Βιβλιο

«Η Τέχνη του Πολέμου» του Σουν Τζου

Το βιβλίο της αρχαίας κινεζικής σοφίας και στρατηγικής κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο Λαβύρινθος

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Η Τέχνη του Πολέμου» του Σουν Τζου (Βιβλιοπωλείο Λαβύρινθος)

Παρουσίαση του βιβλίου «Η Τέχνη του Πολέμου» του Σουν Τζου (Βιβλιοπωλείο Λαβύρινθος)

«Ο ηγεμόνας δεν πρέπει να κηρύσσει πόλεμο για να δώσει διέξοδο στην οργή του, ούτε ο στρατηγός να δίνει μάχες για να δώσει διέξοδο στη μνησικακία του. Ο οργισμένος άνθρωπος μπορεί να ξαναγίνει ευτυχισμένος και ο χολωμένος μπορεί να ξεθυμάνει. Αλλά οι ισοπεδωμένες χώρες δεν μπορούν να αποκατασταθούν, ούτε οι νεκροί να αναστηθούν». Αυτά γράφει ο Κινέζος φιλόσοφος και στρατηγός, ο «Αφέντης Σουν», για τον οποίο γνωρίζουμε πολύ λίγα − μάλιστα, μερικοί ερευνητές αμφισβητούν την ύπαρξή του: ισχυρίζονται ότι το εγχειρίδιο «Η τέχνη του πολέμου» αποτελεί συλλογικό έργο ηγετών που πολεμούσαν μεταξύ τους και ο καθένας απ’ αυτούς προσπαθούσε να φανεί εξυπνότερος από τους άλλους. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Την εποχή εκείνη, την οποία ο Σουν Τζου μοιραζόταν με τον Κομφούκιο, η Κίνα ήταν ακόμα χωρισμένη σε φεουδαρχικά κρατίδια, υπολείμματα του ενιαίου βασιλείου Τζόου, που είχε παρακμάσει μετά από εισβολές νομαδικών φυλών γύρω στο 771 π.Χ. Η περίοδος Τσουν Τσίου αντιστοιχεί στα χρόνια από το 722 μέχρι το 481 π.Χ. κατά τα οποία τα σύνορα των κρατιδίων ήταν ευμετάβλητα: οι πόλεμοι συνεχίζονταν για πολλές δεκαετίες και στο τέλος οι μικρές επικράτειες διαλύθηκαν και η Κίνα ενοποιήθηκε. Στο μεταξύ, οι Κινέζοι επινόησαν καινούργια όπλα και καινούργιες μεθόδους στρατιωτικής διοίκησης και στρατηγικής.

Στην καθημερινότητα συγχέουμε συχνά την έννοια της «στρατηγικής» με την τακτική και την πολιτική γραμμή. Για την ακρίβεια σημαίνει «σχέδιο», «πλάνο», κατανομή πόρων με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτύχουμε ένα στόχο: για παράδειγμα, αν θέλω να πάω από τη Φρανκφούρτη στο Βερολίνο (αυτός είναι ο «στόχος» μου), πρέπει να αποφασίσω αν θα πάρω το αεροπλάνο, το τρένο ή το αυτοκίνητό μου. Αν πάρω το αυτοκίνητό μου πρέπει να αποφασίσω ποια διαδρομή θα ακολουθήσω. Πρέπει να αποφασίσω επίσης για διάφορα επιμέρους ζητήματα που θα με κάνουν να φτάσω στο Βερολίνο γρήγορα και με ασφάλεια. Η στρατηγική γίνεται καλύτερα κατανοητή όταν υπάρχει αντίπαλος: για παράδειγμα, στο σκάκι, στον οικονομικό ανταγωνισμό, στις διαπραγματεύσεις ή στον πόλεμο. Δεν είναι δηλαδή απλώς ένας σκοπός, αλλά η εξασφάλιση ενός πλεονεκτήματος έναντι του αντιπάλου. Για να εξασφαλίσουμε το πλεονέκτημα πρέπει να ξέρουμε τα δυνατά μας σημεία και τις αδυναμίες μας τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευτεί ο ανταγωνιστής ή ο εχθρός. Ο Σουν Τζου γράφει για την προετοιμασία του πολέμου και τη διεξαγωγή του, για την επίθεση και την άμυνα, για τους ελιγμούς και τις μεθόδους που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να επικρατήσουμε σε μια μάχη. Επέμενε στο ζήτημα της αυτογνωσίας: Μάθε τον εαυτό σου, μάθε τα όριά σου, μάθε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες σου∙ μην επεκτείνεσαι ποτέ πέραν του κύκλου των αρμοδιοτήτων σου. Ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της «θέσης» στη στρατηγική και το πώς την επηρεάζουν οι αντικειμενικές συνθήκες και οι υποκειμενικές απόψεις των ανταγωνιστών σε ένα δεδομένο περιβάλλον.

Τι εννοούμε όταν λέμε «στρατηγική»; Ο Σουν Τζου την περιγράφει ως σχέδιο δράσης με συγκεκριμένους στόχους και με πρόβλεψη για γρήγορη ανταπόκριση σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Το σχέδιο δράσης ισχύει και αρκεί μόνο σε ελεγχόμενο περιβάλλον − ωστόσο, το περιβάλλον της σύγκρουσης δεν μπορεί να ελεγχθεί∙ οι συνθήκες μεταβάλλονται διαρκώς και είναι, εν πολλοίς, απρόβλεπτες. Η στρατηγική είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε και συνδυάζουμε τα μέσα που διαθέτουμε −ο τρόπος με τον οποίο διατάσσουμε τους πόρους μας, τις δυνάμεις μας− προκειμένου να αντιμετωπίσουμε μια σύγκρουση, μια αναμέτρηση, ή να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας.

Το κείμενο (13 κεφάλαια, μόλις 8.500 λέξεις) αναφέρεται στις μάχες και στον πραγματικό πόλεμο. Αλλά, χωρίς να τραβήξουμε τις ιδέες του Σουν Τζου από τα μαλλιά, μπορούμε να τις εφαρμόσουμε στην καθημερινότητα, σαν οδηγό επιτυχίας σε ανταγωνιστικό πλαίσιο, όπως είναι οι επιχειρήσεις, οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις ή ο αθλητισμός − ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις, οι κοινωνικές σχέσεις. Τι μας λέει λοιπόν ο Σουν Τζου: Kατ’ αρχάς ότι η τέχνη του πολέμου είναι η τέχνη της εξαπάτησης. Όπως στον πόλεμο, ο ανταγωνιστής μας δεν πρέπει να ξέρει τι έχουμε στο μυαλό μας, ποια είναι τα σχέδιά μας και ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις μας (σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον εμπορικό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ή ένα παιχνίδι πόκερ κατά το οποίο ο παίκτης διατηρεί poker face: παραμένει ανέκφραστος, είτε έχει καλό χαρτί είτε όχι). Άρα, λέει Σουν Τζου , αν είσαι δυνατός, να παριστάνεις τον αδύναμο, αν είσαι δραστήριος να παριστάνεις τον αδρανή, αν έχεις στη διάθεσή σου πληροφορίες να παριστάνεις τον ανήξερο. Ο Σουν Τζου υπονοεί κάτι που σήμερα θεωρείται αυτονόητο: τη δύναμη της πληροφορίας. Όποιος κατέχει τις πληροφορίες έχει πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό και στις συγκρούσεις. Έτσι λειτουργεί η στρατιωτική και επιχειρηματική κατασκοπεία: τα δύο μέρη, συγκεντρώνοντας πληροφορίες, θολώνουν τα νερά. Το θέμα εδώ δεν είναι το «σωστό» ή το «δεοντολογικό»: πάντοτε υπάρχει τρόπος να εφαρμοστούν οι ηθικές αρχές, ακόμα και σε δραστηριότητες όπως ο πόλεμος, όπου φαίνεται ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και για όλους τους σκοπούς υπάρχουν ηθικοί κανόνες.

Αντίγραφο του βιβλίου «Η τέχνη του πολέμου» σε bamboo
Αντίγραφο του βιβλίου «Η τέχνη του πολέμου» σε bamboo

Αν ο στρατός μας, λέει ο Σουν Τζου, έχει δεκαπλάσια δύναμη από τον εχθρό, μπορούμε να τον περικυκλώσουμε. Αν έχoυμε πενταπλάσια δύναμη από τον εχθρό, μπορούμε να επιτεθούμε. Αν διαθέτουμε διπλή δύναμη από εκείνη του εχθρού, ας προσπαθήσουμε να τον διασπάσουμε. Αν έχουμε ίση δύναμη με τον εχθρό, η λύση είναι να τον αντιμετωπίσουμε μετωπικά. Αν η δύναμή μας είναι μικρότερη από εκείνη του εχθρού, επιβάλλεται να τον παρακάμψουμε ή να τον αποφύγουμε. Μόνο πενταπλάσια ή δεκαπλάσια δύναμη εξασφαλίζει τη νίκη, είτε χωρίς άμεση αναμέτρηση (περικύκλωση) είτε με αναμέτρηση (επίθεση). Ακόμα και το διπλάσιο μέγεθος δεν εγγυάται αποτελέσματα (εξού και η συμβουλή «διάσπασε τον εχθρό σου»), ενώ με ακόμα δυσμενέστερη αναλογία δυνάμεων τα πράγματα είναι πάρα πολύ σκούρα: στην αληθινή ζωή, ο Δαβίδ δεν νικάει τον Γολιάθ. Έτσι κι αλλιώς, στη φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία ισχύει, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ο κανόνας που περιέγραψε ο Αμερικανός φυσιολόγος Γουόλτερ Μπράντφορντ Κάννον: η απόκριση fight-flight-freeze. Σε περίπτωση απειλής, τα ζώα, και οι άνθρωποι με τον τρόπο τους, εκτιμούν αν μπορούν να αγωνιστούν (fight), αν πρέπει να τραπούν σε φυγή εφόσον δεν διαθέτουν επαρκή μέσα για να αντιμετωπίσουν την απειλή (flight)∙ σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέγουν να μείνουν ακίνητα (freeze).

Στη συνέχεια, ο Τζου μιλάει για τις αρετές των ηγετών: όταν ο επικεφαλής αντιμετωπίζει τους υφισταμένους του με δικαιοσύνη και εμπιστοσύνη, ο στρατός (ή το προσωπικό μιας επιχείρησης) θα δείχνει αφοσίωση και φιλοπονία. Αν δούμε από κοντά τις μεγάλες επιχειρήσεις του σήμερα, φαίνεται να εκλείπει ο εργοδότης-τύραννος του 19ου αιώνα, ο κοιλαράς με το πούρο που ίσως είχε βρεθεί στην ηγεσία μιας βιομηχανίας μέσω κληρονομικού δικαιώματος. Ένα καλό παράδειγμα από τον κόσμο των επιχειρήσεων είναι η περίπτωση της Walt Disney και της Columbia Pictures. H Disney θεμελιώθηκε και επεκτάθηκε, μεταξύ άλλων, λόγω της συμπεριφοράς του Γουόλτ Ντίσνεϋ προς τους συνεργάτες του. Στα τέλη του 1920, ο Ντίσνεϋ, αν και δικομανής με τους ανταγωνιστές του («Don’t fuck with the mouse!») πλήρωνε αδρά τους υπαλλήλους και μέχρι το τέλος της ζωής του φρόντιζε τόσο για την ανάπτυξη της επιχείρησης όσο και της βελτίωσής της. Αντιθέτως, ο Χάρρυ Κον, διευθυντής της Columbia, είχε στο γραφείο του ένα μαστίγιο το οποίο κράδαινε σαν θηριοδαμαστής, ζητούσε σεξουαλικά ανταλλάγματα από τις ηθοποιούς του στούντιο και καβγάδιζε διαρκώς με τους συνεργάτες του. Ο Φρανκ Σινάτρα είπε αργότερα ότι πήγε στη κηδεία του για να σιγουρευτεί ότι, επιτέλους, είχαν απαλλαγεί από δαύτον. Η αυταρχική και κραυγαλέα προσωπικότητα του Χάρρυ Κον ενέπνευσε λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς χαρακτήρες σαν τον Γουίλλι Σταρκ στο «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (1946) και προκάλεσε ανεπανόρθωτη κρίση στην Columbia, την οποία τελικά, το 1982, αγόρασε η Κόκα Κόλα.

Ο Σουν Τζου προτείνει λοιπόν καλοσύνη και ευγένεια μαζί με αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας: ο έντιμος και δίκαιος ηγέτης δεν είναι υποχωρητικός, δείχνει όμως κατανόηση στους υφισταμένους του. Και προπάντων δίνει ένα καλό παράδειγμα. Ο ρόλος του στρατηγού (ή του μάνατζερ) υπερβαίνει το άθροισμα των απαιτήσεων που αναφέρονται στην «job description»∙ δεν αρκούν τα τυπικά προσόντα, χρειάζονται ψυχικές δεξιότητες: ψυχραιμία, φιλότιμο, ταλέντο διαχείρισης ανθρώπων και πόρων.

Στο βιβλίο του «Πυρ και μανία» ο δημοσιογράφος Μάικλ Γουλφ περιέγραφε το αλλοπρόσαλλο μάνατζμεντ του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ: κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, άνθρωποι προσλαμβάνονταν και απολύονταν στο πι και φι, στόχοι άλλαζαν αδικαιολόγητα, δηλώσεις αναιρούσαν η μία την άλλη, πληροφορίες και fake news συγχέονταν σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι: το αποτέλεσμα ήταν μια χαώδης ατμόσφαιρα που αποκάλυπτε τα κενά της αμερικανικής διοίκησης και την απουσία σύνεσης και ετοιμότητας. Ο Σουν Τζου εξηγεί την ανάγκη για ετοιμότητα: η αισιοδοξία ότι ο εχθρός δεν θα εμφανιστεί είναι ανώφελη∙ πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε χωρίς να αιφνιδιαστούμε. Το 1996, στη Βενεζουέλα, η Κόκα Κόλα αιφνιδίασε την Πέπσι: η Πέπσι, που κυριαρχούσε επί μισόν αιώνα στη Βενεζουέλα, έδειξε υπερβολική αισιοδοξία και αμέλεια − ή αλαζονεία. Να τι συνέβη: η Πέπσι χρησιμοποιούσε μια μεγάλη επιχείρηση εμφιάλωσης, η οποία διένεμε τα προϊόντα της χωρίς όμως να την έχει δεσμεύσει με συμβόλαιο αποκλειστικότητας και χωρίς να την ελέγχει με μετοχές. Η Κόκα Κόλα εκμεταλλεύτηκε αυτή την αδυναμία: αγόρασε το 50% του εμφιαλωτή έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων και, εν μια νυκτί, ο εμφιαλωτής άλλαξε πελάτη − 18 εργοστάσια άρχισαν να εμφιαλώνουν Κόκα Κόλα αντί για Πέπσι και τα 4.000 φορτηγά με το μπλε λογότυπο της Πέπσι βάφτηκαν με το κόκκινο της Κόκα Κόλα. Σταδιακά, η Πέπσι έχασε την αγορά της Βενεζουέλας.

Με λίγα λόγια, ο Σουν Τζου μας διδάσκει πώς να επιτύχουμε στον καπιταλισμό κατατροπώνοντας τους ανταγωνιστές μας: αλλά, αν δεν ενδιαφερόμαστε για τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου, μπορούμε να διαβάσουμε το βιβλίο του ως εγχειρίδιο επιβίωσης. Όπως λέει, ο πόλεμος (η ζωή μας κατ’ επέκταση) είναι μια σειρά από σχέδια, νίκες και ήττες: σκοπός είναι να παίζουμε το παιχνίδι με εξυπνάδα και δικαιοσύνη − όσο για τις καπιταλιστικές πρακτικές, αν οι επιχειρήσεις δεν τις εφάρμοζαν, το σύστημα θα κατέρρεε. Αν η Φολξβάγκεν δεν αναγνώριζε το σκάνδαλο με τα ρυπογόνα αυτοκίνητα κι αν δεν τα απέσυρε από την κυκλοφορία αποζημιώνοντας τους πελάτες της, κανείς πια δεν θα αγόραζε προϊόντα Φολξβάγκεν. Εξάλλου, οι συγκρούσεις με τους συνανθρώπους μας είναι αναπόφευκτες και δεν σχετίζονται απαραιτήτως με τον καπιταλισμό. Ο Τόμας Χομπς μάς έχει πείσει ότι η ανταγωνιστικότητα και ο εγωισμός είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης − δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Η διαπίστωση παραμένει ίδια στον 20ό αιώνα: ο Γάλλος βιολόγος Ανρί Λαμπορί (1914-1995) συμπέρανε ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων, ως ατόμων και ως ομάδων, ελάχιστα διαφέρει από εκείνη των ποντικιών.

Το 1782 ο ιησουίτης Ζαν Ζοζέφ Μαρί Αμιό μετέφρασε το βιβλίο του Σουν Τζου στα γαλλικά και λένε ότι το διάβασε ο Ναπολέοντας − όχι ότι του βγήκε σε καλό τελικά. Αργότερα, ηγέτες όπως ο Μάο Τσε Τουνγκ και ο στρατηγός Ντάγκλας Μακάρθουρ είπαν ότι τους είχε εμπνεύσει, ενώ ακόμη κι όσοι δεν το ομολόγησαν, όπως ο στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκοφ, φαίνεται ότι το είχαν μελετήσει. Το 1987, στην ταινία «Γουόλ Στριτ» του Όλιβερ Στόουν, ο Γκόρντον Γκέκο (τον οποίον υποδυόταν ο Μάικλ Ντάγκλας) έλεγε στον προστατευόμενό του, τον Μπαντ Φοξ (Τσάρλι Σιν), ότι δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ότι ακολουθούσε τις συμβουλές του Σουν Τζου: «Δεν παίζω παιχνίδι με βελάκια. Ποντάρω στα σίγουρα. Διάβασε την «Τέχνη του πολέμου». Οι μάχες κερδίζονται προτού καν αρχίσουν». Ο Γκέκο μετέφερε την πολεμική στρατηγική στον κόσμο των επιχειρήσεων παίζοντας τον ρόλο του επιχειρηματία-στρατάρχη ή του μάνατζερ-στρατηγού που σχεδιάζει τις κινήσεις του σ’ ένα γραφείο-επιτελείο. Το μότο του ήταν «Η απληστία είναι κάτι καλό» − αλλά σε τούτο ίσως ο Σουν Τζου να μη συμφωνούσε.

Ο Βραζιλιάνος προπονητής Λουίς Φελίπε Σκoλάρι εφάρμοζε τις συμβουλές του Σουν Τζου στις ποδοσφαιρικές του τακτικές: στη διάρκεια της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, μοίρασε στους παίκτες του από ένα αντίτυπο του βιβλίου. Το 2009, με το ντοκιμαντέρ «Art of War», που προβλήθηκε στο αμερικανικό History Channel, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Πάντρας έκανε μια κινηματογραφική ανάγνωση του βιβλίου: αφηγήθηκε τέσσερις ιστορίες − τη στρατιωτική απάντηση του κράτους Γου (της οποίας ηγείτο ο ίδιος ο Σουν Τζου) όταν εισέβαλαν τα στρατεύματα της γειτονικής χώρας Τζου∙ τη μάχη του Γκέττυσμπεργκ στον Αμερικανικό Εμφύλιο (1863)∙ την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία (1944) και την επίθεση των Βιετκόνγκ (γνωστή ως Επίθεση του Τετ) στον πόλεμο του Βιετνάμ (1968) − οι οποίες εικονογραφούν τέσσερις αρχές της «Τέχνης του πολέμου» του Σουν Τζου: εκείνοι που τις ακολούθησαν νίκησαν, ενώ εκείνοι που τις αγνόησαν βγήκαν χαμένοι.

Καμιά φορά, η ήττα στη μάχη μπορεί να μετατραπεί σε νίκη. Για παράδειγμα, στην Επίθεση Τετ των Βιετκόνγκ, ήταν τόσες οι απώλειές τους, ώστε η παγκόσμια κοινή γνώμη στράφηκε υπέρ τους. Σε πολλές χώρες του κόσμου ξέσπασαν βίαιες διαμαρτυρίες εναντίον της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ και, παρά τη νίκη τους, οι Αμερικανοί βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Εξάλλου, όπως συμβαίνει συχνά στους νικητές, στη συνέχεια έδειξαν υπερβολική αισιοδοξία για την τελική επικράτηση εξαντλώντας τις στρατηγικές τους δυνατότητες και παραβιάζοντας τους κανόνες του πολέμου. Κέρδισαν μερικές μάχες αλλά έχασαν τον πόλεμο. Ίσως οι Βιετκόνγκ υποκρίθηκαν ότι ήταν πιο αδύναμοι απ’ όσο πραγματικά ήταν τροφοδοτώντας την αμερικανική αλαζονεία η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε παράγοντα ήττας.

Σήμερα η Κίνα μας απασχολεί περισσότερο από ποτέ: οι οικονομικές της επιτυχίες, η διπλωματία της, το υβριδικό πολιτικό καθεστώς της που, παρότι μονοκομματικό, απολαμβάνει ευρείας συναίνεσης, βασίζονται σε μια παράδοση που συνδυάζει τον κομφουκιανισμό, τον ταοϊσμό, τον βουδισμό και τον μαρξισμό. Όσο για την «Τέχνη του πολέμου», μπορεί να ακούσει κανείς γι’ τόσο σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Οι Σοπράνο» όσο και στη Γουόλ Στριτ. Την τελευταία δεκαετία κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, πολύ δημοφιλές στους επιχειρηματικούς κύκλους, με τίτλο «The Art of War for Women», λες και οι γυναίκες, ως Αμαζόνες του καπιταλισμού, χρειάζονται ειδικά εγχειρίδια, προσαρμοσμένα στη θηλυκότητα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ