Βιβλιο

Προδημοσίευση: «Οι τελετουργίες του νερού» της Εύα ντε Ουρτούρι

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Λευκή Πόλη»

62222-137653.jpg
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Οι τελετουργίες του νερού» της Εύας Γκαρθία Σάενθ Ντε Ουρτούρι (εκδόσεις Ψυχογιός)

«Οι τελετουργίες του νερού»: Διαβάστε ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Εύα Γκαρθία Σάενθ Ντε Ουρτούρι (εκδόσεις Ψυχογιός)

Το 2016 η Εύα Γκαρθία Σάενθ Ντε Ουρτούρι ξεκίνησε τη θρυλική τριλογία της «Λευκής Πόλης». Η «Σιωπή της Λευκής Πόλης» είναι το πρώτο μέρος της σειράς, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του ισπανού σκηνοθέτη Daniel Calparsoro. Στις 24 Σεπτεμβρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός το δεύτερο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Οι τελετουργίες του νερού».

Περίληψη του βιβλίου
Η Άνα Μπελέν Λιάνιο, ο πρώτος έρωτας του Κράκεν, βρίσκεται δολοφονημένη στην Άλαβα. Το μαρτύριο του θανάτου της παραπέμπει σε μια πανάρχαια τελετουργία όπου το θύμα κρεμιέται ανάποδα και βυθίζεται σε έναν λέβητα με καυτό νερό. Ο λέβητας είναι αυθεντικό κομμάτι από την Εποχή του Χαλκού. Και μια λεπτομέρεια κάνει τη φρίκη ακόμη μεγαλύτερη: Η Άνα Μπελέν ήταν έγκυος… Όπως φαίνεται σύντομα, ο δολοφόνος δε θα σταματήσει εδώ. Θα συνεχίσει να σκοτώνει μέλλοντες γονείς, μιμούμενος τις τελετουργίες του νερού, διαλέγοντας προσεκτικά ιερές τοποθεσίες της Χώρας των Βάσκων και της Κανταβρίας για τα εγκλήματά του. Η υπόθεση ξυπνά στον Κράκεν οδυνηρές μνήμες, από το καλοκαίρι του 1992, τότε που με τους τρεις καλύτερούς του φίλους πρωτοσυνάντησαν την αινιγματική Άνα Μπελέν Λιάνιο – μια γνωριμία που τους σημάδεψε για πάντα. Και ταυτόχρονα, του γεννά έναν φόβο χωρίς προηγούμενο. Γιατί η Άλμπα, η προϊσταμένη του και γυναίκα που αγαπά, είναι έγκυος – και κινδυνεύει να γίνει ο επόμενος στόχος του δολοφόνου…

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Εύα Γκαρθία Σάενθ Ντε Ουρτούρι «Οι τελετουργίες του νερού» (εκδ. Ψυχογιός):

Δυο γυναίκες, μια κοκκινομάλλα και μια μελαχρινή, βγαίνουν σαν να μην τρέχει τίποτε από το μπλε δωμάτιο όπου ένας άντρας, μια παραμορφωμένη σκιά αυτού που υπήρξε κάποτε ένας σκαιός πατέρας, καταρρέει ουρλιάζοντας: «Κράκεν, Κράκεν, Κράκεν…!»

Τι σκατά είχα στο κεφάλι μου, μονολογούσε η Εστίμπαλιθ στον διάδρομο του γηροκομείου του Τσαγορίτσου.

Πήρε από το χέρι την Άλμπα, η οποία, μπροστά στον ασθενή του αλτσχάιμερ, προσποιήθηκε πως δεν παρατήρησε το παραμικρό, και μπήκαν στο ασανσέρ όπως κάποιος βγαίνει από την κόλαση για να ανασάνει.

Η Άλμπα είχε δεχτεί να συνοδεύσει την Εστίμπαλιθ στην εβδομαδιαία επίσκεψή της στον πατέρα της στην εστία του Τσαγορίτσου. Όχι γιατί δεν ένιωθε ασφαλής, αλλά ο πατέρας της γινόταν λιγότερο βίαιος μπροστά σε ξένους, οπότε δε χρειαζόταν να καλεί τον νοσηλευτή που είχε βάρδια για να του χορηγήσει την προτελευταία δόση ηρεμιστικού.

Και τότε, όπως κατέβαιναν τα σκαλιά της εισόδου, μια εξηντάχρονη γυναίκα μ’ ένα τεράστιο κασκόλ με κραυγαλέα χρώματα τις κοίταξε και βάλθηκε να τις προσβάλλει με έντονες χειρονομίες:

«Μου φαίνεται σαν ψέμα! Πώς μας εξαπάτησες έτσι όλους!» τους πέταξε στα μούτρα δείχνοντας απειλητικά την Άλμπα.
«Με συγχωρείτε, σε μένα μιλάτε;» ρώτησε εκείνη εμβρόντητη.
«Ναι, σε σένα μιλάω. Η αστυνομική διευθύντρια Σαλβατιέρα δεν είσαι;»
«Υποδιευθύντρια», διευκρίνισε εκείνη.
«Ήρθες και στην κηδεία του γιου μου, του Ματέο Ρουίθ ντε Θουάθο, να με παρηγορήσεις».

Η Άλμπα και η Εστίμπαλιθ θυμήθηκαν ταυτόχρονα: το τριαντάχρονο θύμα που βρέθηκε στην κόγχη της Βίρχεν Μπλάνκα εν μέσω της γιορτής.

«Με διαβεβαίωσες ότι θα συλλάβεις τον ένοχο… κι εσύ κοιμόσουνα μαζί του κάθε βράδυ», συνέχισε η γυναίκα, εκτός εαυτού. «Πώς και δεν είσαι στη φυλακή;»
«Επειδή δε φέρω καμία ευθύνη, κυρία», απάντησε πολύ αργά η Άλμπα. Κάποιος έπρεπε να παραμείνει ήρεμος σε κείνο τον χαμό.
«Και ο δικαστής σε πίστεψε;»
«Δε μου απαγγέλθηκαν κατηγορίες για καμία εγκληματική πράξη. Ήμουν αμέτοχη στις εγκληματικές δραστηριότητες εκείνου που υπήρξε σύζυγός μου. Καταλαβαίνω τον πόνο σας, αλλά…»
«Αυτά να τα πεις αλλού! Όποιος δεν έχασε παιδί δεν καταλαβαίνει».

Η Άλμπα αρνήθηκε να μετρήσει ως το δέκα ή να σκεφτεί τον πύργο της Λαγουάρδια όπου κρυβόταν από τον κόσμο αγναντεύοντας την οροσειρά του Ουνάι. Προστάτεψε ασυναίσθητα την κοιλιά της με μια χειρονομία.

«Λυπάμαι που το βλέπετε έτσι, αλλά τήρησα την υπόσχεση που σας έδωσα και βρήκαμε τον δολοφόνο του γιου σας, και με πολύ υψηλό προσωπικό κόστος, πρέπει να σας πω».
«Ανοησίες, έπρεπε να το ξέρεις! Οι γυναίκες των δολοφόνων πάντα το παίζουν χαζές. Κανείς δε σκοτώνει είκοσι άτομα αν οι άλλοι δεν κάνουν πως δε βλέπουν».

Δε θα μπω σε διάλογο, είπε στον εαυτό της η Άλμπα. Δεν είναι προσωπικό. Ήμουν πιο κοντά απ’ ό,τι έπρεπε στον δολοφόνο του γιου της. Αλλά δεν είναι προσωπικό.

«Λυπάμαι που το βλέπετε έτσι. Σας εύχομαι καλό απόγευμα, κυρία», τη χαιρέτησε ευγενικά αλλά σταθερά. Και έβαλε τέλος στη συζήτηση.

Άφησαν τη γυναίκα με το κασκόλ πίσω τους και βγήκαν στον πευκόφυτο κήπο. Κάποια κλαδιά διατηρούσαν ακόμα την πάχνη του πρωινού, αλλά, μόλις ηρέμησαν, αποφάσισαν χωρίς να πουν λέξη να κάτσουν σ’ ένα πράσινο ξεφλουδισμένο παγκάκι, κάπως απομονωμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα του γηραιού πληθυσμού του γηροκομείου.

«Πρώτη φορά σού συμβαίνει;» τη ρώτησε η Εστίμπαλιθ.
«Όχι, μη σκοτίζεσαι εσύ γι’ αυτό τώρα, έλα να καθίσουμε σε αυτό εδώ το απόμερο παγκάκι. Να φύγει λίγο η ένταση. Αυτός ο μήνας είναι πιο ζόρικος απ’ ό,τι περίμενα».

Η Εστίμπαλιθ πλησίασε και κάθισε πλάι της. Έμειναν σιωπηλές για λίγο, μα η Άλμπα δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία και άνοιξε εκείνη το θέμα.

Η δουλειά της την υποχρέωνε να λειτουργεί με ευθύτητα και να αντιμετωπίζει ευαίσθητα θέματα καθημερινά, και ήξερε ότι η Εστίμπαλιθ θα το άντεχε.

«Έστι, ο πατέρας σου σε χτυπούσε, έτσι;»

Η κοκκινομάλλα ανακάθισε, άπλωσε το χέρι της κι έκοψε ένα μικρό στρογγυλό κουκουνάρι από το πλησιέστερο πεύκο. Βάλθηκε να παίζει μαζί του, εκεί διοχετευόταν η έντασή της. Στις άκρες των δαχτύλων. Πάντα το ίδιο: μ’ ένα στιλό, ένα λαστιχάκι των μαλλιών… καταραμένα αντανακλαστικά.

«Τόσο πολύ φαίνεται;» παραδέχτηκε τελικά.
«Δεν τον άγγιζες, ήσουν άκαμπτη, ακόμα τον φοβάσαι. Το έχω δει σε πολλά θύματα».
«Δεν είμαι θύμα», απάντησε. Πόσες φορές το είχε επαναλάβει στον καθρέφτη; «Ο γέρος μου έχει αλτσχάιμερ, μπορώ να τον εξουδετερώσω σε τρία δευτερόλεπτα. Δεν τον φοβάμαι».

Η Άλμπα δεν εντυπωσιάστηκε από τις καυχησιές της φίλης της.

«Γι’ αυτό ειδικεύτηκες στη θυματολογία;»

Η Εστίμπαλιθ εντέλει ενέδωσε, μείωσε την άμυνα, άνοιξε τη μικρή καταπακτή των μύχιων φόβων.

«Ήθελα να μάθω τι με έκανε θύμα ώστε να μην ξαναγίνω πια, ποτέ για κανέναν».

Η Άλμπα έβαλε απλώς το χέρι της στον μηρό της για να της δώσει δύναμη, κουράγιο και να της πει: «Εδώ είμαι, μπορείς να μου μιλήσεις». Κι εκείνο το απαλό, ζεστό άγγιγμα της Άλμπα είχε θεραπευτικές ιδιότητες.

«Βλέπεις», συνέχισε μετά από κάποια σκέψη η Εστίμπαλιθ, «ακόμα κι αν γεννιέσαι με μια ισχυρή προσωπικότητα ώστε να μην επιτρέπεις ξυλοδαρμούς, κακομεταχείριση, κακοποιήσεις… η πραγματικότητα σου επιβάλλεται από την παιδική σου κιόλας ηλικία, γιατί, είτε είσαι αγόρι είτε κορίτσι, ένα παιδάκι είκοσι κιλά δεν μπορεί να εμποδίσει έναν ενήλικα να το μετατρέψει σε θύμα με τη δύναμή του. Και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει καθημερινά. Αναφέρομαι στην ενδοοικογενειακή βία, σε τυφλές, αδήλωτες κακοποιήσεις, κάποιες φορές εν γνώσει της μητέρας, που κάνει πως δε βλέπει. Πώς να μη γίνουν μετά αυτά τα παιδιά θύματα; Αδύνατον, δεν μπορούν. Και μετά, υπάρχουν και τα επακόλουθα σ’ έναν χαρακτήρα που διαφορετικά δε θα εκδήλωνε παθολογικά χαρακτηριστικά».

Η Άλμπα κατένευσε με κατανόηση. Τι θα έλεγαν άραγε για κείνη ως προς τα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά;

«Ο προηγούμενος φίλος σου, ο Ίκερ… ήταν εντάξει τύπος, έτσι;»
«Ανίκανος να πειράξει ακόμη και μύγα, ναι».
«Γι’ αυτό τον επέλεξες, γιατί αισθανόσουν ασφαλής στη σχέση, ήξερες πως δε θα σήκωνε ποτέ χέρι πάνω σου, έτσι δεν είναι; Έψαχνες έναν προστάτη…»
«Είσαι ψυχολόγος;»
«Όλοι είμαστε λίγο πολύ σε αυτή τη δουλειά».
«Οπότε λοιπόν, απάντησες μόνη σου», παραδέχτηκε.
«Χώρισες όμως μαζί του πριν από μερικούς μήνες. Νιώθεις ήδη δυνατή».

Η Εστίμπαλιθ κούνησε το κεφάλι και έφερε το χέρι της στο ασημένιο μενταγιόν του Εγουσκίλορε.

«Συνέβη μετά τον θάνατο του Ενέκο, του μεγάλου μου αδελφού• εκείνος με προστάτευε από τον πατέρα μου, παρόλο που με έβαλε σ’ έναν κόσμο ουσιών που με έβλαπταν και με έκαναν εξαρτημένη. Στην ουσία όμως ήμουν γαντζωμένη πάνω του, στην προστασία του κι όχι στις ουσίες που μου πάσαρε. Αυτός είναι και ο λόγος που αφότου πέθανε δεν ξαναδοκίμασα, και είμαι βέβαιη ότι δε θα το επιχειρήσω ποτέ, παρότι ο Ουνάι εξακολουθεί να έχει τις αμφιβολίες του. Δεν έχει ακόμη καταλάβει ότι έπαιρνα ναρκωτικά για τον Ενέκο και ότι χωρίς τον Ενέκο τέρμα οι ουσίες. Είμαι καθαρή• καθαρή από τον Ενέκο. Ο θάνατός του σήμανε απεμπλοκή όχι μόνον από τον ίδιο αλλά και από την ανάγκη προστασίας• γι’ αυτό αμέσως μετά χώρισα τον Ίκερ. Συνειδητοποίησα ότι δε μου χρειαζόταν πλέον, η δουλειά και όλα όσα μεσολάβησαν στην πορεία με βοήθησαν να ενηλικιωθώ. Κοίτα με, μπορεί να μετράω μόνο 1,60, να μην έχω ποτέ τη φυσική κατάσταση ούτε τη δύναμη ενός άντρα και οποιοσδήποτε κρατούμενος να μου αστράψει μια ανάποδη, δε ζω όμως πλέον σ’ έναν κόσμο όπου ένας άνθρωπος πενήντα κιλά παραπάνω με πατάει κάτω κάθε πρωί επειδή δεν τρώω μπαγιάτικα μπισκότα για πρωινό».


Ποια είναι η Εύα Γκαρθία Σάενθ Ντε Ουρτούρι

Γεννήθηκε στη Βιτόρια της Ισπανίας, πήρε πτυχίο οπτικής και οπτομετρίας και εργάστηκε αρκετά χρόνια στον τομέα αυτόν, ώσπου πρόσφατα έγινε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αλικάντε. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο παιδιά. Το 2012 το βιβλίο της La saga de los longevos χαρακτηρίστηκε εκδοτικό φαινόμενο, και μεταφράστηκε στα αγγλικά με μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακολούθησαν τα Los hijos de Adán και Pasaje a Tahití το 2014, και το 2016 ξεκίνησε η θρυλική τριλογία της Λευκής Πόλης. Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΠΟΛΗΣ είναι το πρώτο μέρος της σειράς, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του πολύ γνωστού διεθνώς Ισπανού σκηνοθέτη Daniel Calparsoro (Ποιος κλέβει ποιον; και Το μυστικό της πεταλούδας).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ