του ηλικιωμένου, μεταξύ άντρα και γυναίκας, ζωντανών και νεκρών, ανθρώπων και θεών. Αυτό που πραγματικά έχουμε ως κυρίαρχο στόχο πέραν του να ειπωθεί η ιστορία, αφήνοντάς την ανοιχτή σε ερμηνείες εστιάζοντας σε πολύ βαθιά πράγματα. Υποστηρίζουμε την ιστορία. Είναι σαν να δίνεις ραντεβού για να ξαναθέσεις ερωτήματα. Όχι για να δώσεις απαντήσεις. Στην εποχή μας απαντάμε στα πράγματα με μεγάλη ευκολία και ξεχνάμε τις ερωτήσεις. Για μένα το θέατρο είναι αυτό. Να θέτει την ερώτηση ξανά και ξανά. Θέλουμε ο κάθε θεατής να κάνει τις δικές του σκέψεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει απάντηση. Θέλουμε να μιλήσει σε κάθε θεατή ξεχωριστά και στο συλλογικό και στη μοναδικότητά του. Το στοίχημα για μας είναι αυτό που έλεγε κάποιος «ανοίγοντας το στόμα σου να εννοούνται περισσότερα από αυτά που μπορούν να ειπωθούν».

Ο μύθος μιλάει ακόμη μέσα στους ανθρώπους. Σοφοκλής και Ευριπίδης χρησιμοποιούσαν τους μύθους για να πουν κάτι για την πολιτεία τους, για τη συνύπαρξη.

Όταν ερευνάς τα πράγματα διατυπώνονται καλύτερα μέσα σου, οπότε μπορείς να ζητήσεις συγκεκριμένα από τον κάθε συνεργάτη αυτό που χρειάζεσαι. Ο στόχος των σκηνοθετών γίνεται σε κάθε νέα παράσταση όλο και πιο ξεκάθαρος. 

Κάποιος έλεγε χθες για όσα ζούμε, «εγώ δεν το λέω κρίση, το ονομάζω παρακμή». Υπάρχει μια αμηχανία αντίδρασης. Είναι σαν να έχουμε αντιπαρατεθεί τόσο έντονα για πράγματα λιγότερα σημαντικά που υπάρχει μια αμηχανία για τις επιλογές. Αυτή επιφέρει και μια απραγία. Μια αίσθηση  μη συμμετοχής, μια έλλειψη συλλογικότητας. Και ο κόσμος είναι πολύ οργισμένος. Το βλέπεις σε πολλά μικρά πράγματα, όπως στο φανάρι που αν ξεχάσει κάποιος να βάλει πρώτη είναι από πίσω όλοι μαινάδες, πολύ αγριεμένοι.

Γράφει κάποιος κάτι στα social media και σπεύδουν όλοι να γράψουν από κάτω. Υπάρχει μια μορφή κανιβαλισμού. Αλλά αυτό δεν θα το ξεπεράσουμε ποτέ.

Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί δεν κάνω κινηματογράφο. Υπάρχουν πολλοί νέοι σκηνοθέτες που ταξιδεύουν με τις ταινίες τους σε ξένα φεστιβάλ και συχνά βραβεύονται. Μπορεί όμως να θέλουν να κάνουν κάτι άλλο, και να μη χωράς στο μυαλό τους. Δεν είναι κακό. 

Για τη συνεργασία της με τον Παναγιωτόπουλο στην ταινία «Aυτή η νύχτα μένει»:
Αυτό έγινε πολύ αστεία. Ημουν στη Θεσσαλονίκη τότε. Εκεί μεγάλωσα, εκεί τελείωσα, έμεινα στο Κρατικό Θέατρο εκείνη την περίοδο. Ένας φίλος που δεν ζει πια, μου ειχε πει ότι υπάρχει οντισιόν για μια νέα ταινία που κάνει ο Παναγιωτόπουλος. Μου λέει, κατέβα όπως είσαι. Πρέπει να πας. Κατεβαίνω, λοιπόν, ενώ έπαιζα τότε και έφυγα με βραδινό τρένο. Είχα κλείσει ραντεβου με τον Μάκη Γαζή που έκανε το κάστινγκ και ήταν κάπου στο Κολωνάκι το γραφείο. Εμένα με φιλοξενούσαν στην Κυψέλη. Δεν είχα ιδέα από Αθήνα. Παίρνω ένα ταξί και ενώ είχα ραντεβού στις 12.30 έφτασα στις 2. Είχε κλείσει ο δρόμος για κάποιο λόγο. Θυμάμαι, κατέβηκα κάπου στη Σκουφά και άρχισα να τρέχω σαν την τρελή, φτάνω τελικά, κάνω το δοκιμαστικό ενώ είμαι σε τσίτα. Βρίσκομαι σε μια περιοχή τόσο αγχωτική που έλεγα ψέματα χαζά, ότι έχασα το πορτοφόλι μου, με τρομερή ενέργεια και αμεσότητα. Γύρισα Θεσσαλονίκη αποκαρδιωμένη. 10 μέρες μετά χτυπά το σταθερό, και μου λέει η μητέρα μου σε ζητάει κάποιος Παναγιωτόπουλος. «Έλα, Αθηνά, κοιτά να δεις, θέλω να κατέβεις να διαβάσουμε το σενάριο». Έτσι κι έγινε. Μαζευτήκαμε στο σπίτι του στη Ραβινέ, στο Κολωνάκι. Εγώ πολύ ντροπαλή και φοβισμένη για τον ρόλο, γιατί στην οντισιόν είχα κάνει υπέρβαση. Δουλέψαμε όμως πολύ. Μια πολύ ωραία εμπειρία που τη φέρω μέσα μου πολύ τρυφερά και γλυκά, πολύ παιδικά.

maximou-karatzas-1.jpg
Φωτογραφία: Θανάσης Καράτζας

Ο Παναγιωτόπουλος ήταν πολύ συγκεντρωτικός στη δουλειά του. Kαι με πολλές αστείες στιγμές γιατί είχε πολύ χιούμορ. Ούτε εγώ ούτε ο Νίκος Κουρής ξέραμε από κάμερα τότε. Τι είναι ρακόρ, φακοί πενηντάρηδες, εικοσιπεντάρηδες. Ακολούθησε με μονοπλάνα τη δική μας αθωότητα. Ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει κάδρο. Υπάρχει μια πολύ αστεία στιγμή από τη συνεργασία μας, θέλω να στην πω. Κάναμε μαζί μια άλλη ταινία, το «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου». Διεύθυνση φωτογραφίας κάνει ο Γιώργος Αρβανίτης.

Είμαστε σε κάτι γραφεία που υποτίθεται ότι είναι ο εκδοτικός οίκος του πρωταγωνιστή. Όλοι οι τοίχοι άσπροι. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, του λέει ο Παναγιωτόπουλος, αλλά δεν θέλω να δω ούτε μια σκιά. Ο Γιώργος του λέει, θα προσπαθήσω, Νίκο μου, αλλά είναι όλα άσπρα, δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Στήνει τα φώτα του ο Γιώργος, στήνεται η κάμερα, πάμε για πρόβα. Πίσω από το βιζέρ δεν άφηνε κανέναν ο Παναγιωτόπουλος. Έπρεπε πρώτα αυτός να το δει. Ξαφνικά, ενώ κάνουμε πρόβες, σηκώνεται και φωνάζει, «όχι, ρε γαμώτο, τι είναι αυτή η σκιά που βλέπω». «Νίκο μου, δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο» του λέει ο Γιώργος. «Άμα ήθελα σκιές θα έπαιρνα τον Σπαθάρη, δεν θα έπαιρνα εσένα» απαντάει. Έφυγε το συνεργείο όλο από τα γέλια, γιατί ο Αρβανίτης όντως δεν μπορούσε να κάνει κάτι, αλλά εκείνος ήθελε το τέλειο. Μιλάμε για ανθρώπους που πρόσφεραν πολλά.

Υπάρχει ένα βιβλίο που διαβάζω αυτή την περίοδο, ένας τόμος σχεδόν, σε σχέση με τη πρόβα μου, το «Αντιγόνες» του κριτικού Τζορτζ Στάινερ. Έχει γράψει μια καταπληκτική μελέτη. Σκέψου ότι μου έχουν μείνει 30 σελίδες και το διαβάζω παράγραφο παράγραφο για να μην τελειώσει. Με έχουν συναρπάσει τα επίπεδα, ο τρόπος, η σκέψη. Αυτό που με συγκινεί είναι μια ταπεινότητα που τον διακατέχει. Λέει «κατά τη γνώμη μου». Και σκέφτομαι, κοίτα να δεις, γιατί αυτά τα μεγάλα μυαλά δεν έχουν αυτό το εγωπαθές που μας διακατέχει τους ανθρώπους. Ότι όλοι ασχολούνται με μας.

Η ελληνική κριτική, όταν διατρέχεται η πρόθεση από κάτω με στενοχωρεί. Γιατί δεν μπορούμε να πάρουμε λίγη απόσταση άραγε; Κακά τα ψέματα, σε αυτό το ανθυποχόλιγουντ που ζούμε, στο μικρό χωριό, όλοι γνωριζόμαστε. Είναι ανθρώπινο να μη θέλεις να γράψεις άσχημα πράγματα. 

Θα ξεχωρίσω μία φράση από τον Αγγελιοφόρο του τέλους, που κάνουμε με τον Μιχάλη. Λέει: «Συσσώρευσε όσα πλούτη θες, απέκτησε όση εξουσία φιλοδοξείς. Χαρά, έχεις χαρά; Τα υπόλοιπα δεν είναι ούτε καπνού σκιά». Aυτό. Χαρά. Το να είσαι γκρινιάρης ή δυστυχής είναι σαν ναρκωτικό. Εθίζεται κανείς σε αυτό. Δεν μπορεί να φύγει από αυτό γιατί του δίνει χαρά.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ